Feb 042021
 

Παθογένειες του Κοινωνικού Δεσμού: Ο Αντώνης Πούλιος, Δρ MSc Kλινικός ψυχολόγος, αναλύει την κουλτούρα του βιασμού

Πηγή: www.in.gr

Ο Αντώνης Πούλιος, κλινικός ψυχολόγος ΜSc, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και ψυχαναλυτής, μας βοηθά να καταλάβουμε πού εντοπίζεται η κουλτούρα του βιασμού, τι «αφήνει» στα άτομα που τον υπέστησαν, αλλά και πόσο επικίνδυνο είναι να ψάχνουμε κοινά χαρακτηριστικά στους ανθρώπους που έχουν μια τέτοια συμπεριφορά.

Νατάσα Μαστοράκου

Η χιονοστιβάδα καταγγελιών που ακολούθησε για σεξουαλικές κακοποιήσεις αλλά και βίαιες συμπεριφορές πέρασε πολύ γρήγορα από το χώρο του αθλητισμού σε αυτόν του πολιτισμού, με προεκτάσεις σε όλες τις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις. Η βία στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο, ο σεξισμός και η κουλτούρα του βιασμού είναι βαθιά εμποτισμένα στις πατριαρχικές κοινωνίες.

Ζητήσαμε από τον Αντώνη Πούλιο, κλινικό ψυχολόγο ΜSc, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και ψυχαναλυτή, να μας βοηθήσει να καταλάβουμε πού εντοπίζεται η κουλτούρα του βιασμού, τι «αφήνει» στα άτομα που τον υπέστησαν, αλλά και πόσο επικίνδυνο είναι να ψάχνουμε κοινά χαρακτηριστικά στους ανθρώπους που έχουν μια τέτοια συμπεριφορά.

Υπάρχει κουλτούρα του βιασμού;

Βεβαίως υπάρχει, και μάλιστα δεν αφορά κάποια ειδική κατάσταση η οποία εντοπίζεται σε συγκεκριμένα άτομα. Η κουλτούρα του βιασμού υπάρχει συνειδητά, αλλά πολύ περισσότερο ασυνείδητα, σε όλους τους ανθρώπους, ασχέτως αν περνούν ή όχι στην πράξη, το οποίο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Λέω σε όλους τους ανθρώπους, καθώς σε αυτούς που την κάνουν πράξη, μπορεί να περνά ως κάτι «κανονικό» –μια λέξη που καθόλου δε μου αρέσει– αλλά και στους ανθρώπους που τη δέχονται, συχνότατα γυναίκες ή ΛΟΑΚΤΙ άτομα, τους εμποδίζει να αντιδράσουν, παγώνει το βίωμά τους καθιστώντας το τραύμα, μειώνει τα αντανακλαστικά τους, για να πούμε κάποια παραδείγματα.

Η κουλτούρα του βιασμού, θέλω να πω δηλαδή, είναι αποκύημα της πατριαρχίας και της τοξικής αρρενωπότητας εντός των οποίων έχουμε μεγαλώσει και αλλοτριωθεί. Αποτελεί μια παθογένεια του κοινωνικού δεσμού, και αυτό μπορούμε να το δούμε να επιτελείται όχι μόνο σε πράξεις αλλά ακόμα και σε αυθόρμητα λεγόμενα, σε σεξιστικά αστεία που λέμε αλλά και σε αντιδράσεις μας σε κινήματα όπως το me too. Σε αυτό το θέμα των αντιδράσεων ίσως επανέλθουμε, δε θα αναφερθώ περαιτέρω τώρα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι διαπνέει τον κοινωνικό δεσμό, τον τρόπο δηλαδή που συγκροτούνται, νοηματοδοτούνται και αναπαριστώνται οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Εγώ, αυτή τη στιγμή που σου μιλάω, φέρω ένα σύνολο κοινωνικών προνομίων που μου δίνουν μια θέση εξουσίας, την οποία ενδέχεται ακόμα και ασυνείδητα να καταχραστώ. Ακόμα και αν προσπαθώ να έχω επίγνωση αυτού, μαζί με την όποια ισχύ μου δίνει ο ρόλος που μου αποδίδεις, δίνοντάς μου βήμα να μιλήσω και να με διαβάσουν με την ιδιότητα του «επιστήμονα», είναι πολύ εύκολο να επιτελέσω κάτι από αυτή την κουλτούρα ακόμα και εν αγνοία μου, μιλώντας ας πούμε ως cis[1] άντρας, σχετικά λευκός, με όλα του τα προνόμια, μιλώντας, για παράδειγμα, για γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα κακοποίησης και σεξιστικής βίας. Μπορεί να φαίνεται κάπως άσχετο με την ερώτησή σου, αλλά δεν είναι. Το φέρνω ως παράδειγμα τού τι εννοώ όταν εξηγώ ότι η κουλτούρα του βιασμού υπάρχει και δεν αποτελεί κάποια ειδική περίπτωση, αλλά αφορά τα προνόμια και την κατανομή ισχύος εντός της κοινωνίας.

Έχει σχέση αυτή η κουλτούρα με τη σεξουαλικότητα;

Βάσει αυτών που είπαμε μέχρι τώρα, είναι σφάλμα να καταφεύγουμε σε ουσιοκρατικές ερμηνείες ότι το άτομο που διαπράττει τη σεξιστική βία έχει υπερβολική σεξουαλικότητα από τη φύση του. Δεν στέκει με κανένα σύγχρονο επιστημονικό δεδομένο ότι οι άνδρες έχουν περισσότερη σεξουαλικότητα. Είναι επίσης μια σεξιστική πεποίθηση, ακόμα και αν κάποτε υποστηριζόταν από κάποιον ίσως κυρίαρχο επιστημονικό λόγο. Η κουλτούρα του βιασμού σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα, αλλά όχι με την ποσότητά της ως μια ντε φάκτο φυσική κατάσταση.

Γνωρίζουμε από την ψυχανάλυση ότι είναι η κοινωνία που εισβάλλει κατά κάποιον τρόπο στη σεξουαλικότητα και προσπαθεί να της επιβληθεί και να ρυθμίσει την έκφραση και την επιτέλεσή της, και όχι το αντίστροφο. Και λέω «προσπαθεί», γιατί η ανθρώπινη σεξουαλικότητα και η πολυμορφία της είναι κάτι που διαφεύγει από τον πλήρη έλεγχο οποιασδήποτε κοινωνίας, εξ ου και η τόση προσπάθεια να ρυθμιστεί, αλλά και το γεγονός ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις της γίνονται όχημα επιβολής ισχύος, εν προκειμένω της πατριαρχίας. Ξέρουμε σε όλους τους χρόνους ότι η κοινωνία προσπαθεί να βάλει κανόνες στη σεξουαλικότητα, αλλά όταν μιλάμε για την κουλτούρα του βιασμού μιλάμε για το πώς η κοινωνία διαμορφώνει τη σεξουαλικότητα και πώς έλκει τις συσχετίσεις εξουσίας και ισχύος. Πώς αυτό έρχεται να πάρει τη σεξουαλικότητα και να τη μορφοποιήσει στο πώς αυτή εκδηλώνεται, πότε νομιμοποιείται και πότε όχι. Η κουλτούρα του βιασμού έχει μέσα και τη λογική της νομιμοποίησης του βιασμού υπό τη μορφή μιας κανονικότητας ή εκλογίκευσης της σεξιστικής βίας, π.χ. «προκαλεί με τα ρούχα που φοράει», «για πλάκα το έκανα», «μήπως τότε της άρεσε» κ.λπ.

Μπορούμε να εντοπίσουμε κοινά χαρακτηριστικά σε όσους ασκούν σεξουαλική κακοποίηση;

Είναι μεγάλη παγίδα το να ψυχολογιοποιούμε τη σεξουαλική κακοποίηση ως τέτοια, δηλαδή να το δούμε με μια λογική του τι είδους ψυχοπαθολογία έχει κάποιος, γιατί τότε γίνεται μια μεμονωμένη περίπτωση. Βεβαίως, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που είναι πιο ειδικές ή πιο ακραίες. Ωστόσο, ψάχνοντας ένα «προφίλ» σε ψυχολογική βάση αντιλαμβανόμαστε το σεξισμό και την κουλτούρα του βιασμού ως ειδικές περιπτώσεις ψυχοπαθολογίας, μια βιοπολιτική της ατομικής και όχι κοινωνικής ευθύνης. Όπως καταλαβαίνεις, αρνούμαι να απαντήσω σε αυτό, γιατί είναι μια γενίκευση και οι γενικεύσεις συνιστούν βία από μόνες τους.

Υπάρχουν κατηγορίες πολιτών που είναι πιο ευάλωτοι στις επιθέσεις;

Μπορούμε να πούμε πως ναι, η έμφυλη βία εντοπίζεται στα πλαίσια συγκεκριμένων συσχετισμών. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι κατά κανόνα τα θύματα έμφυλης βίας είναι γυναίκες και οι θύτες άνδρες. Τα άτομα που δέχονται έμφυλη βία είναι έξω από την κυρίαρχη θέση εξουσίας που έχει η πατριαρχία και το ιδεώδες της τοξικής αρρενωπότητας. Εδώ μπορούμε να σκεφτούμε εξάλλου και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, τα οποία είναι επίσης κατεξοχήν θύματα έμφυλης βίας.

Όπως συμβαίνει και με την έμφυλη βία που δέχονται οι cis γυναίκες, και η βία έναντι των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων έχει ελάχιστη ορατότητα στα πλαίσια ενός κοινωνικού αυτοματισμού. Ακόμα και αν ένας cis straight άνδρας δεχτεί βία, μια μεγάλη πλειοψηφία, ίσως ακόμα και ο ίδιος, θα σκεφτεί ότι δεν ήταν αρκετά άνδρας ή αν ασκεί βία, μπορεί να το κάνει προκειμένου να επιτελέσει το ανδρικό ιδεώδες.

Ποιο ρόλο παίζει ο τρόπος ανατροφής των παιδιών;

Είναι πολύ εύκολο να το δει κανείς από την πλευρά ότι υπάρχουν καλοί και κακοί γονείς, αλλά αυτό είναι ένα δίπολο, δηλαδή υπεραπλούστευση παραπλανητική έως επικίνδυνη, όπως και όλα τα δίπολα άλλωστε. Προφανώς όμως υπάρχουν πιο εύστοχοι τρόποι και λιγότερο εύστοχοι τρόποι να μεγαλώσεις ένα παιδί. Η ανατροφή, κατά συνέπεια, παίζει ρόλο, καθώς η οικογένεια και γενικότερα οι άνθρωποι που θα αναθρέψουν ένα παιδί είναι οι πρώτοι εκπρόσωποι των κοινωνικών ιδεωδών και των συσχετισμών εξουσίας, όπως αυτές διαποτίζουν την κοινωνία, βεβαίως, πάντα σε συνδυασμό με την προσωπική τους ιστορία.

Το θέμα της ανατροφής αφορά στο βαθμό που θα επιτρέψει να μεγαλώσει ένα παιδί μέσα σε ένα πλαίσιο που νομιμοποιεί, κανονικοποιεί το σεξισμό ή και ορισμένες εκφράσεις έμφυλης βίας, είτε με το να τις ασκεί είτε με το να τις δέχεται. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας είναι πολύ καθοριστικά, γιατί τότε είμαστε εξαρτημένες και εξαρτημένοι από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, μαθαίνουμε τον κόσμο και νοηματοδοτούμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια τους, τη συμπεριφορά τους και, βεβαίως, το λόγο τους.

Δίνετε έμφαση και στο λόγο, φαίνεται. Θέλετε να μας το εξηγήσετε;

Ναι, σας ευχαριστώ για την ερώτηση, γιατί ζούμε σε μια κοινωνία που μόνο η πράξη μετράει, και υποτιμούμε το λόγο. Πράγματι, αναφέρθηκα στο λόγο και τη σημασία του, για παράδειγμα του γονιού μέσα από το ρόλο του Άλλου θα λέγαμε ψυχαναλυτικά. Ο λόγος μας καθορίζει, τον χρησιμοποιούμε για να νοηματοδοτήσουμε την υποκειμενικότητά μας. Ας σκεφτούμε το θέμα της πολιτικής ορθότητας, που συχνά με τόση ειρωνεία και σκεπτικισμό την αντιμετωπίζουμε, και δε μιλάω για την επίφασή της βεβαίως. Ο όποιος σκεπτικισμός απέναντί της είναι μια αντίδρασή μας να αποδεχτούμε ότι ο λόγος, τα λόγια που λέμε, μπορεί να πληγώνουν, να είναι τραυματικά για κάποιους ανθρώπους, να συνιστούν βία. Από την ψυχανάλυση και ήδη από τον Freud μάθαμε ότι τα λόγια θεραπεύουν, αλλά και αρρωσταίνουν. Ο λόγος που χρησιμοποιούμε βρίθει σεξιστικών διατυπώσεων, δηλαδή ενέχει βία. Η πιο συχνή έμφυλη προσβολή σε έναν άντρα είναι «πούστης», σε μια γυναίκα είναι «πουτάνα». Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι για αυτές τις δύο λέξεις δεν υπάρχει η αντίστοιχη βρισιά στο άλλο γένος. Ας επισημάνω εδώ άλλωστε πόσο αυτό είναι ενδεικτικό της κατάφωρης έμφυλης βίας της οποίας είναι θύματα και οι γυναίκες που εργάζονται στο σεξ, όταν το επάγγελμά τους συνιστά προσβολή. Αν έχουμε στο μυαλό μας μόνο τις ακραίες εκφάνσεις της έμφυλης βίας, της διάπραξης του βιασμού, της σεξουαλικής κακοποίησης, και όχι τα ίδια μας τα εκφερόμενα, δε θα μπορέσουμε να τη σταματήσουμε ποτέ.

Έχετε έρθει αντιμέτωπος με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στην επαγγελματική σας πορεία;

Πολλές φορές, νομίζω. Είναι αναπόφευκτο, καθώς είναι πολύ πιο συχνά από όσο νομίζουμε, αρκεί να είμαστε διαθέσιμες και διαθέσιμοι να τα ακούσουμε από όποια θέση και αν βρισκόμαστε. Ωστόσο, παίζουν ρόλο και τα ενδιαφέροντά μου σε κοινωνικό, επιστημονικό και κλινικό επίπεδο, τα οποία βεβαίως διαμορφώθηκαν από την προσωπική μου ιστορία, αλλά και από τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν και με εμπιστεύονται με την ιστορία τους ερχόμενοι να μου μιλήσουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στο γραφείο μου δεν έχω έρθει «αντιμέτωπος» με περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, αν μου επιτρέπετε να παίξω λίγο με τις λέξεις, αλλά έχω την τιμή να μοιράζονται και αυτά τα κομμάτια της ζωής τους οι άνθρωποι που δουλεύουμε μαζί, να μου επιτρέπουν να τους συνοδεύω στην προσπάθειά τους να τα βγάλουν πέρα με την ιστορία τους. Άλλωστε, δε μας κάνουν ψυχαναλύτριες/ψυχαναλυτές ή ψυχοθεραπεύτριες/ψυχοθεραπευτές οι σπουδές μας και η κλινική μας διαμόρφωση, μολονότι είναι απαραίτητα όλα αυτά. Οι άνθρωποι που έρχονται να μας βρουν και μας εμπιστεύονται μάς κάνουν θεραπεύτριες και θεραπευτές.

Κάθε περίπτωση είναι τραυματική;

Αποφεύγω τις γενικεύσεις και τις παθολογιοποιήσεις, καθώς, όπως προείπα, μπορεί να είναι συσκοτιστικές και βίαιες με τον τρόπο τους. Ωστόσο, μπορώ να πω τουλάχιστον ότι κάθε περίπτωση κακοποίησης είναι δυνητικά τραυματική. Για ένα άτομο που δέχεται κακοποίηση αυτό που βιώνει μπορεί να είναι έξω από τη δυνατότητα να νοηματοδοτηθεί. Αυτό είναι ακόμα πιο πιθανό όταν είναι ήδη θύμα σεξισμού, τρανσφοβίας, ομοφοβίας ή και δεν έχει πρόσβαση στην ισχύ του για λόγους οικογενειακών ρόλων, οικονομικής κατάστασης, κοινωνικής τάξης και έναντι αυτής του ατόμου που θα ασκήσει την κακοποίηση, όπως πάντα συμβαίνει στην ουσία. Εδώ βέβαια οφείλουμε να προσεγγίσουμε την έμφυλη βία και τις επιπτώσεις της διαθεματικά. Έχει μεγάλη σημασία η διασταύρωση και με άλλους παράγοντες, όπως η φυλή, η κοινωνική τάξη και πολλά άλλα ακόμα. Ας μην ξεχνάμε πόσο συχνά οι θύτες κατέχουν για παράδειγμα μια θέση κοινωνικού στάτους ή και εξουσίας έναντι των ατόμων που δέχονται τη βία, ώστε να μπορούν να την επιβάλουν, να εκμεταλλεύονται συνειδητά και ασυνείδητα την κοινωνική ομηρία στην οποία βρίσκονται τα άτομα που κακοποιούν.

Όλα αυτά συντρέχουν, κατά συνέπεια, ώστε όσα και να σκεφτεί κανείς, η βία μπορεί να τα ξεπεράσει, να αφήσει μια πληγή, και δε φταίει το ίδιο το άτομο που δέχεται την κακοποίηση για το ότι αυτή το ξεπερνά. Το ότι τραυματιστήκαμε ψυχικά από μια κακοποίηση δε σημαίνει ότι αποτύχαμε ή δεν είμαστε αρκετά ικανές ή ικανοί να ξεπεράσουμε το γεγονός. Η βία είναι κάτι που μας ξεπερνά, γιατί αυτή είναι η φύση της, πόσω μάλλον αν προέρχεται από ένα άτομο που εμπιστευτήκαμε, αγαπήσαμε ή είχαμε ανάγκη.

Αυτό είναι το τραύμα, ένα κενό στην ιστορία μας, μια πληγή η οποία μας συνοδεύει εκτός χρόνου και παρασιτεί συχνά από εμάς. Το ονομάζω κενό στην ιστορία μας, γιατί ακριβώς, όπως έχει αναφερθεί αυτές τις μέρες και από αξιόλογες και αγαπητές συναδέλφους που έχουν μιλήσει επί του θέματος αλλού, όπως διδάσκει η ψυχανάλυση, το τραύμα είναι εκτός χρόνου, εκτός ιστορίας. Το ότι είναι άλλωστε πάντα παρόν είναι καθοριστικός παράγοντας του φαύλου κύκλου της επανάληψης της κακοποίησης στη ζωή μας.

Ως εκ τούτου, είναι και άτοπο και αφελές το ερώτημα «πώς και η αποκάλυψη γίνεται μετά από τόσο καιρό». Για τους ανθρώπους που έχουν κακοποιηθεί, μπορεί να μην έχει περάσει ο χρόνος από εκείνη τη στιγμή, όσο και αν έχει παρέλθει στην υπόλοιπη ζωή τους. Και κάθε άνθρωπος δικαιούται να βρει το δικό του τρόπο και τη στήριξη να διαχειριστεί με τον τρόπο που επιθυμεί και με τα μέσα που του χρειάζονται το τραύμα του και να το κάνει ακόμα και πηγή δημιουργίας, όπως μπορούμε να σκεφτούμε τόσα παραδείγματα. Να πω εδώ ότι μιλάω για ανθρώπους που έχουν δεχτεί σεξιστική βία ή και κακοποίηση και όχι για θύματα. Βλέπεις ότι αποφεύγω τον όρο θύμα ή και θύτης. Το να ταυτίζεται ένας άνθρωπος με ένα συμβάν παίρνοντας το όνομα του θύματος, ταυτοποιούμενο με αυτή τη θέση, δεν του επιτρέπεται να υπάρξει με άλλο τρόπο. Άλλο ένα επιτέλεσμα της γλώσσας, μπορούμε να πούμε.

Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στη σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου;

Ειδικά σε ανήλικες και ανήλικους, τα άτομα που θα ασκήσουν οποιασδήποτε μορφής βία, πόσω μάλλον σεξουαλική, είναι κατά κανόνα από το περιβάλλον τους. Αυτό είναι τραυματικό όχι μόνο εξαιτίας του γεγονότος της κακοποίησης, αλλά γιατί θρυμματίζει την εμπιστοσύνη του ατόμου απέναντι στους δικούς του ανθρώπους, ανθρώπους που αγαπάει, θαυμάζει και σέβεται. Δημιουργεί μια στρεβλή εικόνα εαυτού που μπορεί να ευοδώσει μεταξύ άλλων και μια ενδοτικότητα σε βία στην υπόλοιπη ζωή. Κατακερματίζεται η έννοια της αγάπης, της φροντίδας και της αποδοχής. Οι συνέπειες εκεί μπορεί να είναι πολύ άσχημες, σε επίπεδο υγείας ψυχικής και σωματικής, σε επίπεδο καταχρήσεων και αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών.

Σε σχέση με αυτό το θέμα, για να μιλήσουμε και πάλι για πρόληψη, έχει τεράστια σημασία η σεξουαλική αγωγή. Σεξουαλική αγωγή δεν είναι αυτό που φαντάζεται ορισμένος κόσμος. Ότι πάμε στα παιδιά και τους λέμε πώς θα κάνουν σεξ ή «τους βάζουμε ιδέες». Τα παιδιά άλλωστε δεν πρέπει να τα υποτιμούμε, έχουν πολλές και πολύ όμορφες ιδέες. Η ενοχή και ο στιγματισμός έρχεται από τη δική μας μεριά. Η σεξουαλική αγωγή ξεκινάει από τον σεβασμό στο σώμα μας, πώς αυτό είναι πεδίο από όπου έρχεται ευχαρίστηση και δικαιούται αποδοχής και προστασίας. Πώς οριοθετώ τι επιτρέπεται και τι όχι να συμβαίνει πάνω μου, την αυτοδιάθεσή μου. Η σεξουαλική αγωγή από μόνη της προστατεύει, γιατί έρχεται μια φωνή απ’ έξω που λέει ότι δεν είναι εντάξει να μας φέρονται με ορισμένους τρόπους. Είναι μια από τις σημαντικότερες ευκαιρίες να απο-κανονικοποιηθεί, ας πούμε, η έμφυλη βία και ο σεξισμός. Πέραν της πρόληψης, το να εκτεθεί άλλωστε σε αυτά τα θετικά στοιχεία και ένα παιδί που έχει υποστεί ή υπόκειται κακοποίησης, του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει και να λάβει βοήθεια, εφόσον όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα ασφαλές πλαίσιο και από κατάλληλους ανθρώπους.

Αυτή είναι εξάλλου και η αξία του me too. Καθιστά ορατό ένα φαινόμενο και ταυτόχρονα ονοματίζει την κακοποίηση και την παραβίαση ως κάτι που δεν είναι αποδεκτό και αφορά και άλλους ανθρώπους. Αυτό βοηθά να μπει σε λόγια το βίωμα της κακοποίησης και δίνει ευκαιρία να θεραπευτούν πληγές, αλλά και να αναληφθούν ευθύνες.

Ο σεξισμός, η ομοφοβία και η τρανσφοβία εντός των οποίων μεγαλώνουμε μάς ενοχοποιεί αυτό που είμαστε. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι που τα δέχονται όλα αυτά μεγαλώνουν με την αίσθηση της κατωτερότητας, της ενοχής και της ντροπής σε σχέση με αυτό που είναι. Συνεπώς, δεν μπορούν ως παιδιά να αντιδράσουν στη βία που δέχονται, θεωρώντας την ως αποτέλεσμα του ίδιου τους τού είναι. Η αποδοχή της ποικιλομορφίας, αυτού που θεωρούμε διαφορετικό, αλλά και η ορατότητα αυτού που είμαι με τη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαι μόνη/μόνος ή και η μόνη/ο μόνος, είναι κομβικό για να προστατευτώ, αλλά και να γίνει ορατό το βίωμά μου.

Τι μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία;

Η ορατότητα έχει τεράστια σημασία σε όλα αυτά τα φαινόμενα, γιατί βγάζει κάτι από το σκοτάδι. Κάθε άτομο που κακοποιείται, και δη σεξουαλικά, κάθε γυναίκα νιώθει ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι ΟΚ και έχει μεγάλη σημασία να μην αισθάνεται μόνη της. Αυτό θα πρέπει να το προσλαμβάνει και από το περιβάλλον της, πόσω μάλλον από αυτό στο οποίο θα αποφασίσει να μιλήσει. Κατά συνέπεια, έχει τεράστια σημασία η συλλογικότητα και η αποδοχή της ποικιλομορφίας, των αυτοπροσδιορισμών και των βιωμάτων με μια ταυτόχρονη πάταξη κάθε ανοχής του σεξισμού ήδη από το στενό μας περιβάλλον όσο και το ευρύτερο κοινωνικό.

Να προσθέσουμε, βεβαίως, ότι δεν είναι υποχρεωμένη κάθε γυναίκα ή άλλο άτομο που είναι θύμα σεξιστικής βίας να μιλήσει, ή αυτό έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει με το δικό της τρόπο και το δικό της χρόνο. Το κίνημα του me too είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ακριβώς δίνει ορατότητα και για τα άτομα που δεν έχουν τη δυνατότητα ή δεν είναι έτοιμα να μιλήσουν, εκπροσωπεί και τη δική τους φωνή. Πολλοί εκφράζουν πριν από οτιδήποτε άλλο το φόβο της κατάχρησης της καταγγελίας. Ακόμα και αν υπάρξουν και τέτοιες περιπτώσεις, γιατί μας απασχολεί αυτό τόσο πολύ και όχι ότι η βία είναι η πρώτη αιτία θανάτου γυναικών παγκοσμίως; Αυτό είναι έκφανση τόσο όλων αυτών των κοινωνικών παραγόντων στους οποίους αναφερθήκαμε, αλλά και της δικής μας δυσκολίας να αποδεχτούμε, να «χωρέσουμε» όλη αυτή τη βία και τις επιπτώσεις της, έκφανση τού πόσο κανονικοποιημένη είναι μέσα μας.

Τι μπορούμε να κάνουμε σε ατομικό επίπεδο;

Έχουμε όλοι και όλες ευθύνη να μην ανεχόμαστε τέτοιες συμπεριφορές στο περιβάλλον μας. ‘Όπως επίσης και να είμαστε όντως διαθέσιμες και διαθέσιμοι για τους ανθρώπους που έχουμε στο περιβάλλον μας. Γιατί μπορεί να έχει υποστεί κακοποίηση ένας άνθρωπος δίπλα μας που δεν το φανταζόμαστε. Να είμαστε εκεί με το ρυθμό που εκείνος θέλει να μιλήσει. Υπάρχουν σημάδια. Η αρρώστια έρχεται από αυτό που δεν μιλιέται. Οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν και μιλάνε ακόμα και μέσα από διάφορα συμπτώματα, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Βεβαίως, και η ψυχοθεραπεία βοηθάει ,αλλά δεν θεωρώ απαραίτητο ότι όποιος άνθρωπος έχει υποστεί βία οφείλει να κάνει ψυχοθεραπεία. Αυτό είναι θέμα της επιθυμίας του. Πέραν όμως των θεραπειών, είναι ο κάθε κοινωνικός δεσμός που οφείλει να είναι θεραπευτικός. Ότι αυτό που έζησε μπορεί να ακουστεί χωρίς «ναι μεν αλλά». Να αναστοχαζόμαστε τις αντιδράσεις μας, ενίοτε και αντανακλαστικές. Ας ακούσουμε με την ουσιαστική παρουσία μας, και στην πορεία τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους κοινωνικά, νομικά, κλινικά ή ό,τι άλλο. Όταν το πρώτο πράγμα που θέλουμε να πούμε είναι ένα «ναι μεν αλλά», δηλαδή «μήπως δεν κατάλαβες», «μήπως υπερβάλλεις», «μήπως προκάλεσες» κ.ά., δεν είναι μια καλοπροαίρετη αμφισβήτηση. Δεν δείχνει έναν υγιή σκεπτικισμό, δείχνει μια δική μας άρνηση, και έτσι ανανεώνουμε το τραύμα του ατόμου που θέλησε να μιλήσει.

Οι άνθρωποι που υπόκεινται έμφυλη βία συνήθως θα υποστούν ξανά, σε ένα φαύλο κύκλο, και συνήθως αυτό αρθρώνεται όταν τα πράγματα θα έχουν πια φτάσει σε ακραία κατάσταση. Αυτή τη χρονιότητα πρέπει να προσπαθούμε να την ανακόπτουμε. Συχνά γίνονται συγκρίσεις, ποια μορφή βίας, έμφυλης εν προκειμένω, είναι πιο σοβαρή, και αποφασίζουμε να πάρουμε θέση όταν τα πράγματα έχουν φτάσει σε μια ακραία μορφή, η οποία μας εγκαλεί να την πιστέψουμε. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η βία δεν είναι θέμα ποσότητας. ‘Ένας βιασμός είναι κάτι το οποίο πραγματικά μπορεί να λειτουργήσει αδιανόητα τραυματικά για τον άνθρωπο. Αν περιμένουμε να ενοχοποιήσουμε μια ακραία έκφανση, όπως να φτάσει να τελεστεί ένας βιασμός, έχουμε καταστραφεί. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την επίδραση του σεξισμού πολλά βήματα πιο πριν. Γιατί αν έχουμε στο μυαλό μας μόνο το βιασμό, θα επιτρέψουμε να τελεστεί αυτός έχοντας σιωπήσει σε όλη την υπόλοιπη έμφυλη βία που έχει υποστεί το άτομο μέσα από την ανοχή μας, μέχρι να έρθει αντιμέτωπο και με αυτόν. Η βαρύτητα ενός ποινικού αδικήματος, γιατί για ποινικά αδικήματα και εγκλήματα σεξιστικής βίας μιλάμε, είναι ένα θέμα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μπορούμε να αποφανθούμε με κάποια κλίμακα για το πώς βιώνει ο κάθε άνθρωπος κάθε μορφή βίας που υπόκειται και τι συνέπειες έχει αυτή στη ζωή του.

Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε τις ευθύνες της πολιτείας. Μιλάμε για το τι μπορούμε να κάνουμε σε ατομικό επίπεδο, το οποίο είναι βεβαίως σημαντικό, αλλά έχει γίνει σαφές, φαντάζομαι, ότι η αντιμετώπιση είναι θέμα ακόμα περισσότερο συλλογικό και απαραιτήτως και πολιτειακό. Η ατομική ευθύνη πολύ εύκολα ενοχοποιεί, είναι ένας τρόπος να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες που της αναλογούν η κοινωνία και η πολιτεία, εύκολα ενοχοποιεί. Οφείλουν να γίνουν σαφείς και γενναίες μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις σε πολιτειακό επίπεδο, οι οποίες δε θα τιμωρούν μόνο, αλλά θα αναγνωρίζουν και θα αποτρέπουν κάθε μορφής σεξισμό, ρατσισμό, τρανσφοβία και ομοφοβία.

[1] Cis σε αντιπαράθεση με το trans σημαίνει ότι υπάρχει ταύτιση με το φύλο που αποδόθηκε κατά τη γέννηση.

Dec 092018
 

Ανν Πελεγκρίνι | Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κορομηλάς

Πηγή: ΕφΣυν

Συντάκτης: ΔημήτρηςΑγγελίδης

Πώς συνδέονται οι ξενοφοβικές πολιτικές του Αμερικανού προέδρου Τραμπ με τη χαμηλή φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων; Τι αποτέλεσμα έχουν τα προγράμματα θεραπείας της ομοφυλοφιλίας που λειτουργούν στις ΗΠΑ; Πού στοχεύουν οι επιθέσεις της Δεξιάς στην «πολιτική ορθότητα»;

Η Aνν Πελεγκρίνι είναι καθηγήτρια Κοινωνικής και Πολιτιστικής Ανάλυσης και Σπουδών Περφόρμανς στο New York University. Βρέθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα, όπου συμμετείχε ως κεντρική ομιλήτρια στη διημερίδα που οργάνωσε ο επιστημονικός φορέας Orlando LGBT+Ψυχική Υγεία Χωρίς Στίγμα, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.

Μιλά στις «Νησίδες» για τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου που επιφυλάσσεται σε πρόσφυγες και μετανάστες και σε άλλες κοινωνικές ομάδες, για τον πόλεμο της Δεξιάς ενάντια στην πολιτική ορθότητα και τον πραγματικό της στόχο, για τα κινήματα υπέρ της ισονομίας και της πολιτισμικής ποικιλότητας και για το κίνημα #metoo και τη διαφορά του αθώου φλερτ από τον σεξισμό.

Η ξενοφοβία, η ρητορική του μίσους και η ρατσιστική βία φαίνεται ότι εξαπλώνονται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όπου πολλές κυβερνήσεις φλερτάρουν με την ακροδεξιά ατζέντα ή την υιοθετούν. Πώς μπορεί να υπάρξει αντίσταση απέναντι στην προσπάθεια ορισμένων πολιτικών χώρων να καλλιεργήσουν τον φόβο για το διαφορετικό;

Πρόκειται για τεράστιο ζήτημα. Ένας τρόπος είναι να μπορέσουμε να δούμε καθαρά τι είναι αυτό από το οποίο επιχειρεί να αποστρέψει την προσοχή ο φόβος. Για παράδειγμα, την ακραία οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών και στο εσωτερικό των χωρών. Ίσως είναι ευκολότερο να ρίξουμε το φταίξιμο στους μετανάστες, κατηγορώντας τους ότι μας κλέβουν τις δουλειές και ότι παίρνουν πολλά προνοιακά επιδόματα, παρά να αναγκάσουμε τις επιχειρήσεις να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν για να στηρίξουν το δημόσιο καλό, όταν μάλιστα οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ αποτελούν βασικό χρηματοδότη των προεκλογικών εκστρατειών.

Ας δούμε πώς μεταφέρεται η ευθύνη για τη διάβρωση των οικογενειακών αξιών στις μειονότητες με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό και ταυτότητα φύλου και στις φεμινίστριες. Η διάβρωση των οικογενειακών αξιών μπορεί να αποτελεί πραγματικό βίωμα για πολλές οικογένειες στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, λόγω του άγχους οικονομικής επιβίωσης και του τρόπου που επιφέρει εντάσεις και συγκρούσεις στην οικογένεια. Πάρα πολλοί αγωνίζονται να ταΐσουν την οικογένειά τους, να έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, να έχουν πρόσβαση στην αναγκαία φροντίδα υγείας. Πολλοί κάνουν δύο και περισσότερες δουλειές, αλλά δεν τους φτάνει το εισόδημά τους για να ζήσουν οι ίδιοι και η οικογένειά τους. Η μορφή της οικογένειας έχει αλλάξει στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη τα τελευταία 40 χρόνια.

Αυτή η περίοδος συμπίπτει με τον νεοφιλελευθερισμό. Κάποιες αλλαγές της μορφής της οικογένειας συνδέονται με την οικονομία, άλλες συνδέονται με καθοριστικές αλλαγές στον τρόπο που γίνονται αντιληπτά το φύλο και η σεξουαλικότητα και με τις νέες δυνατότητες που ανοίγονται εξαιτίας τους. Τα φεμινιστικά κινήματα έχουν σε έναν βαθμό οδηγήσει όλο και περισσότερες γυναίκες στην εργασία, πολλές σε επαγγέλματα που ήταν κατά παράδοση αντρικά. Οι ΛΟΑΤΚΙ ζουν ανοιχτά και αυτοοργανώνονται, διεκδικώντας το δικαίωμα σε μια ζωή χωρίς ντροπή.

Αυτές οι εξελίξεις αμφισβητούν τα υποτιθέμενα πρότυπα και τους κανόνες της οικογενειακής ζωής. Αυτή η αμφισβήτηση δεν είναι της ίδιας τάξης με την υπονόμευση της οικογενειακής σταθερότητας που επιφέρουν οι οικονομικές δυσκολίες. Μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί για να κατασκευαστεί ένα παραπειστικό επιχείρημα το οποίο κατηγορεί το κίνημα των ΛΟΑΤΚΙ και το φεμινιστικό κίνημα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες, αντί να κατηγορεί τις οικονομικές πολιτικές που βάζουν το κεφάλαιο πάνω από τους ανθρώπους και τις επιχειρήσεις πάνω από τους εργαζομένους.

Χρησιμοποιούνται συχνά στον δημόσιο λόγο όροι που αναφέρονται σε κοινωνικές ομάδες με τρόπο προσβλητικό και απαξιωτικό. Ενα επιχείρημα όσων υπερασπίζονται αυτού του είδους τον ρατσιστικό λόγο είναι ότι η λεγόμενη πολιτική ορθότητα λειτουργεί καταπιεστικά, επιβάλλεται από κέντρα εξουσίας και βρίσκεται έξω από την παράδοση της γλώσσας. Πρόκειται για άλλο ένα παραπειστικό επιχείρημα;

Το περίεργο με τον όρο «πολιτική ορθότητα» είναι ότι η σημασία του αντιστράφηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Μέχρι τότε, χρησιμοποιούνταν στην Αριστερά σαν πείραγμα ή ειρωνεία για κάποιον δογματικό ή κάποιον πολύ σίγουρο για την ορθότητα των θέσεών του. Αυτός λεγόταν κοροϊδευτικά «πολιτικά ορθός».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κυκλοφόρησαν με χρηματοδότηση συντηρητικών ινστιτούτων μια σειρά εκθέσεις που κατήγγειλαν ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια είχαν καταληφθεί από την αστυνομία της πολιτικής ορθότητας. Οι συντηρητικοί σφετερίστηκαν τον όρο και τον χρησιμοποίησαν σαν όπλο για να επιτεθούν στην Αριστερά.

Αυτή η δεξιά επανανοηματοδότηση της πολιτικής ορθότητας κέρδισε έδαφος και σήμερα ο όρος «πολιτικά ορθός» χρησιμοποιείται για να απαξιώσει κάθε προσπάθεια προώθησης της πολιτιστικής ποικιλίας και της ίσης πρόσβασης στη δημόσια ζωή – είτε πρόκειται για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ, είτε για την εξάλειψη της φυλετικής μεροληψίας της Δικαιοσύνης είτε για τα δικαιώματα των μεταναστών. Πρόκειται για μια στρατηγική υπεκφυγής.

Οταν αποκαλείς τους αντιπάλους σου «πολιτικά ορθούς», εννοείς τουλάχιστον δύο πράγματα: Οτι βρίσκονται πολύ μέσα στην πολιτική, η οποία τους τυφλώνει και δεν μπορούν να διακρίνουν το ορθό. Και τοποθετείς τον εαυτό σου και τις πεποιθήσεις σου υπεράνω της πολιτικής – δεν έχεις επηρεαστεί από πολιτικές θέσεις, αλλά λες αυτό που υπαγορεύει η κοινή λογική, την αδιαμφισβήτητη αλήθεια.

Αυτή τη στρατηγική εφάρμοσε ο Ντόναλντ Τραμπ όταν ήταν υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ και συνεχίζει να αντιπαραθέτει την πολιτική ορθότητα (κακό) και την ωμή αλήθεια που πρέπει να λέγεται, έστω κι αν προσβάλλει τους ανθρώπους (καλό), και μάλιστα ιδίως όταν προσβάλλει τους ανθρώπους (καλύτερο).

Οι πρώτες επιθέσεις στην πολιτική ορθότητα τη συνέδεσαν με ριζοσπάστες καθηγητές και φοιτητές στα αμερικανικά πανεπιστήμια και επίσης με τις εκπαιδευτικές και πολιτιστικές ελίτ, με αποτέλεσμα να κάνουν την πολιτική ορθότητα να φαίνεται ότι είναι το αντίθετο ενός λαϊκισμού της εργατικής τάξης.

Έκανα αυτή την ιστορική αναφορά για να γίνει κατανοητό πως κάθε φορά που ακούμε ή λέμε «πολιτική ορθότητα», συμμετέχουμε σε μια συζήτηση πληρωμένη από τη Δεξιά για να απονομιμοποιήσει τα κινήματα υπέρ της ισονομίας και της διαφορετικότητας. Η εκστρατεία πέτυχε στο επίπεδο της γλώσσας. Μόλις ακουστεί η κατηγορία της πολιτικής ορθότητας, είναι δύσκολο να του ξεφύγεις.

Οι προοδευτικοί μπορούν να επανανοηματοδοτήσουν ξανά τον όρο, όπως το έχουμε κάνει με άλλους όρους που είχαν παλιότερα αρνητική σημασία, όπως η λέξη κουίρ. Αντί να τρέχουμε να ξεφύγουμε από την κατηγορία της πολιτικής ορθότητας, μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο:

«Αν πολιτική ορθότητα σημαίνει να αποκαλώ τον γείτονα, τον φοιτητή μου, τον συμπολίτη μου με την αντωνυμία και το όνομα που προτιμά, τότε ναι, είμαι πολιτικά ορθός. Αν πολιτική ορθότητα σημαίνει ότι δεν γίνομαι επίτηδες προσβλητικός, τότε ναι, είμαι πολιτικά ορθός».

Νομίζω ότι επικρατεί μεγάλη σύγχυση γύρω από την πολιτική ορθότητα και την πολιτική υπευθυνότητα. Αν λες κάποιον άλλον «πολιτικά ορθό», σημαίνει ότι αποφεύγεις να αναγνωρίσεις την ευθύνη για τις επιπτώσεις που έχουν στους άλλους τα λόγια σου ή οι πολιτικές που ψηφίζεις, αν είσαι βουλευτής. 

Το κίνημα #metoo κατά του σεξισμού και της σεξουαλικής κακοποίησης στον χώρο εργασίας δέχεται κριτική ότι είναι υπερβολικό και ότι ανακαλύπτει σεξισμό και βία ακόμα και στο πιο αθώο φλερτ. Είναι έτσι;

Σημασία έχει πάντα το πλαίσιο – το φλερτ δεν είναι πρόβλημα από μόνο του. Δεν είναι αθώο όταν ένας άνδρας αφεντικό φλερτάρει με μια εργαζόμενή του, ούτε όταν ένας άνδρας καθηγητής σχολιάζει την εμφάνιση της φοιτήτριάς του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το φλερτ στιγματίζεται από τη διαφορά της εξουσίας των δύο μερών στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Το αφεντικό έχει μεγαλύτερη εξουσία από την υπάλληλο – μπορεί να τη διώξει αν αυτή φέρει αντιρρήσεις. Ο καθηγητής έχει μεγαλύτερη εξουσία από τη φοιτήτριά του – μπορεί να της βάλει μικρότερο βαθμό.

Αν οι ίδιοι άνθρωποι συναντιούνταν πρώτη φορά σε ένα μπαρ -ας υποθέσουμε εδώ ότι δεν είναι από το ίδιο γραφείο ή από το ίδιο πανεπιστήμο- τα ίδια σχόλια θα μπορούσαν να σημαίνουν κάτι πολύ διαφορετικό, διότι το φλερτ δεν συμβαίνει πια μέσα στις δομημένες και ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας του χώρου εργασίας ή του πανεπιστημίου.

Ευρύτερα όμως, θα ήθελα να ρωτήσω όσους ανησυχούν ότι είναι υπερβολικό το #metoo: Για ποιον είναι υπερβολικό; Το #metoo είναι μια αντίδραση στο γεγονός ότι για πάρα πολύ καιρό πολλοί άνδρες έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια και χωρίς τη συναίνεση της γυναίκας. Το φλερτ ενός άντρα μπορεί να είναι ο επαναλαμβανόμενος εφιάλτης μιας γυναίκας.

Είμαι σίγουρη ότι πολλοί άνδρες νιώθουν σύγχυση όταν ανακαλύπτουν ότι αυτά που θεωρούσαν «αθώους» τρόπους έκφρασης του σεξουαλικού ενδιαφέροντος προς μια γυναίκα -φευγαλέο χτύπημα στα οπίσθια στο μετρό, ένα «σέξι» σχόλιο σε γυναίκα που περπατά στον δρόμο, υπονοούμενα σε μια συζήτηση στο γραφείο, πίεση σε μια γυναίκα να προχωρήσει κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής συνάντησης περισσότερο από όσο έχει πει ότι θέλει- είναι στην πραγματικότητα ανεπιθύμητα σε πολλές γυναίκες.

Ορισμένοι, κυρίως από τον χώρο της Εκκλησίας, ισχυρίζονται ότι η ομοφυλοφιλία και η τρανς ταυτότητα αποτελούν ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί. Στις ΗΠΑ μάλιστα λειτουργούν τέτοια προγράμματα «θεραπείας». Κάποιοι γονείς τούς εμπιστεύονται τα παιδιά τους προκειμένου να τα σώσουν, όπως νομίζουν. Τι επιπτώσεις έχουν τα προγράμματα θεραπείας της ομοφυλοφιλίας και της ταυτότητας φύλου στα παιδιά;

Οχι μόνο δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα αυτά τα προγράμματα, αλλά στην πραγματικότητα ασκούν βία στους νέους ανθρώπους που τα παρακολουθούν. Αυτές οι θεραπείες βασίζονται συχνά στο αίσθημα της ντροπής ως τρόπου για να αλλάξει κανείς ταυτότητα.

Την ταυτότητα δεν μπορούν στην πραγματικότητα να την αλλάξουν, αλλά η ντροπή που προκαλούν μπορεί να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις σε ένα νεαρό άτομο, να συμβάλει στην εκδήλωση άγχους, κοινωνικής απομόνωσης και κατάθλιψης, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονικής κατάθλιψης.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι μεγαλύτερες οργανώσεις επαγγελματιών στις ΗΠΑ, όπως η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής και η Αμερικανική Ένωση Συμβουλευτικής, έχουν ζητήσει να απαγορευτούν αυτά τα προγράμματα για νέους. Επιπλέον, περισσότερες από 13 Πολιτείες έχουν απαγορεύσει τη συμμετοχή ανηλίκων σε αυτά.

Φυσικά, ούτε οι ενήλικες θεραπεύονται, αλλά τουλάχιστον αυτοί αποφασίζουν οι ίδιοι αν θα συμμετάσχουν. Όμως οι ανήλικοι δεν έχουν επιλογή – τους στέλνουν οι γονείς τους, που μπορεί να νομίζουν ότι κάνουν το καλύτερο για το παιδί τους και είναι έτοιμοι να πιστέψουν τα ψέματα των αποκαλούμενων «ειδικών» που τα διευθύνουν, ότι το παιδί μπορεί να σωθεί από μια κακή επιλογή, από τη δυστυχία και από το ηθικό σφάλμα.

Τρία πράγματα μπορούμε να αντιπαραθέσουμε σ’ έναν γονιό που ανησυχεί για τη σωτηρία του παιδιού του:

Πρώτον, πως το παιδί δεν γίνεται δυστυχισμένο επειδή είναι ΛΟΑΤΚΙ. Το πρόβλημα δεν είναι να είναι κανείς ΛΟΑΤΚΙ. Δεν πρόκειται ούτε για αρρώστια ούτε για αμαρτία.

Δεύτερον, το πρόβλημα και η αμαρτία, για να χρησιμοποιήσω θεολογική γλώσσα, είναι να αντιμετωπίζεις τη ζωή των ΛΟΑΤΚΙ σαν να έχει μικρότερη αξία, σαν να αξίζει λιγότερη ευτυχία, προστασία, φροντίδα, αγάπη και ευκαιρίες.

Τρίτον: οι ΛΟΑΤΚΙ έχουν κι αυτοί την ευκαιρία να φτιάξουν τη ζωή τους διαφορετικά από τη ζωή που έζησαν οι γονείς τους ή φαντάστηκαν οι γονείς για τα παιδιά.

Μέρος της ιδιότητας του γονιού είναι να μπορεί να αφήσει τη δική του εικόνα για το τι θα έπρεπε να είναι το παιδί του, έτσι ώστε να μπορέσει να αγαπήσει και να στηρίξει το πραγματικό πρόσωπο του παιδιού.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Η Ανν Πελεγκρίνι, Ph.D., είναι καθηγήτρια Performance Studies &Social and Cultural Analysis στο New York University. Εχει γράψει τα βιβλία Performance Anxieties: Staging Psychoanalysis, Staging Race (1997), Love the Sin: Sexual Regulation and the Limits of Religious Tolerance, με την Janet R. Jakobsen (2004), και τα «You Can Tell Just By Looking» and 20 Other Myths about LGBT Life and People, με τους Michael Bronski και Michael Amico (2013).

Είναι ιδρυτικό μέλος και συνεκδότρια της σειράς βιβλίων «Sexual Cultures» του εκδοτικού οίκου New York University Press.

Ηταν επιστημονική υπότροφος στην Ψυχανάλυση του Freud-Fulbright στο Freud Museum στη Βιέννη και στο University of Vienna, το 2007.

Αυτή την περίοδο είναι υποψήφια ψυχαναλύτρια ενηλίκων στο Institute for Psychoanalytic Training and Research (IPTAR) στη Νέα Υόρκη (εκτενές βιογραφικό ΕΔΩ).

Feb 132018
 

Η Κλεοπάτρα Οικονομίδου (υπεύθυνη έργου) και η Αλεξάνδρα Βασιλείου (επόπτρια/εκπαιδεύτρια), συνεργάτιδες της Γραμμής Ψυχολογικής Στήριξης 11528 – Δίπλα Σου, προσκεκλημένες στο Ντιβάνι της Κρίσης με την Έφη Ζέρβα. (εκπομπή 21.12.17)

 

Dec 202017
 

Πηγή: www.biggestjob.com

“If we are awake, children will show us the kind of parenting they need,” says Dawn Menken, author of Raising Parents, Raising Kids: Hands-on Wisdom for the Next Generation.

 


What would that look like? Wouldn’t that be letting the kids be in charge? Not at all says Dawn; it would mean listening differently to our kids and realizing that it’s our job to help them discover their uniqueness, and if we follow their process, the job of parenting becomes one that teaches us more about ourselves along the way.

Dawn Menken is a therapist in Portland, Oregon; she does individual, relationship and family therapy and is also on the faculty of the Process Work Institute in Portland where she teaches graduate courses.

She travels and offers workshops on a variety of themes, including conflict resolution, group facilitation, diversity issues, children and school issues and health and psychology.

You can find her at www.dawnmenken.com

Dec 102017
 

Η Λένα Ασλανίδου και η Λίλη Βασιλείου προσκεκλημένες του Δικτύου Αλληλεγγύης Καλλιθέας στην εκπομπή του στο portokaliradio.gr. Μια συζήτηση, με οικοδεσπότες τη Θούλη Στάικου και το Σωτήρη Χαραλαμπίδη, για το Processwork και τις Ανοιχτές Διεργασίες Ομάδες.

 

 

Feb 012015
 

14-burke

Η ιστορία του πόνου: από την προσευχή στα παυσίπονα

συνέντευξη της Τζοάνα Μπερκ στον Δημήτρη Παπανικολάου 

Πηγή: Ενθέματα

Η Joanna Bourke είναι μια από τις πιο γνωστές σύγχρονες ιστορικούς της Βρετανίας, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των σημαντικών βιβλίων An Intimate History of Killing, Fear: ACultural History, Rape: A History και What it Means to be Human. Την επόμενη Τρίτη θα βρίσκεται στην Αθήνα για μια συζήτηση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με θέμα το πρόσφατο βιβλίο της Η ιστορία του πόνου: από την προσευχή στα παυσίπονα (The Story ofPain: From Prayer to Painkillers, Oxford University Press, 2014). Με την αφορμή αυτή, τα Ενθέματα δημοσιεύουν μια συζήτηση μαζί της για την ιστορία της βίας και των συναισθημάτων, την πολιτική χρήση του πόνου και το ρόλο του δημόσιου διανοούμενου σήμερα.

Πώς αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο για την Ιστορία του πόνου; Ποιες ήταν οι καθοριστικές στιγμές στη διάρκεια της έρευνάς σας;

Το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου ουσιαστικά συνδέεται με την πρόκληση πόνου. Έχω γράψει μελέτες για το πώς άνδρες (και μερικές γυναίκες) σκοτώνουν άλλους ανθρώπους σε καιρό πολέμου· τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι βιαστές για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους· τις θεωρίες που επιτρέπουν σε ορισμένους ανθρώπους να τοποθετηθούν εκτός του ανθρώπινου. Σε αυτό το βιβλίο ήθελα να ακουστούν πιο δυνατά οι πάσχοντες. Το βιβλίο μου για τον πόνο αντιπροσώπευε, με άλλα λόγια, μια αλλαγή της οπτικής γωνίας της αφήγησης: από τους δράστες στα θύματα και την οδύνη τους.

Η δεύτερη μεγάλη στιγμή ήταν όταν αποφάσισα να απορρίψω την καρτεσιανή διάκριση μεταξύ «πόνου» και «ψυχικής οδύνης». Φυσικά, η καρτεσιανή διάκριση ανάμεσα στο σώμα και το μυαλό ή την ψυχή είναι βαθιά ριζωμένη στον πολιτισμό μας και οι άνθρωποι σε κατάσταση πόνου συνήθως διακρίνουν μεταξύ σωματικού και ψυχικού πόνου (νιώθω σωματικό πόνο γιατί κάηκα φτιάχνοντας καφέ — υποφέρω ψυχολογικά επειδή τσακώθηκα με τον αγαπημένο μου). Παρ’ όλα αυτά, ο ψυχικός πόνος περιλαμβάνει πάντα σωματικές αντιδράσεις –νευροχημικές, μυικές, νευρικές και ούτω καθεξής– ενώ ο σωματικός πόνος δεν υπάρχει χωρίς ψυχική συνιστώσα. Το έγκαυμά μου με στεναχωρεί· η θλίψη μου βαραίνει το σώμα μου.

Η τελευταία σημαντική στιγμή ήταν η απόρριψη της ιδέας ότι ο πόνος είναι ιδιωτικός ή υποκειμενικός. Βεβαίως, ο πόνος είναι κάτι που ο καθένας μας εκλαμβάνει ως «δικό του». Όμως δεν υπάρχει ουσιαστικά ένας εντελώς ιδιωτικός πόνος. Εμπειρίες πόνου δεν προκύπτουν «φυσικά», αλλά πάντα σε διαπραγμάτευση με το κοινωνικό περιβάλλον. Από τη στιγμή της γέννησής τους, τα βρέφη μυούνται σε πολιτισμούς του πόνου. Καθώς ωριμάζουν, τα άτομα που είναι υπεύθυνα για την κοινωνικοποίησή τους δίνουν προσοχή σε ορισμένα δάκρυά τους και σε άλλα όχι· τους χτυπούν τα χέρια όταν τα φέρνουν κοντά στη φωτιά· κάποιες πληγές τις φιλάνε για να περάσουν, άλλες όχι· κάποιες μελανιές τις παραβλέπουν. Έχει διαφορά αν είσαι αγόρι ή κορίτσι. Έχει σημασία αν είσαι φτωχός. Οι άνθρωποι που πονούν μαθαίνουν είτε να υποφέρουν σιωπηλά (προσπαθώντας να είναι «καλοί ασθενείς»!) είτε να κάνουν σαματά. Ο πόνος, λοιπόν, δεν είναι ποτέ ιδιωτικός, αλλά συνδέεται πάντα με μια διαπραγμάτευση κοινωνική.

Πόσο έχει αλλάξει όχι μόνο η αντιμετώπιση του πόνου, αλλά και η ίδια η έννοια και η σημασία του πόνου από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα;

Η πιο σημαντική αλλαγή βρίσκεται και στον υπότιτλο του βιβλίου μου: Από την προσευχή στα παυσίπονα. Πρόκειται για διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του πόνου, προφανώς.

Αλλά και η ίδια η γλώσσα που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν τον πόνο τους, κι αυτή έχει αλλάξει. Οι αισθήσεις του σώματος και οι μεταφορές που χρησιμοποιούνται για να τις περιγράψουν, ποτέ δεν εμφανίζονται ξαφνικά, σαν να βγαίνουν από το μυαλό κάποιου, αλλά διαμορφώνονται σε αλληλεπίδραση με την κοινωνική πραγματικότητα, από την βρεφική ηλικία. Το σώμα δεν είναι ποτέ καθαρή ύλη: διαμορφώνεται διαρκώς μέσα σε κοινωνικούς, γνωσιακούς και μεταφορικούς κόσμους. Μια συνεχής κοινωνική διαδικασία αλληλεπίδρασης.

Μπορούμε να καταγράψουμε την εμφάνιση «νέων» μεταφορών που χρησιμοποιούνται για τον πόνο σε αυτούς τους αιώνες. Βλέπουμε καινούριες μεταφορές για τον πόνο βασισμένες στην βιομηχανοποίηση, τους σιδηροδρόμους, το ηλεκτρικό, την πολεμική τεχνολογία. Σιγά σιγά, ανάμεσα στον 18ο και τον 20ο αιώνα διακρίνουμε μια μεγάλη αλλαγή: ο πόνος, από κάτι που έπρεπε κανείς να υποστεί, αρχίζει όλο και περισσότερο να περιγράφεται σαν ένας εχθρός που πρέπει να καταπολεμηθεί και να ηττηθεί.

Όμως υπάρχουν και άλλες σημαντικές αλλαγές. Η έλευση των αναλγητικών και η πρόοδος της αναισθησιολογίας είναι σημαντικές. Παλιότερα, την εποχή που δεν υπήρχε η δυνατότητα να εξαλειφθεί με φαρμακευτικά μέσα ο οξύς πόνος, η αντοχή εκλαμβάνονταν ως αρετή. Από τη στιγμή που υπήρξε η δυνατότητα για αποτελεσματική ανακούφιση, η στωϊκή υπομονή του πόνου άρχισε να θεωρείται λιγότερο άξια επαίνου, και περισσότερο μια διαστροφή. Απογυμνωμένος από την μυστικιστική του αύρα και την παρουσία του σε βασικά θεολογικά κείμενα, ο πόνος αναδείχθηκε στο απόλυτο κακό, που, άνισα διαμοιρασμένος, μπορεί να ταλαιπωρεί το ίδιο τον ενάρετο και τον αμαρτωλό.

Στη διάρκεια αυτής της εποχής αλλάζει επίσης η σχέση γιατρού-ασθενή σε σχέση με τον πόνο. Στους τελευταίους δύο αιώνες ο πόνος έχει υποβιβαστεί ως στοιχείο της διάγνωσης. Κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, οι γιατροί έδιναν αξία στις αφηγήσεις των ασθενών για τον πόνο τους ώστε να φθάσουν σε διάγνωση – ενώ ο πόνος θεωρούνταν επίσης αναπόφευκτο μέρος της θεραπείας. Οι γιατροί έσπρωχναν έτσι τους ανθρώπους να μιλήσουν για τη ζωή και για τους πόνους τους. Με τον καιρό όμως, οι αφηγήσεις του πόνου έχασαν κάθε σημασία, πέρα από τη βασική πληροφορία, εκφρασμένη από την κραυγή: «πονάει εδώ». Με άλλα λόγια, από το μέσο του 19ου αιώνα και εξής, οι αφηγήσεις πόνου μετατράπηκαν σε θόρυβο, που δεν είχε πια καμία αξία για τη διαδικασία της διάγνωσης. Για τους νοσοκομειακούς γιατρούς, η δυστυχία ενός ανθρώπου υποβιβαζόταν στα διαφορετικά της μέρη εντός του σώματος. Το παράπονο του ασθενούς δεν ήταν παρά ένα εμπόδιο προς την ολοκληρωτική «κατάκτηση του πόνου». Οι περίπλοκες και λεπτομερείς αφηγήσεις πόνου των ασθενών έγιναν έτσι σιγά σιγά πηγές ντροπής, και τους καθιστούσαν δυνάμει «κακούς ασθενείς».

Αυτό που έχουμε σήμερα στη διαδικασία της διάγνωσης, είναι η «οπτική αναλογική κλίμακα», η οποία αποτελείται από μια γραμμή, η μία άκρη της οποίας συμβολίζει το «όχι πόνος» και η άλλη το «χειρότερος πόνος που μπορείς κανείς να φανταστεί»: οι ασθενείς καλούνται να δείξουν το σημείο της γραμμής που εκφράζει καλύτερα το μέγεθος του πόνου τους. Και η πιο πρόσφατη εξέλιξη, το «άγιο δισκοπότηρο» της αντικειμενικής διάγνωσης και μέτρησης του πόνου είναι η απεικόνιση του εγκεφάλου (brain imaging). Αυτή η τεχνολογία βγάζει εντελώς από τη μέση την υποκειμενική έκφραση του ανθρώπου που πονάει. Ο ασθενής δεν χρειάζεται πια να μιλάει, δεν χρειάζεται ούτε καν να δείχνει. Το σώμα του μόνο πρέπει να μιλάει πια, να λέει τη δική του ιστορία, στη βάση των ενδείξεων που μπορεί να ανιχνεύσει η καινούρια τεχνολογία. Κάπως έτσι, το πολύπλοκο φαινόμενο του να πονάει κανείς, περιορίζεται σε μια μόνο του πλευρά της συνολικής εμπειρίας. Ο άνθρωπος-που-πονά, ουσιαστικά εξαφανίζεται: η συζήτηση στο προσκέφαλο του ασθενούς, η προσπάθεια να καταλάβει ο γιατρός τον πόνο του, αντικαθίσταται απο μια ακτινογραφία εγκεφάλου. Η άποψή μου είναι ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε αυτή την εξέλιξη, και να της αντισταθούμε· αν πραγματικά θέλουμε να βοηθάμε ανθρώπους που πονούν, θεωρώ ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε μια ιατρική βασισμένη περισσότερο στην αφήγηση του ασθενούς.

Σήμερα, εν έτει 2015, μπορούν τα κράτη να προκαλούν ή να ανακουφίζουν τον πόνο, και με ποιο τρόπο;

Τα κράτη μπορούν να κάνουν πολλά για να ανακουφίσουν τον πόνο (και ήδη κάνουν πολλά που τον προκαλούν). Σε τελευταία ανάλυση, ο πόνος δεν είχε ποτέ τίποτε το δημοκρατικό. Το 1896, στη 15η επέτειο της πρώτης δημόσιας χορήγησης χειρουργικής αναισθησίας, ο ιατρός Σίλας Βίερ Μίτσελ απήγγειλε το διάσημο ποίημά του «Η Γένεση και ο Θάνατος του Πόνου» το οποίο περιελάμβανε τους εξής στίχους:

«Αυτόν [τον πόνο] κανείς με μοίρα ανθρώπινη δε θ’ αποφύγει:/ Μια αμείλικτη δημοκρατία οδύνης περιμένει / Δίπλα στο ράντζο του φτωχού, μέσα απ’ του πλούσιου την πύλη».

Δεν θα μπορούσε να λαθεύει περισσότερο. Ο πόνος είναι σύμφυτος με τις άνισες οικονομικές σχέσεις. Τα άτομα γεννιούνται σε κόσμους που δεν έφτιαξαν τα ίδια. Βολεύονται και συναινούν, αγωνίζονται και υποτάσσονται, στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά πλαίσια στα οποία βρίσκονται, αλλά εκκινώντας πάντα από αφετηρίες που δεν έχουν διαλέξει. Τα άτομα σε γενικές γραμμές δεν διαλέγουν τον πόνο: οι δομικές ανισότητες ευνοούν την επιβολή του σε ορισμένες ομάδες σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από άλλες.

Οι φτωχοί, οι μειονότητες, οι εργαζόμενοι σε επικίνδυνα επαγγέλματα κ.λπ. είναι πολύ πιο πιθανό να υποφέρουν. Στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα, οι ηλικιωμένοι, τα μικρά παιδιά, οι φτωχοί, οι χειρώνακτες εργάτες, καθώς και οι προερχόμενοι από εθνοτικές μειονότητες, συνεχίζουν να υφίστανται τις σοβαρές συνέπειες των προκαταλήψεων που τους θέλουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντοχή στον πόνο. Το αποτέλεσμα; Τους χορηγούνται συστηματικά λιγότερα παυσίπονα, και σε μεταγενέστερο στάδιο, από άλλες ομάδες του πληθυσμού που υποφέρουν.

Τα κράτη έχουν ένα σημαντικό ρόλο στη σφυρηλάτηση κοινωνιών με περισσότερη ισότητα από τις σημερινές που αφήνουν κάποιους να μαραζώνουν και συντρέχουν άλλους, που είναι ήδη πλούσιοι και τυχεροί.

Ποια μπορεί να είναι η δημόσια παρουσία του πόνου σε μια κοινωνία διακινδύνευσης και κρίσης;

Ο πόνος που αντιμετωπίζουμε όταν ζούμε μια ζωή διακινδύνευσης πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως κάθε άλλος πόνος: με το να μιλάμε γι αυτό τον πόνο, και να δημιουργούμε κοινότητες αλληλεγγύης. Σε εποχές κρίσης είναι ακόμα πιο σημαντικό να ξεφύγουμε από το δυϊσμό ψυχολογικός πόνος vs. σωματικός πόνος – ακριβώς γιατί σε τέτοιες εποχές οι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα καθεστώς πόνου που συνδέει πολύ ξεκάθαρα και τα δύο – και απαιτεί ο κάθε ένας να λαμβάνει περισσότερο υπόψιν του τον πόνο του άλλου.

Ας συνειδητοποιήσουμε ότι η δημοσιοποίηση του πόνου, η μεταμόρφωση δηλαδή του πόνου σε κάτι που συζητιέται και διαμορφώνει κοινότητα, είναι ένα σημαντικό πολιτικό βήμα. Ο πόνος είναι πάντα κάτι δημόσιο – το να τον θεωρούμε στοιχείο της ιδιωτικής σφαίρας είναι λάθος – και η συνειδητοποίηση αυτού είναι μια σημαντική πολιτική χειρονομία. Σκεφτείτε πόσο, κάθε λογής εξουσίες, μάς σπρώχνουν να πάσχουμε ιδιωτικά, και να μην εκφράζουμε τον πόνο μας δημόσια και συλλογικά.

Σχετική με όλα αυτά είναι και μια διάκριση που συνήθως κάνω στη δουλειά μου ανάμεσα σε άγχος και φόβο για τον πόνο. Κάθε λογής εξουσίες προτιμούν οι άνθρωποι να έχουν άγχος συνεχές για την πιθανότητα να πονέσουν. Ένα άγχος για τον πόνο που θα κάνει τους ανθρώπους να αποσύρονται διαρκώς στην σφαίρα του ιδιωτικού, να απομονώνονται. Είναι πολύ πιο απελευθερωτικό, αντί του άγχους, να μιλάει κανείς για τον φόβο του πόνου. Σε αντίθεση με το άγχος, ο φόβος είναι κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί, να αναγνωρισθεί, να αναλυθεί, να μοιραστεί. Ο φόβος είναι δυνάμει δημόσιος και συγκεκριμένος, μια κοινωνία μπορεί να του αντισταθεί αν δράσει συλλογικά· αντίθετα το άγχος είναι άμορφο, ρευστό, παντού και πουθενά, ένα διαλυτικό συναίσθημα που είναι τοξικό ακριβώς γιατί δεν μπορεί να επικοινωνηθεί και να μοιραστεί.

Πώς θα περιγράφατε το ερευνητικό σας έργο ως σύνολο; Ποια είναι η ερώτηση που συνδέει τις διαφορετικές πλευρές των ερευνητικών σας ενδιαφερόντων;

Έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου κρυφακούγοντας τις φωνές των γυναικών και των καταπιεσμένων, των μειονοτήτων και των κατατρεγμένων. Αλλά η έμφαση που έδινα ήταν συνήθως σε εκείνους τους ανθρώπους που προσπαθούν να πληγώσουν αυτές τις ομάδες των ανθρώπων – στο βιβλίο μου για τον πόνο αλλάζω οπτική γωνία, από το θύμα στον θύτη, όμως το ενδιαφέρον παραμένει το ίδιο. Όπως και σε όλη μου τη δουλειά, το ενδιαφέρον μου είναι κατά βάση στην καθημερινή οδύνη, σε αντίθεση με την «υψηλή πολιτική» ή την παραδοσιακή στρατιωτική ιστορία.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο πλαίσιο ενός άλλου βιβλίου που εκδόθηκε φέτος με τίτλοWounding the World: How Military Violence and War Games Invade Our Lives (Virago, 2014). Αυτό είναι σαφώς μια πολεμική ενάντια στην στρατικοποίηση και φυσικά εξόργισε τους υπέρ της σρατιωτικοποίησης σχολιαστές.

Το βιβλίο που γράφω τώρα ασχολείται με την επιστήμη και την τέχνη του τραυματισμού άλλων ανθρώπων, δηλαδή τη σκοτεινή επιστήμη της βαλλιστικής, την επιστήμη της έρευνας, του σχεδιασμού, και της κατασκευής όπλων που αποσκοπεί στην πρόκληση των πιο εξουθενωτικών τραυμάτων σε άλλους ανθρώπους. Η ιστορία της βαλλιστικής επιστήμης έχει παραδοσιακά επικεντρωθεί σε τεχνολογίες και στρατηγικές. Υποστηρίζω ότι πρέπει να την δούμε εκ νέου λαμβάνοντας υπόψιν τη σωματικότητα, την τρωτότητα, και τα συναισθήματα.

Έχουν όμως τα συναισθήματα ιστορία; Ακόμη και αν οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά, και μιλούν γι’ αυτά με διαφορετικούς όρους, δεν έχουν ωστόσο τα ίδια συναισθήματα άσχετα από το χωροχρονικό πλαίσιο;

Τα συναισθήματα έχουν ιστορικότητα, ναι. Ισχυρίζομαι πως μια ανάλυση των δυναμικών διασυνδέσεων ανάμεσα στη γλώσσα, την κουλτούρα και το σώμα μπορεί να συνεισφέρει σε μια ιστορία της αίσθησης. Οι τρεις έννοιες της γλώσσας, της κουλτούρας και του σώματος είναι στενογραφημένοι όροι ιδιαίτερα πολύπλοκων φαινομένων. Εννοιολογικά, είναι χρήσιμο να τις σκεφτόμαστε σαν τρία νήματα που μπλέκονται κι αποτελούν μαζί ένα σχοινί. Καμία από τις τρεις δεν είναι διακριτή οντότητα: η κάθε μια υπάρχει σε σχέση με τις άλλες, και μια προσαρμογή της μιας αναπόφευκτα επηρεάζει και τις άλλες. Τα σώματα δεν είναι απλώς δοχεία αισθήσεων, αλλά εμπλέκονται ενεργά στις γλωσσικές διαδικασίες και τις κοινωνικές διαδράσεις που συναποτελούν αυτές τις αισθήσεις. Η γλώσσα εμπλέκεται σε έναν διάλογο με τα βιολογικά σώματα και τα κοινωνικά περιβάλλοντα. Και η κουλτούρα δεν «εγγράφει» απλώς τα κείμενά της πάνω σε ένα βιολογικό, προ-κοινωνικό σώμα, αλλά συμβάλλει στην κατασκευή των σωμάτων και των μεταφορικών συστημάτων. Με αυτόν τον τρόπο, αυτό το μοντέλο «γλώσσα, κουλτούρα, σώμα» είναι διαδραστικό, και το κάθε νήμα του διαπλέκεται με τα άλλα σε μια ενεργητική, δυναμική σχέση.

Αυτός ο τρόπος σκέψης για τα συναισθήματα και για τον τρόπο που επικοινωνούνταν στο παρελθόν προσφέρει ένα χρήσιμο θάμπωμα του δυϊσμού μυαλό/σώμα. Ανοίγει ένα χώρο εξερεύνησης των τρόπων με τους οποίους οι οδυνηρές αισθήσεις αλλάζουν-με-το-χρόνο. Οι εμπειρίες των ανθρώπων για το σώμα τους διαμορφώνονται από το περιβαλλοντικό πλαίσιο και τις πολιτισμικές διαδικασίες, περιλαμβανομένων της γλώσσας και της διαλέκτου, των σχέσεων εξουσίας, του φύλου, της τάξης και των πολιτισμικών προσδοκιών, και τέλος του βάρους και του νοήματος που αποδίδεται στις θρησκευτικές, επιστημονικές και άλλες γνώσεις.

Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος ενός «δημόσιου διανοούμενου» στον σύγχρονο κόσμο;

Πιστεύω βαθιά στην ανάγκη για «δημόσιους διανοούμενους». Ο όρος «δημόσιος» αναφέρεται στα κοινά, στο κοινό καλό. Ο δημόσιος διανοούμενος είναι το άτομο που διευκολύνει την παραγωγή του κοινού καλού. Το «δημόσιο» δεν είναι μιντιακή αναφορά — ο «δημόσιος διανοούμενος» δεν είναι προϊόν ενημερωδιασκέδασης προς κατανάλωση. Ούτε είναι θέμα αριθμών (ένα είδος διασημότητας της οποίας η αξία μπορεί να εκτιμηθεί με τους λογιστικούς όρους της αγοράς και μέσω ενός διαγωνισμού μεταξύ των λεγόμενων «δημόσιων διανοούμενων» ως κυρίαρχων αρσενικών που μετρούν τα ακροατήρια και τα εγώ τους). Αντίθετα, το «δημόσιο» ορίζεται σύμφωνα με τους σκοπούς ή τις προθέσεις του διανοούμενου. Ο δημόσιος διανοούμενος εμπλέκεται σε αγώνες για το κοινό καλό. Με άλλα λόγια, ο ρόλος του διανοούμενου είναι ιδεολογικός: πρόκειται για πολιτική πρακτική. Η επιτέλεση αυτού του πολιτικού έργου είναι η συνεισφορά μας στην κοινωνία. Οι διανοούμενοι είναι άνθρωποι που δεν κοιτάζουν απλά «τη δουλειά τους».

Ίσως η χιλιοτραγουδισμένη αδυναμία της ιστορίας-ως-επιστήμης να είναι στην πραγματικότητα ένα από τα δυνατά της σημεία –τουλάχιστον για τον δημόσιο διανοούμενο. Το επάγγελμα του ιστορικού υπήρξε παραδοσιακά ανθεκτικό στις αφαιρέσεις. Ψάχνει ταυλικά της ανθρώπινης ύπαρξης –λέξεις, αντικείμενα, άλλα ίχνη που άφησαν οι άνθρωποι του παρελθόντος. Παρόλη την αποκήρυξη του ανθρωπισμού (στον οποίο έχω επιτεθεί κι εγώ στο What It Means to be Human), η ιστορία είναι μια βαθιά ανθρωπιστική ενασχόληση και, στον μετα-ανθρωπιστικό κόσμο, αυτή η ιδιότητα ενθαρρύνει τη στροφή στο συγκεκριμένο –χρονικό, γεωγραφικό, σχεσιακό. Οι ιστορικοί ως δημόσιοι διανοούμενοι αγωνίζονται ενάντια στην απλοϊκή τάση αντιμετώπισης των λαών του παρελθόντος ως «του άλλου» έναντι του οποίου «εμείς» (όποιοι κι αν είμαστε «εμείς») συγκροτούμε τους εαυτούς μας. Η απάλειψη της εκπληκτικής ποικιλίας της αισθητής ζωής κάνει τις ζωές όλων μας φτωχότερες. Όπως ισχυρίζομαι στο What It Means to be Human, το καθήκον των ιστορικών τον 21ο αιώνα είναι να αναδείξουν την «αναντικατάστατη ενικότητα» των λαών του παρελθόντος που πάλεψαν και υποτάχθηκαν σε δυνάμεις εντός και εκτός του ελέγχου τους. Οι αφηρημένες ιδέες, οι κατασκευασμένες «προσωπικότητες» και οι δηλώσεις υπέρ της τυπικής ισότητας όλων των ανθρώπων είναι ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως αρνούμαι ότι, ως ιστορικοί, αφηγούμαστε τις ιστορίες των άλλων μέσα από κάποια απροσδιόριστα όρια. Με ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως δύο πολύ διαφορετικά είδη ορίων. Το πρώτο είναι οικείο έδαφος για τους ιστορικούς: πρόκειται για τα όρια που τίθενται από συγκεκριμένα ιστορικά και τοπολογικά πλαίσια. Είναι το έδαφος που έχουμε εκπαιδευτεί να ανασκάπτουμε. Κάθε άνθρωπος γεννιέται σε έναν κόσμο που έχει διαμορφωθεί από πριν και από άλλους. Αντιστεκόμαστε, δημιουργούμε και αναδημιουργούμε –αλλά πάντα από αφετηρίες που δεν έχουμε διαλέξει εμείς. Οι αδικίες των προϋπαρχουσών ιεραρχιών με βάση το φύλο, το χρώμα του δέρματος, τον πλούτο, τη θρησκεία, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, και άλλα χαρακτηριστικά είναι μερικές από τις αφετηρίες αυτές.

Το άλλο είδος ορίου είναι πιο φιλοσοφικό: πρόκειται για τις ιδιαιτερότητες των ατόμων, με όλες τους τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις συμμαχίες, τις συγκρούσεις τους, μια άπειρη ποικιλία ζωντανών πλασμάτων, που όμως εμείς μαντρώνουμε σε φαινομενικά διακριτές κατηγορίες –γυναίκα/άνδρας, Χριστιανός/Εβραίος, εργάτης/στέλεχος επιχείρησης, κ.ο.κ. Αυτή είναι μια περίπτωση που πιστεύω ότι μπορεί να βοηθήσει εμάς τους ιστορικούς η λωρίδα του Μέμπιους –υπενθυμίζοντάς μας τη ρευστότητα της ανθρώπινης ζώσας εμπειρίας, η οποία είναι πάντα σε κίνηση, καταφάσκει και αρνείται, υπονομεύει τις ταυτότητες και αμφισβητεί όλες τις αξιώσεις ομοιομορφίας. Επίσης υπονομεύει τις αποφάνσεις υπεροχής/κατωτερότητας που αναπόφευκτα ξεπηδούν κατά τη σύγκριση με άλλους κόσμους («διαφορετικούς σε σύγκριση με τι/ποιον;»). Μια τέτοια προσέγγιση επίσης εισάγει αστάθεια και απροσδιοριστία στις ιστορίες μας, χρησιμεύοντας και ως μια (ιδιαιτέρως αναγκαία) υπενθύμιση ότι αυτές δεν είναι οι δικές μας ζωές και ότι όλες μας οι γνώσεις είναι ενδεχομενικές.

Τη συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Παπανικολάου και τη μετάφρασαν ο Πάνος Γιαννικόπουλος και ο Δημήτρης Ιωάννου.

 

H Tζοάνα Μπερκ στην Αθήνα

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Joanna Bourke, The Story of Pain: From Prayer to Painkillers, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (Ίδρυμα Ωνάση) διοργανώνει σχετική συζήτηση, την Τρίτη 3 Φεβρουαρίου, ώρα 19.00 στη Μικρή Σκηνή (Λεωφόρος Συγγρού 107-109).

Ομιλητές: Joanna Bourke, Πέπη Ρηγοπούλου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Αθηνά Αθανασίου (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Ευάγγελος Παναγιωτάκος (γιατρός αναισθησιολόγος, εξειδικευμένος στον πόνο). Συντονισμός: Δημήτρης Παπανικολάου (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης). Επιμέλεια: Δημήτρης Παπανικολάου, Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Δελτία προτεραιότητας μοιράζονται μία ώρα πριν την έναρξη.

 

Oct 052014
 

 

doing nothing

Το πιο βίαιο πράγμα είναι το να μην κάνουμε…

Πηγή: tvxs.gr

Γιατί κατά τη γνώμη μου, το να μην κάνουμε τίποτα, ενώ χρειάζεται να κάνουμε, είναι το πιο βίαιο πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος για τον εαυτό του και για το περιβάλλον του.  Το να μην κάνουμε είναι βίαιο. Και αν ευσταθεί όλη αυτή η κατηγορία προς την ψυχίατρο του Δρομοκαϊτειου και όποιον άλλον εμπλέκεται, αυτό έγινε: Δεν έκαναν τίποτα. Άρα, έγιναν βίαιοι

Η κλινικός ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια Ελένη Νίνα μιλά στην δημοσιογράφο και σύμβουλο ανθρωπίνων σχέσεων Κρυσταλία Πατούλη με αφορμή στο πρόσφατο εξιτήριο θανάτου σε άστεγο και ψυχικά ασθενή.

Κρ.Π.: Τι έχεις να σχολιάσεις για τον 44χρονο ψυχικά ασθενή που πήδηξε στο κενό από παράθυρο του Ξενώνα Αστέγων του Δήμου Αθηναίων, αφού πριν είχε εκδιωχθεί από το «Δρομοκαΐτειο» με απόφαση δύο ψυχιάτρων, όπου μία εξ αυτών φέρεται μάλιστα ότι αποφάνθηκε «να φύγει να πάει να δουλέψει και να τα αφήσει αυτά!», ενώ είχε πάει εκεί με παραπεμπτικό από το Αιγινήτειο; 

 
Ελ.Ν.: Οι επιστήμονες γενικότερα, πόσo μάλλον στο χώρο της Υγείας και της Ψυχικής Υγείας, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί και στις διαγνώσεις και στην πρακτική τους, και βεβαίως να ακολουθούν τον κώδικα ηθικής δεοντολογίας τους. Η επιστήμη εδώ και δεκαετίες ανταγωνίζεται τη θρησκεία. Η επιστήμη είναι ο μόνος θεσμός που μπορεί να διεκδικήσει το τίτλο της αυθεντίας. Όμως η αυθεντία και η απολυτότητα υποδεικνύουν την ακαμψία μας. Άρα αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει ως επιστήμονες, είναι να προσπαθούμε να κάνουμε όσο καλύτερα μπορούμε τη δουλειά μας και με ενσυναίσθηση να σκύβουμε πάνω στην ιστορία και την ύπαρξη του άλλου. Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από καλούς επιστήμονες και καλούς ανθρώπους. Όπως είπε ο Γκάντι: δεν πρέπει να υπάρχει η επιστήμη χωρίς την ανθρωπιά. Γιατί ο πλησίον δεν είναι αντικείμενο, δεν είναι πράγμα. Οπότε θα έλεγα ότι καλό είναι κάθε φορά που συμβαίνουν ανάλογα γεγονότα, να σταματάμε για λίγο και να στοχαζόμαστε.

Ας αφήσουμε τα αισθήματα προσωπικής ηθικής αγανάκτησης, ιδίως όταν είμαστε από την πλευρά των «υγειών, αξιοπρεπών, δυνατών και στεγασμένων», που συχνά είναι εφήμερα ή και υποκριτικά και ας δούμε μέσα μας μήπως κουβαλάμε ακαμψία και αναλγησία ως προς την ύπαρξη του άλλου. Και ας κάνουμε κάτι γι’ αυτό! Γιατί κατά τη γνώμη μου, το να μην κάνουμε τίποτα, ενώ χρειάζεται να κάνουμε, είναι το πιο βίαιο πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος για τον εαυτό του και για το περιβάλλον του.  Το να μην κάνουμε είναι βίαιο. Και αν ευσταθεί όλη αυτή η κατηγορία προς την ψυχίατρο του Δρομοκαϊτειου και όποιον άλλον εμπλέκεται, αυτό έγινε: Δεν έκαναν τίποτα. Άρα, έγιναν βίαιοι. Δεν μπορώ να κρίνω εκ των προτέρων τους ψυχιάτρους γι’ αυτά που φέρεται ότι είπαν, αλλά εάν αποδειχθεί ότι έτσι συνέβη, τότε θα πω ότι η στάση τους ήταν απάνθρωπη. Αλλά γι’ αυτό θα αποφανθεί η Δικαιοσύνη.

Κρ.Π.: Και εάν υπήρχε όντως παραπεμπτικό από συναδέλφους τους, για άμεση νοσηλεία, παρακολούθηση και διερεύνηση, με διάγνωση «κατάθλιψη, ψυχωσική συνδρομή και νοητικές διαταραχές», τότε άν κάποιος είπε «να φύγει να πάει να δουλέψει και να τα αφήσει αυτά!» χρήζει ο ίδιος νοσηλεία… Οπότε, αναρωτιέμαι, δεν θα έπρεπε κυρίως οι ειδικοί της Ψυχικής Υγείας να έχουν κάνει και οι ίδιοι ψυχοθεραπεία; Δηλαδή οι ειδικοί θεράποντες δεν θα έπρεπε να ειδικεύονται σε κάποια ψυχοθεραπεία, άρα να κάνουν και οι ίδιοι ψυχοθεραπεία, όπως και να εποπτεύονται για την άσκηση του λειτουργήματός τους, όπως συμβαίνει με τους ψυχοθεραπευτές;

Ελ.Ν.: Θα συμφωνήσω μαζί σου, ότι καλό θα ήταν όλοι όσοι ασχολούνται με την Ψυχική Υγεία να έκαναν ψυχοθεραπεία. Και όλοι μας. Αλλά, δεν είναι υποχρεωτικό. Όμως κανονικά θα έπρεπε να περνούν όλοι από ψυχοθεραπεία, ιδίως οι άνθρωποι που ασχολούνται με το χώρο της Ψυχικής Υγείας. Και αν δεν περνούν από ψυχοθεραπεία, τουλάχιστον να περνούν από συμβουλευτική ως προς την άσκηση του ρόλου τους.

Κρ.Π.: Οι εδικοί οι οποίοι εργάζονται σε αυτόν τον χώρο και έρχονται σε επαφή καθημερινά με προβλήματα, ψυχικά τραύματα και ψυχικές διαταραχές, τόσων ανθρώπων, κινδυνεύουν να τραυματιστούν δευτερευόντως, άρα χρειάζονται και συνεχή ψυχική υποστήριξη και συνεχή εποπτεία; 

Ελ.Ν.: Η εποπτεία, ακριβώς, έχεις πάρα πολύ δίκιο, είναι κάτι που επίσης συχνά δεν υπάρχει στις δομές της Ψ.Υ., όπως δεν υπάρχει και σε ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται ψυχοθεραπευτές, οι οποίοι επειδή δεν έχουν τελειώσει κάποια εκπαίδευση δεν παίρνουνκαι εποπτεία, οπότε είναι επικίνδυνοι. Και επίσης όσοι εργάζονται σε αυτούς τους χώρους, κινδυνεύουν όπως είπες να πάθουν το λεγόμενο burn out (να καούν όπως λέμε), αλλά και να περάσουν σε malpractice (σε κακή άσκηση, δηλαδή, του επαγγέλματός τους).

Κρ.Π.: Εδώ μιλάμε για πιθανό έγκλημα. Αυτοκτόνησε ο άνθρωπος.

Ελ.Ν.: Μιλάμε για παραμέληση σε βαθμό κακουργήματος. Ακριβώς.

Κρ.Π.: Επίσης, οι άνθρωποι που έχουν ψυχικά προβλήματα, δεν έχουν ξαφνικά φυτρώσει… στον κόσμο.

Ελ.Ν.: Ναι. Είναι μέλη ενός συνόλου. Οικογένειας, αλλά και κοινωνικού συνόλου. Δεν μπορούμε να πούμε ότι το περιβάλλον δημιουργεί την όποια διαταραχή αλλά μπορούμε να πούμε σε τι συμβάλλει. Και συμβάλλει τα μάλα το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον!

Κρ.Π.: Το περιβάλλον όμως που έχει έστω μόνο συμβάλλει, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες έχει και δημιουργήσει τα προβλήματα ενός ανθρώπου, βλέπουμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις, αν όχι σε όλες,  αποπέμπει αυτόν τον άνθρωπο. Τον αντιμετωπίζει ως αποδιοπομπαίο τράγο. Έχουμε γυρίσει πίσω στην ιστορία;

Ελ.Ν.: Θα έλεγα ότι δεν έχουμε γυρίσει πίσω. Γιατί δεν έχουμε προχωρήσει, για να γυρίσουμε. Γιατί ο πολιτισμός, προχωράει πολύ αργά! Άρα, δεν έχουμε προχωρήσει. Γι’ αυτό και πάντα η ψυχική νόσος ήταν και είναι στίγμα. Ο ψυχικά πάσχων είναι βάρος για τους συγγενείς που συχνά θέλουν να το ξεφορτωθούν ή να το κρύψουν. Όσο αφορά δε το σύστημα Υγείας, ο ψυχικά πάσχων είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Πριν από μερικούς αιώνες οι ψυχικά ασθενείς θεωρούνταν δαιμονισμένοι, αλυσοδένονταν και βασανίζονταν για να απαλλαχτούν από το… κακό. Μέχρι πρόσφατα κακοποιούνταν. Έως και σήμερα, συχνά παραμελούνται, προσβάλλονται, υβρίζονται.Τους κρύβουν, εγκαταλείπονται, και πάλι κακοποιούνται… Είναι λοιπόν ο τελευταίος τροχός της αμάξης στο χώρο της περίθαλψης, της παρέμβασης, της πρόληψης και της μέριμνας. Το ίδιο και οι θεράποντες! Ασθενείς και θεράποντες του χώρου της Ψυχικής Υγείας αντιμετωπίζονται συχνά ως …κακομαθημένοι και η μέριμνα για την Ψυχική Υγεία από ειδικούς, θεωρείται ακόμα και στις μέρες μας είδος πολυτελείας.

Η κόλαση της Λέρου, είναι ακόμα νωπή. Οι όποιες αλλαγές στο χώρο της Ψυχικής Υγείας έχουν έρθει μέσα από πολλή προσπάθεια και συχνά με αποκλειστική πρωτοβουλία θεράποντων, χωρίς τη στήριξη της πολιτείας. Οι ψυχικά ασθενείς και οι ειδικοί θεράποντες ζουν στα όρια της πολιτείας. Το σύστημα νοσηλείας δεν έχει αλλάξει από το 1992 που ψηφίστηκε επιτέλους ο νόμος για τα δικαιώματα των ψυχικά ασθενών. Βέβαια το νόμο δεν τον εφαρμόζουν –και οι ειδικοί- έτσι όπως θα έπρεπε, με αποτέλεσμα και πάλι, πολλοίασθενείς να βρίσκονται συχνά στο δρόμο.

Η περίφημη Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση παρουσιάζει πολλά κενά στην πρακτική της, οπότε,  όποιος έχει χρήματα και συγγενείς που ενδιαφέρονται να απολαμβάνει ανθρώπινες συνθήκες, ενώ οι υπόλοιποι να οδηγούνται στο δρόμο. Και οι ειδικοί της Ψυχικής Υγείας, είναι οι πιο κακοπληρωμένοι και αυτοί που αντιμετωπίζονται ως είδος πολυτελείας. Είναι απαραίτητος ο χειρουργός, αλλά δεν είναι απαραίτητος ο θεράπων στην Ψυχική Υγεία!

Μπορούμε να απασχολήσουμε, να προσλάβουμε πολύ λιγότερους, να τους εξασφαλίσουμε κακές συνθήκες, να μην προστατεύσουμε το χώρο της Ψυχικής Υγείας, ούτε τους πάσχοντες, να μην ασχοληθούμε με την πρόληψη… Έχουν γίνει τεράστιες καμπάνιες –ευτυχώς!- για τον καρκίνο, για τα ναρκωτικά, για τον ετήσιο έλεγχο σωματικής υγείας, αλλά δεν έχει γίνει καμία καμπάνια για θέματα Ψυχικής Υγείας. Δηλαδή η πρόληψη, σε θέματα Ψυχικής Υγείας, δεν υφίσταται σε αυτή τη χώρα! Υπάρχουν κάποια μηνύματα που αφορούν την ενδοοικογενειακή βία, ή το μπούλινγκ που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, ή για τις γυναίκες και τα παιδιά που κακοποιούνται, ή για ζητήματα διατροφικών διαταραχών, αλλά τα προβάλλουν αργά συνήθως τη νύχτα, ενώ αυτό θα έπρεπε να είναι συχνότερο και να αφορά πλήθος άλλων θεμάτων: Να υπάρχει ενημέρωση για θέματα, όπως η παιδοφιλία, ή θέματα που αφορούν τις ψυχικές διαταραχές, ή ποιες είναι οι ενδείξεις που θα πρέπει να οδηγήσουν τους συγγενείς ή τον ίδιο τον πάσχοντα σε έναν ειδικό(π.χ. η ένταση, η διάρκεια και η συχνότητα ενός συμπτώματος). Δυστυχώς όμως, συχνά οι περισσότεροι αφήνουν ένα πρόβλημα ή μία κατάσταση να φτάσει στο απροχώρητο και μετά –στην καλύτερη περίπτωση- απευθύνονται σε ειδικό.

Κρ.Π.: Μπορείς να πεις λίγα λόγια για το τί είναι ψυχολογία;

Ελ.Ν.: Η ψυχολογία είναι μία ακαδημαϊκή και εφαρμοσμένη επιστήμη, που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη του ανθρώπου ως προς τις λειτουργίες του οργανισμού του που σχετίζονται με συμπεριφορές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Ο τελικός στόχος είναι να ωφελήσει το άτομο αλλά και την κοινωνία, στην εξεύρεση λειτουργικών τρόπων συμπεριφοράς και διαβίωσης. Η ψυχολογία επίσης ερευνά όχι μόνο τις λειτουργίες και τη συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά και των ζώων, κυρίως των ανώτερων θηλαστικών.

Κρ.Π.: Για όσους δεν γνωρίζουν σχετικά, ή είναι παραπληροφορημένοι, μπορείς να πεις για τις ειδικότητες των θεραπόντων που υπάρχουν στο χώρο της Ψυχικής Υγείας;

Ελ.Ν.: Οι ειδικότητες είναι: ψυχίατροι, ψυχολόγοι, ψυχιατρικοί νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, εργασιοθεραπευτές, και πλήθος άλλων.

Κρ.Π.: Με την ευκαιρία, θα ήθελες να πεις και για το τι είναι η ψυχοθεραπεία;

Ελ.Ν.: Η ψυχοθεραπεία ως εξειδίκευση ασχολείται και παρεμβαίνει σε α) Άλυτες συγκρούσεις που μπορεί να φέρει ένας άνθρωπος, και β) σε τραύματα που έχουναπειλήσει τη συγκρότηση του ανθρώπου και έχουν διαταράξει τον τρόπο σχετίζεσθαι με τον εαυτό και τους άλλους.

Είναι προσανατολισμένη στον θεραπευόμενο και πραγματώνεται μέσω της θεραπευτικής σχέσης. Εμπλέκει δηλαδή και τον ψυχοθεραπευτή και τον ψυχοθεραπευόμενο σε συνεχή διορθωτική αλληλεπίδραση. Επίσης, η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι παρεμβατική ή όχι, και να χρησιμοποιεί τεχνικές ή όχι. Στην διαδικασία της ψυχοθεραπείας ο ψυχοθεραπευόμενος μιλά για τα βιώματα, τις εμπειρίες ζωής του, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. Και θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιλέγει ένα λειτουργικό γι’ αυτόν τρόπο σκέψης που δεν προσφέρει έτοιμες λύσεις, αλλά βοηθά στην οργάνωση και στη σύνθεση των πληροφοριών.

Επιπλέον, προτρέπει τον κάθε άνθρωπο να συμμετάσχει ενεργά σε ότι γίνεται μέσα του και γύρω του, και αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τη συνεργασία με τον ψυχοθεραπευτή του ή μέσα από τη συνεργασία με τον ψυχοθεραπευτή και με τους άλλους μαζί εάν είναι σε ομάδα. Έτσι η ψυχοθεραπεία επιτρέπει την ευρύτερη ενεργοποίηση του ψυχισμού του θεραπευόμενου και ως προς τον εαυτό του αλλά και ως προς το κοινωνείν, να γίνει δηλαδή ενεργός πολίτης και …του εαυτού του και ενός συνόλου.  

Κρ.Π.: Πώς γίνεται κάποιος ψυχοθεραπευτής;

Ελ.Ν.: Η ψυχοθεραπεία είναι μία εξειδίκευση που κάποιος ακολουθεί μετά το βασικό πτυχίο της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, καθώς επίσης καιμετά το βασικό πτυχίο που παίρνουν οι κοινωνικοί λειτουργοί αλλά και οι επιστήμονες ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Η διάρκεια της εξειδίκευσης στην ψυχοθεραπεία είναι τουλάχιστον πέντε χρόνια, και περιλαμβάνει προσωπική ψυχοθεραπεία, η οποία πρέπει να πούμε ότι δεν σταματάει και ποτέ. Δηλαδή, κατά διαστήματα οι ειδικοί ξαναμπαίνουν σε προσωπική ψυχοθεραπεία. Επίσης περιλαμβάνει θεωρητική κατάρτιση, πρακτική εξάσκηση, και εποπτεία πάνω σε περιστατικά.

Κρ.Π.: Η εξειδίκευση αυτή όμως παρέχεται από ινστιτούτα εκπαίδευσης πιστοποιημένα από έγκυρους διεθνείς οργανισμούς και μόνον.

Ελ.Ν.: Ακριβώς. Τα ινστιτούτα εκπαίδευσης και οι ψυχοθεραπευτές ανήκουν σε εταιρείες, συλλόγους, ομοσπονδίες, Ευρωπαϊκούς και Διεθνείς οργανισμούς. Οι ψυχοθεραπευτές εγγράφονται αφού έχουν ολοκληρώσει το πρόγραμμα της εξειδίκευσής τους, επαναλαμβάνω, μετά το βασικό πτυχίο. Στην Ελλάδα υπάρχουν επιστημονικές εταιρείες, σύλλογοι και ομοσπονδίες που ανήκουν οι πιστοποιημένοι ψυχοθεραπευτές. Επίσης υπάρχει Εθνική Εταιρεία Ψυχοθεραπείας Ελλάδος (ΕΕΨΕ), που σεβόμενη την αυτονομία των εταιρειών και των συλλόγων είναι το κεντρικό όργανο των Ψυχοθεραπευτών στην Ελλάδα. Όσοι επιθυμούν να απευθυνθούν σε ψυχοθεραπευτές, μπορούν να ενημερώνονται για το ποιος είναι έγκυρος και πιστοποιημένος ψυχοθεραπευτής από το σάιτ της ΕΕΨΕ.  Όλοι οι ψυχοθεραπευτές είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε τον κώδικα ηθικής δεοντολογίας που εξασφαλίζει προστασία στον ψυχοθεραπευόμενο.

Δυστυχώς όμως στην Ελλάδα, δεν υπάρχει νομική κατοχύρωση της εξειδίκευσης του ψυχοθεραπευτή.Και σε κάποια άλλα κράτη της Ευρώπης συμβαίνει το ίδιο, αλλά σχεδόν όλα κλείνουν το θέμα της νομικής κατοχύρωσης της εν λόγω εξειδίκευσης. Στην Ελλάδα ούτε καν έχει ξεκινήσει. Όσοι ανήκουν στα επαγγέλματα Ψυχικής Υγείας, παίρνουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος με το βασικό τους πτυχίο, αλλά όχι νομική κατοχύρωση για την εξειδίκευση του ψυχοθεραπευτή, αν είναι ψυχοθεραπευτές, και αυτό παρ’ όλες τις προσπάθειές μας και τα διαβήματά μας προς το Υπουργείο Υγείας, που σε λίγο θα κλείσουν έναν αιώνα! Το παραπάνω ανοιχτό ζήτημα, έχει ως αποτέλεσμα, ότι πάνω σε αυτό το κενό του νόμου λειτουργούν άνθρωποι που αυτοονομάζονται ψυχοθεραπευτές χωρίς να πληρούν τις προδιαγραφές και είναι κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και για όποιον απευθύνεται σε αυτούς.

Κρ.Π.: Και οι όποιοι μπορεί να έχουν πτυχία ψυχολόγου ή ψυχιάτρου;

Ελ.Ν.: Οι οποίοι μπορεί να έχουν πτυχίο ψυχολογίας ή ψυχιατρικής ή ανθρωπιστικών – κοινωνικών επιστημών, αλλά δεν έχουν την απαραίτητη εξειδίκευση.Πράγμα απαράδεκτο για την ασφάλεια και την προστασία του πολίτη που απευθύνεται σε αυτούς. Ακόμα χειρότερα, υπάρχουν και άνθρωποι που αυτοονομάζονται ψυχοθεραπευτές, μετά από μια σειρά π.χ. «σεμιναρίων», και ούτε καν έχουν βασικό πτυχίο, που είναι ακόμη πιο επικίνδυνο!

Κρ.Π.: Άρα, τι θα πρέπει να κάνουν οι πολίτες που απευθύνονται σε κάποιον για ψυχοθεραπεία;

Ελ.Ν.: Πρέπει να είναι πάρα πολύ προσεκτικοί και να ζητούν από τον ίδιο την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, εφόσον ανήκει σε επάγγελμα Ψυχικής Υγείας, ή τους τίτλους του εάν ανήκει σε σχολή ανθρωπιστικών ή κοινωνικών επιστημών, και επιπλέον, όπως είπα πριν, να απευθύνονται στο σάιτ της ΕΕΨΕ για να δουν εάν περιλαμβάνεται στις λίστες εξειδικευμένων ψυχοθεραπευτών, και γενικά στις λίστες των επιστημονικών εταιρειών που ανήκει. Εδώ θέλει πάρα πάρα πολύ προσοχή, από τους ίδιους τους ανθρώπους που θέλουν να ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία. Και μακάρι στο μέλλον να καρποφορήσουν τα διαβήματά μας προς το Υπουργείο Υγείας, και να κλείσει και στην Ελλάδα, η νομική κατοχύρωση της εξειδίκευσης του ψυχοθεραπευτή.

Κρ.Π.: Επίσης, ένας έγκυρος ψυχοθεραπευτής, δεν θα πρέπει να εξηγεί στους ανθρώπους που τον επισκέπτονται τι ειδίκευση ακριβώς έχει, και τι τίτλους σπουδών;

Ελ.Ν.: Ναι, οφείλει να αναφέρεται στους τίτλους του όπως και στην εξειδίκευσή του.

Κρ.Π.: Επειδή ακούμε να λένε πολλοί τη φράση «εγώ θέλω να αντιμετωπίσω τα προβλήματά μου μόνος μου και δεν θέλω να ζητήσω βοήθεια». Και απέναντι στην ψυχοθεραπεία συνήθως υπάρχει είτε μία μυθολογία είτε μία δαιμονοποίηση, που δεν συμβαδίζουν με την πραγματικότητα. Τι έχεις να πεις;

Ελ.Ν.: Ο άνθρωπος ο οποίος δεν αισθάνεται καλά, ή τον βλέπουν οι άλλοι ότι δεν είναι καλά, θεωρούν και θεωρεί ότι είναι αποτυχημένος και αδύναμος αν δεν τα βγάλει πέρα μόνος του. Οπότε κάνει μία άσκηση δύναμης και ελέγχου, συχνά αποτυχημένη, πάνω στα συμπτώματά του, με αποτέλεσμα να βαθαίνει το πρόβλημα.

Κρ.Π.: Μήπως θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, ότι δεν μπορεί να λύσει κανείς τα προβλήματά κάποιου άλλου; Δηλαδή, δεν είναι Θεός, κανείς ψυχοθεραπευτής, άρα δεν μπορεί να τον βοηθήσει με την έννοια της βοήθειας που εννοούν οι περισσότεροι.

Ελ.Ν.: Γι’ αυτό ανέφερα πριν ότι δεν προσφέρει κανένας ψυχοθεραπευτής έτοιμες λύσεις, ούτε απαντήσεις σε όλα. Δεν είμαστε αυθεντίες. Δουλεύουμε μαζί με τον ψυχοθεραπευόμενο, και με το σύστημα (οικογενειακό, κοινωνικό) που ανήκει, ώστε ο ίδιος να οδηγηθεί σε λειτουργικές λύσεις, στάσεις, αποφάσεις, για τη ζωή του και το περιβάλλον του. Ο ψυχοθεραπευτής συνεργάζεται με τον ψυχοθεραπευόμενο, σε μία διορθωτική αλληλεπίδραση στο εδώ και τώρα, αλλά και δουλεύοντας ως προς το σύστημα που ανήκει ο ψυχοθεραπευόμενος, ώστε να βρεθεί μία λειτουργική στάση ως προς τον εαυτό και το περιβάλλον.

Κρ.Π.: Είναι και σαν να εξελίσσεται μέσα σε αυτή τη διαδικασία, όπως και να αναπτύσσεται περισσότερο, η συναισθηματική νοημοσύνη του ψυχοθεραπευόμενου, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τα διάφορα προβλήματα ή τις πιέσεις που αντιμετωπίζει (έστω και μόνο σε έναν τομέα της ζωής του) με έναν λειτουργικό και όχι αυτοκαταστροφικό ή και καταστροφικό για τους άλλους τρόπο;

Ελ.Ν.: Ναι, ακριβώς.

Κρ.Π.: Επίσης βλέπουμε κατά κόρον σε ταινίες να πηγαίνουν άνθρωποι για ψυχοθεραπεία σε γνωστούς ή φίλους των φίλων ή συγγενών τους. Αυτό δεν είναι αντιδεοντολογικό;

Ελ.Ν.: Ναι, δεν δεχόμαστε ποτέ ανθρώπους που έχουμε φιλική ή συγγενική σχέση μαζί τους. Πρέπει να υπάρχει απόσταση μεταξύ μας, να τηρούνται όρια, π.χ. ο ψυχοθεραπευτής δεν μιλάει για τον εαυτό του, η ψυχοθεραπεία είναι προσανατολισμένη στον ψυχοθεραπευόμενο, και στη σχέση που διαμείβεται με τον ψυχοθεραπευτή στο εδώ και τώρα. Πρέπει να υπάρχει απόσταση και ουδετερότητα με ενσυναίσθηση, όμως. Μια ουδετερότητα με ενσυναίσθηση.

Κρ.Π.: Να πούμε λίγο τι είναι η ενσυναίσθηση;

Ελ.Ν.: Είναι η ικανότητα του ειδικού να μπορεί να συναισθανθεί και να σκύψει με πολύ ανθρωπιά πάνω από την ιστορία και την ύπαρξη του άλλου. Να μπορέσει και να τον συναισθανθεί αλλά και να παραμείνει δίπλα του και όχι να ταυτιστεί μαζί του, ή να προβάλει τα δικά του στον άλλον, όπως συμβαίνει συνήθως σε φιλικές ή οικογενειακές σχέσεις. Γι’ αυτό είπα νωρίτερα ότι ο πλησίον δεν είναι πράγμα. Μας ενδιαφέρει. Εξάλλου ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον σ’ αυτή τη ζωή για να προχωρήσει. Μπορεί να μην αγαπιόμαστε, αλλά πρέπει να μάθουμε να συνεργαζόμαστε.

Κρ.Π.: Εδώ ένας άνθρωπος πέθανε άδικα. Και νιώθω ότι έχουμε όλοι κάποιο μερίδιο ευθύνης. Διότι αν η πολιτεία και οι ειδικές δομές της δεν κατάφεραν να τον βοηθήσουν, είμαστε και μεις υπεύθυνοι ως πολίτες αυτής της πολιτείας, και γι’ αυτό χρειάζεται να ευαισθητοποιηθούμε περισσότερο σε αυτά τα θέματα της Ψυχικής Υγείας όπως είπες;

Ελ.Ν.: Ναι. Γι’ αυτό και πραγματικά, χρειάζεται να ευαισθητοποιθούμε αλλά και να διασφαλίσουμε τον ψυχικά ασθενή ή τον άνθρωπο γενικά που θέλει να απευθυνθεί κάπου. Γι’ αυτό είναι σημαντικό και το Υπουργείο Υγείας, που είναι υπεύθυνο, επιτέλους να διασφαλίσει και το νόμο, δηλαδή τα δικαιώματα του ασθενούς, αλλά και να δώσει τη νομική κατοχύρωση στην εξειδίκευση των ψυχοθεραπευτών για να προστατευτούν οι πολίτες.

Κρ.Π.: Εδώ όμως, όχι μόνο δεν γίνονται όλα αυτά, αλλά κλείνουν η μία μετά την άλλη οι δομές. Κλείνει όπως λέγεται π.χ. το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής…

Ελ.Ν.: Όποιος έχει λεφτά και συγγενείς θα έχει περίθαλψη. Οι υπόλοιποι θα βρεθούνε στο δρόμο.

Κρ.Π.: Όταν δεν υπάρχει ευαισθητοποίηση στα θέματα Ψυχικής Υγείας, όταν δεν υπάρχουν οι δομές εκείνες που μπορούν να διασφαλίσουν τα δικαίωματα των ψυχικά πασχόντων, τι σημαίνει αυτό για μία κοινωνία;

Ελ.Ν.: Πριν έλεγα ότι ο πολιτισμός εξελίσσεται πολύ αργά, αν και η τεχνολογία κάνει άλματα. Η επιστήμη πάει με σταθερά βήματα, αλλά ο πολιτισμός αργεί, πάει με πολύ αργά και ασταθή βήματα. Δείχνει λοιπόν ότι έχουμε πάρα πάρα πολύ δρόμο, προκειμένου να κατακτήσουμε την ετυμολογία της λέξεως άνθρωπος, με την έννοια του άνω θρώσκω. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Και ευτυχώς που υπάρχουν άνθρωποι που όπως είπα με δική τους πρωτοβουλία, έχουν φέρει αλλαγές οι οποίες είναι ευεργετικές για όλους μας. Από λίγους δυστυχώς εξελίσσεται ο πολιτισμός. Και προσπαθούμε να τους κάνουμε περισσότερους.

Κρ.Π.: Επειδή έχουν κατηγορήσει την ψυχοθεραπεία ότι βγάζει στην κοινωνία συμβιβασμένα …πρόβατα, ή μη αυθεντικούς ανθρώπους, τι έχεις να απαντήσεις;

Ελ.Ν.: Είναι κι αυτός ένας μύθος, γιατί μπερδεύουν το διάλογο με τον προσηλυτισμό. Διότι η ψυχοθεραπεία από ειδικευμένους ψυχοθεραπευτές, επιτρέπει την ενεργοποίηση του ψυχισμού του ανθρώπου, όχι μόνο προς τον εαυτό του αλλά και ως προς το κοινωνείν. Άρα κάνει ενεργούς πολίτες για τον εαυτό τους και για το κοινωνικό σύνολο που ανήκουν. Πολίτες με άποψη. Και όχι του ψυχοθεραπευτή τους την άποψη, γιατί ο ψυχοθεραπευτής τους δεν εκφράζει καν άποψη! Η ψυχοθεραπεία βοηθά τον άνθρωπο να εξελίξει τη σκέψη του για να βρει το λειτουργικό τρόπο να ανήκει σε ένα σύνολο, όντας ο εαυτός του. Και λειτουργικό τρόπο, σημαίνει, έναν τρόπο που να συνεργάζεται προς το κοινωνικό όφελος.  Είπες και συ πριν για την συναισθηματική νοημοσύνη…

Κρ.Π.: Δηλαδή να εξελίξει τη σκέψη του σε συνεργασία με τα συναισθήματά του και τα βιώματά του…

Ελ.Ν.: Και να μπορέσει να ελέγξει τα συναισθήματά του, εφόσον πρώτα τα αναγνωρίσει, και να προτάξει τη λογική προκειμένου να βρει έναν λειτουργικό τρόπο να ζήσει ευεργετικά για τον εαυτό του και το περιβάλλον. Είναι, δηλαδή, μία οικολογική σκέψη η ψυχοθεραπεία. Αυτό που ευνοεί είναι η συνεργασία με την έννοια της ενεργής συμμετοχής και όχι μιας συμμετοχής υποταγμένης ως πρόβατο στην άποψη κάποιου άλλου, αλλά να αναπτύξει κανείς τη δική του άποψη στα πράγματα.

Κρ.Π.: Και να αποφασίζει ο ίδιος για τα συναισθήματά του, και όχι αυτά για τον ίδιο.  Όπως επίσης, να μην τα συνθλίβει άκαμπτα, προβάλλοντας μόνο τη λογική του, αλλά να τα λαμβάνει υπόψιν, να προσανατολίζεται μέσα από αυτά και να αποφασίζει σε συνεργασία με τη λογική του, αφού όμως τα έχει διαχειριστεί, άρα δεν τα έχει απωθήσει.

Ελ.Ν.: Ακριβώς.

Κρ.Π.: Ως επίλογο, με αφορμή αυτή την αυτοκτονία, τι θα έλεγες;

Ελ.Ν.: Ότι το να μην κάνεις, ενώ χρειάζεται να κάνεις, είναι το πιο βίαιο πράγμα. Το πιο βίαιο πράγμα για τον εαυτό μας και για το περιβάλλον είναι το να μην κάνουμε…

May 062014
 

boris arny and amy compassion(photo by Boris Sopko)

State of the World and Worldwork: Interview with Amy and Arny Mindell
by Bill Say

What is Worldwork?

Thanks for interviewing us Bill, we are sitting in the airport right now coming back from worldwork and we appreciated your teamwork there and the teamwork of our whole staff. Worldwork? To be brief, it is a way of working on world issues that is both inner, relationship oriented, organizational and large group work. As most know, democracy which is based upon citizen power, that is “demo-kratie” in Greek, is clearly a step further in consciousness beyond dictatorship.

But even though democracy is a step, it does not always work well in the sense of reducing violent conflict. Why?, because it teaches about sharing power but does not teach about relationship, which goes beyond power. The next step beyond power is developing more sustainable contact with others and the ability to work with one another.

Thus, worldwork is based upon what Arny called “deep democracy”, which stresses awareness, and not only power. Awareness of interaction means more fluid relationships, awareness of voice and body signals, awareness of shared momentary and historical roles etc. The most outward and dramatic aspects of worldwork appear in large group work, as we just experienced in Warsaw…amazing…to see 500 people from 43 countries working together .

What’s on your minds today with regard to Worldwork and the current world situation?

We are most aware of the need to focus on solutions and social system change. But sustainable relationships are equally or perhaps more important. To achieve such relationships, some of us need to learn how to facilitate and be elders who know and participate in with the various sides, and various roles inside of themselves and outside in group processes. Such elders can turn conflict into fluid and creative relationships where people understand and work together.

In many ways, the state of the world is known through the news we receive by newspaper, Internet, TV and radio. Is there anything about the state of the world that may not be so obvious through these more common place means of communication, especially when looking at it from a Worldwork point of view?

The news is full of polarities as defined by our present consensus reality which depends upon the culture, people and country. Thus, the outer opponents may be one country against another, or one people against another.

What is not so obvious, is that there are always a few people who are able to feel into all sides. And what also is not so obvious is that present day conflicts are based to some extent upon unworked out, undiscussed historical issues which people prefer to forget instead of processing. This is understandable, everyone wants to avoid pain, but we need more than this avoidance. We think of the relationship between Russia, Poland, Ukraine, Germany, Italy, Hungary, Estonia, ……. Etc. Just now in Warsaw, the figures of the 2nd world war and the Communist era needed to be experienced and processed first before any understanding could occur between people.

Reading about the state of the world can be very alarming. Can you say anything that contrasts the state of the world with the process of the world? And is the process of the world as alarming in your view?

The state of the world is a “state”, that means a frozen picture which is supposed to be based upon whatever a group considers the good or bad “guys” so to speak. However, when we begin to process things inside or in organizations or groups, suddenly people realize, they often are not just frozen, but quietly feel a bit like the other side. When someone realizes this, she or he can sometimes switch roles, and become more fluid, and help create a more aware community. When this happens, this fluidity allows for solutions, and relationships beyond any one solution.

Your work suggests that entities have thematic roots, or myths, that are present in the very beginning of things, roots that often endure in meaningful ways. Do you have any thoughts as to the most basic theme of the world and of Worldwork?

There are many mythic roots to a given culture and people. One of the main world myths shows a God who tells the first people not to do certain things in “heaven”. When this happens, this “God” gets angry, and sends the first woman and man to earth where death will occur. This story is important, because like that “God”, we need to take a stand, and like that “god” say “no” to things we feel are wrong. But at the same time, limiting the life span of the “bad guys” is no resolution.

We need a new myth for sustainable resolutions in which we not only disagree and get angry with others, but also learn to process the relationships and learn to get along with people.

In my understanding and experience with Worldwork, it seems that Worldwork has an unusual way of entering experientially into an issue in order to understand, unfold it and build community. Can you comment on this?

Unusual? Yes, this term depends of course upon the group, culture+ situation. Some groups will work on finding the roles inside. Others are more at ease, playing out roles and switching roles in large groups.

We need a world, perhaps starting with kindergarten where conflicts can be openly and safely discussed and processed inside and in the middle of the group. In a way, we need new kindergartens, and this will enable new worlds to arise.

For our very different viewers who may experience varying degrees of inclusion or exclusion, power or the lack of it, and yet are seeking better ways of living and working together, can you offer any general suggestions?

Yes, follow your own self, your own dreams. If possible, speak about conflicts with others, and demonstrate how you yourself can create conflict by being rank-unconscious. Each of us has some rank and power, stand for it, and then be aware that it can irritate and inflame “power struggles“ with others. In other words, take a stand, then understand the other, and be them.

It seems that many people and groups would like to change, impact or otherwise work with the world and yet may feel unsure of how to maximize their effect. Can you offer any ideas or encouragement to those struggling with how to best make a difference in this world?

Yes, enjoy any comfort you can find, then go into groups and cultures you don’t know much about, or where you feel uncomfortable, in order to learn about different communication styles and ways of being. Create more community among all peoples, do it your own way, but do it.

I know you’ve learned many things from working with groups all over the world, are there any particular lessons that come to your minds today?

Everyone, even the bad guys are part of our family. Also, there are basic process structures that all groups experience regardless of their culture. All groups gossip, have ghost roles, double signals. And in almost every group there are elders who come out of “nowhere”…who are often not the designated facilitators. These people hold their arms open and are there for everyone and can sit in the fire.

Many groups, organizations and communities struggle with conflicts. Do you have any suggestions?

Fight, protect yourself, then think, how are we the other.

How is Worldwork evolving and does its evolution mirror a greater global tendency?

There is more interest than ever around the world in worldwork—and many leaders are interested but are shy about saying this publicly. But change will happen for us if we start changing in kindergarten, having kids practice worldwork on the playground.

Amy, in a talk you and Arny gave in Yachats last year on Worldwork, you spoke of being hopeful about what you see happening in your work with different groups around the world. Could you comment on this hopefulness?

Yes, when a group uses awareness and appreciates where people are at and use various tools, amazing things happen. People can be conflictual, but with some awareness, groups can be amazing. We have seen this happen in connections with organizations, interest groups, Churches, UN groups, and people around the world.

Michal Shimoni asked a question of advice for those living in conflict zones.

Yes, care for yourself first, then begin to carefully and conservatively play out the opponent and fluid interactions, demonstrating in role play how to do that with your friends and groups. The key is to sometimes be the opponents arguing against yourself.

Matt Stella asked a question about applying Worldwork in an area where the populace is pretty homogenous.

Wonderful. Build up their pride, then slowly introduce the roles of other groups that may not be present. How? Show this while shopping, at the airport, and on the city streets.

Jan 042014
 

κμ

Πηγή: enet.gr

«Αν ενωθούν τα ρυάκια αντίστασης, θα γίνουν ποτάμι»

Ολοι αυτοί, που ξαφνικά, λόγω της κρίσης, βουλιάζουν στη φτώχεια και στη στέρηση, που στρέφονται στην κόλαση των ουσιών «για να ξεφύγουν», αισθάνονται ταπεινωμένοι .

της Σταυρούλας Παπασπύρου

Η συλλογική ενοχή του τύπου «μαζί τα φάγαμε» δεν είναι παρά ένα επιπλέον όπλο του συστήματος για να μας παραλύσει. Εμείς όμως δεν θα βγούμε από την κρίση εις βάρος της ψυχικής μας υγείας! * §Μέσα από τις σχέσεις με ανθρώπους που κουβαλάνε τεράστιο ψυχικό πόνο, μέσα από την προσπάθειά σου να τους βοηθήσεις, γίνεσαι καλύτερος. Εκείνοι σου δίνουν το κουράγιο για να συνεχίσεις να πορεύεσαι με το κεφάλι ψηλά»

Πόσα γνωρίζουμε για την ντροπή; Τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό το δυσβάσταχτο κράμα τύψεων κι ενοχών αν φτάσει να διαποτίζει μια ολόκληρη κοινωνία; Γιατί κάποιοι παραλύουν από ντροπή κι άλλοι δεν ντρέπονται καθόλου; Και πώς γίνεται ένα τέτοιο ψυχικό απόστημα, από τη μια να μας αποξενώνει κι από την άλλη να διατρανώνει την ανάγκη μας ν’ ανήκουμε σε μια ομάδα; Οι απαντήσεις δίνονται στο νέο βιβλίο της Κατερίνας Μάτσα «Ταπείνωση και ντροπή – Γυναίκες τοξικομανείς» (εκδ. «Αγρα»), που, μολονότι επικεντρώνεται στο πρόβλημα της γυναικείας τοξικομανίας, αφορά τους πάντες.

Μπολιασμένο, όπως και τα προηγούμενα, με κλινική εμπειρία δεκαετιών και σπαρμένο με ιστορίες εξαρτημένων γυναικών ενταγμένων στα θεραπευτικά προγράμματα της μονάδας 18 ΑΝΩ, το δοκίμιό της εξερευνά το συναίσθημα της ντροπής υπό το φως της σημερινής συγκυρίας, όπου στρατιές ανθρώπων βιώνουν την κρίση σαν μια τραυματική κατάσταση διαρκείας και βυθίζονται όλο και περισσότερο στο περιθώριο.

«Ολοι αυτοί», γράφει η γνωστή ψυχίατρος, «που ξαφνικά, λόγω της κρίσης, χάνουν τη δουλειά τους, το σπίτι τους, που βουλιάζουν στη φτώχεια και στη στέρηση, που δεν έχουν πρόσβαση στη δημόσιο σύστημα υγείας, που ως μετανάστες γίνονται αποδέκτες της πιο ωμής βίας από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου, που μπαίνουν στην ουρά για το συσσίτιο της φιλανθρωπίας, που ψάχνουν στα σκουπίδια για κάτι φαγώσιμο, που στρέφονται στην κόλαση των ουσιών “για να ξεφύγουν”, αισθάνονται ταπεινωμένοι, χωρίς αξιοπρέπεια και ντρέπονται γι’ αυτό».

Κάπως έτσι, όμως, οπλίζεται και το χέρι της εξουσίας, «για να κρατά τους καταφρονεμένους ανήμπορους και αδρανείς». Και αυτό ακριβώς επιχειρεί ν’ ανατρέψει η ίδια με τα δικά της όπλα, πεπεισμένη ώς το μεδούλι πως «η χειραφέτηση από τις ουσίες είναι εφικτή στο βαθμό που αγωνίζεται κανείς και για την κοινωνική χειραφέτηση».

Με αφορμή το «Ταπείνωση και ντροπή» έγινε κι η συνάντησή μας, στα γραφεία τού 18 ΑΝΩ στη Βουρνάζου, όπου εδρεύει το Τμήμα Διατροφικών Διαταραχών και Ιντερνετ. Οση ώρα κράτησε το ραντεβού μας, η Κατερίνα Μάτσα δέχτηκε κάμποσα τηλεφωνήματα – για δουλειά. Σ’ ένα απ’ αυτά την ενημερώνουν για το αίτημα ενός χρήστη να μεταφερθεί από τις φυλακές της Λάρισας στη μονάδα επανένταξης που λειτουργεί στον Ελαιώνα, και με το που κλείνει η γραμμή, σχολιάζει με απογοήτευση: «Υπάρχουν πολλά παιδιά σαν κι αυτόν, αλλά οι δικαστές εμφανίζονται αμείλικτοι! Ακόμα κι όταν ο νόμος προβλέπει ότι δεν πρέπει να διακόπτεται η θεραπεία απεξάρτησής τους, εκείνοι επιμένουν να τα στέλνουν στη φυλακή…».

Σ’ ένα άλλο τηλεφώνημα γίνεται λόγος για έναν νεαρό αλκοολικό που δεν είναι σίγουρο ότι θέλει πραγματικά να μπει σε πρόγραμμα. Καταλαβαίνω πως η Μάτσα έχει ήδη έρθει σ’ επαφή με την αρραβωνιαστικιά του για να το διευρευνήσει και πως τώρα μιλάει με το θεραπευτή στον οποίο ο νεαρός έχει παραπεμφθεί. Είναι φανερό πως και για τις δύο περιπτώσεις τρέφει προσωπικό ενδιαφέρον. Ετσι γίνεται πάντα; «Φυσικά. Η θεραπεία στηρίζεται στην προσωπική σχέση. Πώς αλλιώς θα πάρει το μήνυμα ο θεραπευόμενος ότι είναι αποδεκτός; Αν όμως πειστεί πως ο θεραπευτής νοιάζεται για το καλό του, αναπτύσσει μαζί του μια σχέση εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας».

– Μια ζωή ακούω πως το 18 ΑΝΩ κινδυνεύει. Συνοπτικά, πώς έχει η κατάσταση σήμερα;

«Σήμερα η απειλή είναι μεγαλύτερη. Διοικητικά ανήκει στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, το οποίο, βάσει συμφωνιών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του υπουργείου Υγείας, το 2015 θα κλείσει. Κανείς δεν μας έχει πει ώς τώρα τι θ’ απογίνει η μονάδα. Μας διαβεβαιώνουν ότι δεν κινδυνεύει, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες από τον διευθυντή της περιφέρειας, το προσωπικό της δεν εξαιρείται από τα μέτρα περί διαθεσιμότητας – όπως άλλωστε και εκείνη στο Δαφνί. Αυτό θα έχει συνέπεια να κλείσουν διάφορα τμήματα. Ηδη δουλεύουμε στα όρια ασφαλείας. Μιλάμε για μια μονάδα με 33 δομές στην Περιφέρεια Αττικής».

– Εν τω μεταξύ οι ανάγκες έχουν θεριέψει…

«Εννοείται. Η κρίση αυξάνει γενικά τις εξαρτήσεις, δημιουργώντας και νέες – από το Διαδίκτυο, τον τζόγο, τις διατροφικές διαταραχές. Οσο δε διευρύνεται η διάδοσή τους τόσο χαμηλότερες είναι οι ηλικίες των εξαρτημένων. Αυτή την εποχή, το ναρκωτικό που θερίζει είναι η σίσα. Καταναλώνεται όχι μόνο με ηρωίνη, αλλά με ό,τι μπορείς να φανταστείς. Εδώ, υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνει κανείς κι αφού σταματήσει τη χρήση, καθώς τα ζωτικά του όργανα έχουν ήδη καταστραφεί. Αυτοί οι θάνατοι, όμως, δεν καταγράφονται πουθενά».

– Πρόσφατα ο Γιώργος Παπανδρέου επανήλθε στο ζήτημα της νομιμοποίησης του χασίς. Συμφωνείτε;

«Μου φάνηκε εντελώς άκαιρη η τοποθέτησή του. Σίγουρα το χασίς δεν ταυτίζεται με την ηρωίνη, αλλά σε μια εποχή που οι νέοι παίρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους για να μη βιώνουν την κρίση με τόση οδύνη, άλλο μήνυμα θα έπρεπε να εκπέμπεται. Το μήνυμα που χρειαζόμαστε σήμερα είναι υπέρ της συλλογικότητας και της αγωνιστικότητας!».

– Πώς σχετίζεται η ντροπή με το πρόβλημα των ναρκωτικών;

«Για δύο πράγματα δεν μιλούν τα εξαρτημένα παιδιά. Για το πένθος που δεν έχουν κάνει, θέμα που διαπραγματευόταν το προηγούμενο βιβλίο μου, και για την ντροπή. Αν η ντροπή δεν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας στη θεραπεία, μπορεί να εμποδίσει τον άνθρωπο να λειτουργήσει έτσι ώστε να πάρει ικανοποίηση από τη ζωή. Τα παγωμένα συναισθήματα στέκονται εμπόδιο στην επανένταξη στην κοινωνία, ενώ συχνά οδηγούν τους απεξαρτημένους στην υποτροπή.

Οι ρίζες της ντροπής εντοπίζονται πάντα σε κάποιον ψυχικό τραυματισμό. Η ντροπή που τυλίγει ένα παιδί δαχτυλοδεικτούμενο, επειδή είναι πια εξαρτημένο από τις ουσίες, έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενα στρώματα ντροπής που έχουν συσσωρευτεί.

Στο βιβλίο υπάρχουν συμπυκνωμένες πολλών ετών εμπειρίες. Κι αν στέκομαι στις γυναίκες τοξικομανείς κυρίως, είναι επειδή στον ανδροκρατούμενο κόσμο μας η ντροπή βασανίζει πιο έντονα το φύλο τους. Υφίστανται πολλές διακρίσεις και αδικίες μέσα στην οικογένεια, όπως και βία από πατέρα και αδελφό…».

– Απ’ ό,τι φαίνεται, πάντως, έναυσμα για τη συγγραφή του βιβλίου υπήρξε η δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών επί υπουργίας Λοβέρδου, την άνοιξη του ’12.

«Ετσι είναι. Είχε ξεσπάσει τότε μεγάλος θόρυβος. Με το που είδαμε να δημοσιοποιούνται τα προσωπικά δεδομένα 27 οροθετικών, εκδιδόμενων και τοξικομανών γυναικών, συναντηθήκαμε όλοι οι υπεύθυνοι των θεραπευτικών προγραμμάτων και στείλαμε έγγραφο στον εισαγγελέα, ενημερώνοντάς τον ότι εμείς τις δεχόμαστε πάραυτα. Δεν εισακουστήκαμε. Κάποιες όμως τις άφησαν να έρθουν από τη φυλακή, αργότερα, κι ένα από τα κορίτσια ήρθε στο 18 ΑΝΩ για να ξεκινήσει θεραπεία. Πόσο ντρεπόταν που δεν είχε αντιταχθεί στη διαπόμπευση! Τις είχαν μαζέψει όλες στη ΓΑΔΑ, τις είχαν ξυλοφορτώσει και τις είχαν αναγκάσει να υπογράψουν ότι γνώριζαν πως ήταν φορείς του AIDS. Η ψυχική οδύνη αυτής της κοπέλας με συγκλόνισε. Θεώρησα επιτακτικό να ξαναμπεί το θέμα της ντροπής στην ημερήσια διάταξη, ως ζήτημα άμεσης προτεραιότητας».

– Η φτώχεια, λέτε σ’ ένα σημείο, δεν είναι ντροπή εξ ορισμού. Γίνεται όμως όταν οι συνθήκες ζωής είναι εξαιρετικά υποβαθμισμένες, όταν η κοινωνία εξευτελίζει τους φτωχούς. Οταν είναι πολλοί εκείνοι που φτωχαίνουν, δεν επιμερίζεται κάπως αυτό το συναίσθημα;

«Επιμερίζεται εφ’ όσον πολλοί μαζί αγωνίζονται ενάντια στην ντροπή που νιώθουν. Γι’ αυτό επιμένω πως πρέπει να ενισχυθούν τα δίκτυα αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης. Η εξατομίκευση δυναμώνει την ντροπή και οδηγεί τους ανθρώπους στην παθητικότητα και την παραίτηση. Η συλλογική ενοχή του τύπου “μαζί τα φάγαμε” δεν είναι παρά ένα επιπλέον όπλο του συστήματος για να μας παραλύσει. Εμείς όμως δεν θα βγούμε από την κρίση εις βάρος της ψυχικής μας υγείας και της επιβίωσης! Τα περί εθνικής μας κατάθλιψης, δεν τα συμμερίζομαι. Πιστεύω πως πρόκειται για κατασκευή. Απλώς τα ρυάκια αντίστασης δεν έχουν ενωθεί ακόμη σ’ ένα ποτάμι που θα τους παρασύρει».

– Ορισμένοι, έχοντας πάψει να καθρεφτίζονται στο βλέμμα των άλλων, δεν νιώθουν ίχνος ντροπής. Ανάμεσα στα παραδείγματα που δίνετε, συναντάμε τους διεστραμμένους, αλλά και αυτούς που πάσχουν από βαριά μελαγχολία, τους αστέγους που έχουν εγκαταλείψει εντελώς τη σωματική τους υγιεινή. Οι πολιτικοί μας ντρέπονται;

«Οι πολιτικοί μας δεν έχουν καμία ηθική συνείδηση. Μας εμπαίζουν και το ξέρουν. Είναι αναίσχυντοι και κυνικοί. Εχουν υιοθετήσει έναν ρόλο: να πειθαρχούν στις εντολές των από πάνω και να τις εκτελούν χωρίς καμιά ενοχή για την καταστροφή ενός ολόκληρου λαού. Θα ‘θελα όμως να θυμίσω και τις περιπτώσεις των κομμουνιστών που υποβλήθηκαν σε φοβερά βασανιστήρια και όχι μόνο δεν ένιωθαν ντροπή απέναντι στους βασανιστές τους, αλλά αντίθετα ένιωθαν απίστευτη περιφρόνηση γι’ αυτούς. Οταν ο αξιακός σου κώδικας διαφέρει, δεν ταπεινώνεσαι και αυτό σού δίνει δύναμη. Ο μεγάλος εχθρός, το ξαναλέω, είναι η εξατομίκευση. Και αυτήν καλλιεργεί η κυρίαρχη ιδεολογία».

– Σ’ ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου σας αναφέρεστε στο φαύλο κύκλο της ανατροφοδότησης μίσους και ντροπής. Αυτός ο φαύλος κύκλος δεν οδηγεί και σε φαινόμενα όπως της Χρυσής Αυγής;

«Η Χρυσή Αυγή καλλιεργεί το μίσος προς οποιονδήποτε διαφέρει από τον “κανονικό” μέσο άνθρωπο, όπως τον αντιλαμβάνεται η ίδια. Ομως το μίσος παραλύει τον άνθρωπο. Τον γεμίζει φόβο και τον κάνει να ντρέπεται για το φόβο του. Το θέμα είναι να ξεπεράσει κανείς το φόβο του, να μη μένει μόνος και να μιλάει γι’αυτό που τον φοβίζει. Ομως η κρίση σε κάνει να νιώθεις πολύ μόνος και πολύ απελπισμένος και είναι εύκολο να πεις πως φταίει ο ξένος για τη δική σου άθλια κατάσταση. Αυτό πρέπει να σπάσει».

– Κάποιοι επιφανείς συνάδελφοί σας αποσυνδέουν τις αυξανόμενες αυτοκτονίες από την κρίση. Εσείς τι λέτε;

«Το να αρνείσαι πως αυτά τα δύο δεν έχουν σχέση, αποτελεί ιδεολογική θέση με την οποία διαφωνώ. Υπάρχει πάντα ένα ποσοστό στις αυτοκτονίες που δεν οφείλεται σε ψυχική διαταραχή αλλά στις κοινωνικές συνθήκες κι έχει αποδειχτεί επιστημονικά ότι σε περιόδους κρίσης οι αυτοκτονίες πολλαπλασιάζονται. Σύμφωνα με τον Στάκλερ από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όταν αυξάνεται η ανεργία κατά 3% οι αυτοκτονίες αυξάνονται κατά 4,5%. Κάποιοι όμως συνάδελφοί μου βγαίνουν στα κυρίαρχα ΜΜΕ και καθησυχάζουν τον κόσμο ώστε να μην κινητοποιηθεί».

– Η απόσταση ανάμεσα στην ντροπή και την εξέγερση είναι μεγάλη;

«Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Από την ιδεολογία των ανθρώπων, από το τι όραμα τους εμπνέει, από το κατά πόσο μένει ο καθένας στη γωνία του… Κοινωνική έκρηξη, πάντως, θα γίνει, δεν υπάρχει περίπτωση να μη γίνει. Το ερώτημα είναι αν η προοπτική της θα ‘ναι επαναστατική ή απλώς μεσοβέζικη, απογοητεύοντας έτσι τους ανθρώπους ακόμα περισσότερο. Σε γενικές γραμμές είμαι αισιόδοξη. Τα πράγματα θ’ αλλάξουν ριζικά!».

Συνταξιούχος από τον περασμένο Ιανουάριο, η Κατερίνα Μάτσα όχι μόνο δεν έχει αποκοπεί από το 18 ΑΝΩ, αλλά δουλεύει εθελοντικά και στο Κοινωνικό Ιατρείο που λειτουργεί στα Πατήσια. «Αυτές οι συλλογικότητες», λέει, «όπου καταργείται η εμπορευματοποίηση της ιατρικής πράξης, δεν έχουν ανάγκη από κομματική ομπρέλα, ασπίδα τους είναι ο κινηματικός χαρακτήρας τους. Για να προστατευτούν, χρειάζεται να διασυνδεθούν μεταξύ τους και ως κίνημα, όχι ως κόμμα, να βάλουν φραγμούς στο σύστημα. Φυσικά, εξαιρώ τα κοινωνικά ιατρεία που στήνονται με ΕΣΠΑ. Δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται έτσι μονάδες που υλοποιούν προγράμματα για να πάρουν χρήματα. Στα κινηματικά κοινωνικά ιατρεία η προσφορά είναι δωρεάν».

Κοιτάζοντας αναδρομικά τα σαράντα χρόνια της επαγγελματικής διαδρομής της, αναγνωρίζει πως πήρε «πάρα πολλά»: «Μέσα από τις σχέσεις με ανθρώπους που κουβαλάνε τεράστιο ψυχικό πόνο, μέσα από την προσπάθειά σου να τους βοηθήσεις, γίνεσαι καλύτερος. Εκείνοι σου δίνουν το κουράγιο για να συνεχίσεις να πορεύεσαι με το κεφάλι ψηλά. Το ίδιο έχω να πω και για την πολιτική και συνδικαλιστική μου δράση. Ως τροτσκίστρια, με εμπνέει η διαρκής επανάσταση σε όλα τα επίπεδα. Ιδιος είναι και ο αγώνας για τη ζωή, τη χειραφέτηση και την αξιοπρέπεια. Ως ψυχίατρος δίνω τη μάχη για να χειραφετηθούν οι άνθρωποι από τις ουσίες, από τα κάθε είδους δεσμά. Αλλά αυτή η χειραφέτηση είναι εφικτή στο βαθμό που αγωνίζεται κανείς και για την κοινωνική χειραφέτηση».

Dec 132013
 

Μια συζήτηση με το φίλο και συνάδελφο Bill Say για την κατάσταση στην Ελλάδα, τις επιπτώσεις της και τις νέες οπτικές που αναδύονται…  Σύνδεση San Francisco και Αθήνας, μέσω skype, απόπειρες βιντεοσκόπησης με ερασιτεχνικά μέσα. Θολή η εικόνα, ουσιώδης η συζύτηση. Ένα project του IAPOP (International Association of Process Oriented Psychology) με συνεντεύξεις μελών του.

 

 

 

 

 

May 262013
 

 

Ναόμι Κλάιν @Radiobubble: Η κλιματική αλλαγή είναι το καλύτερό μας επιχείρημα ενάντια στον καπιταλισμό

Η Ναόμι Κλάιν στον ραδιοφωνικό αέρα του Radiobubble, σε μια συζήτηση για την οικονομική και περιβαλλοντολογική κρίση και για το πώς η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την οικονομική και πολιτική σκηνή. Αλλά επίσης για τη νέα τηςδουλειά, τα μεταλλεία χρυσού και το κίνημα εναντίον τους στις Σκουριές, το πετρέλαιο, τους πισσόλακους και το κίνημα Idle No More στον Καναδά.

Ο τρόπος που σε μια στιγμή οικονομικής απελπισίας κυβερνήσεις και εταιρίες χρησιμοποιούν την κρίση σαν πρόσχημα για την καταστροφή του περιβάλλοντος στο όνομα του κέρδους, πείθοντας πως αυτός είναι ο ευκολότερος τρόπος «να κάνουμε λεφτά», οι τακτικές εκφοβισμού, η έλλειψη ξεκάθαρης πρότασης ενός άλλου, ριζοσπαστικού οράματος για την οικονομία, είναι ανάμεσα στα ζητήματα που προσεγγίζουμε, μαζί με το πραγματικό κόστος που οι άνθρωποι θα πληρώσουν αν επιτρέψουμε στον καπιταλισμό να συνεχίσει αυτόν τον καστροφικό δρόμο.

Ακόμα μιλάμε για τα κινήματα, τη στιγμή που η ιστορία μας καλεί να δημιουργήσουμε δικές μας εναλλακτικές, την ελπίδα και τον μικρό Τόμα.

Jaquou Utopie: Η πρώτη φορά που συνάντησα τη δουλειά σας ήταν με το ντοκιμαντέρ «Η Κατάληψη», εδώ και χρόνια. Για μένα η Αργεντινή ήταν μια έκπληξη. Μετά από αυτό παρακολούθησα τα βιβλία και τη δημοσιογραφική σας δουλειά. Η είδηση του ερχομού σας στην Αθήνα εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα τόσο στον χώρο των ακτιβιστών όσο και στις σελίδες των ΜΜΕ.

Ναόμι Κλάιν: Που έγραψαν διάφορα ηλίθια σχόλια.

J.U: Ναι, παρακολούθησα τι συνέβη στο twitter.

Ναόμι Κλάιν : Το όλο θέμα με την Ναόμι Κάμπελ.

J. U: Είμαι σίγουρη πως έχετε ήδη νιώσει πως το «Δόγμα του Σοκ» δεν είναι απλά ένα best seller, αλλά κάτι που όλοι συζητάνε με διάφορους τρόπους στην Αθήνα. Λοιπόν τι σας έφερε στην Ελλάδα. Ξέρω είναι αναμενόμενη ερώτηση, αλλά…

Ν. Κ : Όπως με ρώτησε κάποιος που συνάντησα πρόσφατα σε ένα κοινωνικό Ιατρείο « Γιατί άργησες τόσο;». Η αλήθεια είναι πως ήθελα να έρθω στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια, από τη στιγμή που η κρίση χτύπησε τη χώρα και η αντίσταση ήταν τόσο δυναμική. Και το Bfest με καλούσε εδώ και καιρό.

Ήρθα τώρα γιατί τα τέσσερα τελευταία χρόνια δουλεύω πάνω σε ένα νέο βιβλίο, που είναι και ο λόγος που δεν μπόρεσα να έρθω νωρίτερα, και το βιβλίο αφορά την κλιματική αλλαγή και την οικολογική κρίση. Το επιχείρημα που αναπτύσσω στο νέο μου βιβλίο είναι πως οι λύσεις στην οικολογική κρίση, και ειδικά στην κλιματική κρίση, είναι επίσης οι λύσεις στην οικονομική κρίση. Ότι εκεί εμπεριέχονται οι λύσεις για ένα νέο οικονομικό μοντέλο, αν ξεκινήσουμε με οικολογικά όρια, αν ξεκινήσουμε με τον τρόπο που οδηγούμε τον πλανήτη στα φυσικά του όρια. Κι ότι θα μπορούσαμε αν σκεφτούμε πώς να χτίσουμε μια οικονομία που θα σεβόταν τα φυσικά όρια , να χτίσουμε έτσι και μια οικονομία που θα σεβόταν τους ανθρώπους, τα δικά μας όρια. Είναι λοιπόν στην πραγματικότητα μια συνολική προσέγγιση.

Είναι κι ένα επιχείρημα που οδηγεί στο συμπέρασμα πως η Αριστερά πρέπει να τοποθετήσει το περιβάλλον κεντρικά στην ανάλυσή της, κάτι που στην ουσία δεν έχει κάνει ποτέ πραγματικά. Το περιβάλλον είναι πάντα ένα θέμα που είτε αγνοείται, είτε προστίθεται και πάντα εγκαταλείπεται όταν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό.

Και πιστεύω πως αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή δείχνει με δραματικό τρόπο γιατί υπάρχει αυτό το πρόβλημα. Γιατί στο όνομα της οικονομικής κρίσης, σαν μέρος αυτού που εγώ ονομάζω το Δόγμα του Σoκ, δεν βλέπουμε μόνο να γίνεται επίθεση στους ανθρώπους αλλά και στο φυσικό περιβάλλον. Παρακολουθώ την διαμάχη στις Σκουριές, ξέρετε πως εκεί δραστηριοποιείται μια Καναδική Εταιρεία εξόρυξης χρυσού, και προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε την καταστολή που ακολουθεί τις καναδικές εταιρίες εξορύξεων ανά τον κόσμο, κι όχι μόνο τις εταιρίες που εξορύσσουν χρυσό, αλλά και χαλκό, κάθε είδους εξορύξεις. Αυτή άλλωστε είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική βιομηχανία του Καναδά αλλά και η βιομηχανία με τη μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα στο εξωτερικό. Και στη συνέχεια άρχισα να συνειδητοποιώ πως δεν ήταν μόνο τα μεταλλεία, ήταν επίσης το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, το νερό και στην πραγματικότητα είμαστε μάρτυρες ενός αγώνα δρόμου για την εξόρυξη και ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων της Ελλάδας, με ένα τρόπο που είναι πολύ καταστροφικός για το περιβάλλον αλλά και τη κλιματική αλλαγή. Γιατί μιλάμε για ορυκτά καύσιμα, μιλάμε για λιγνίτη, κάρβουνο, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, τα χειρότερα δηλαδή, αλλά και την αποψίλωση των δασών που έρχεται μαζί με τη διαδικασία εξορύξεων. Και ξέρω πως αυτό δεν είναι το σημείο που επικεντρώνεται η ελληνική συζήτηση αυτή τη στιγμή, όπως ξέρω και πως οι άνθρωποι περιμένουν από μένα να μιλάω κυρίως για την οικονομική πολιτική, αλλά πραγματικά νομίζω πως πρέπει να δούμε όλες αυτές τις συνδέσεις από πολύ πιο κοντά. Αυτό λοιπόν κάνω εδώ, κάνω έρευνα για το επόμενό μου βιβλίο, και παρατηρώ τις επιθέσεις στο περιβάλλον εδώ υπό το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης.

J.U : Θα μπορούσα να ισχυριστώ πως στην Ελλάδα το περιβαλλοντολογικό πρόβλημα αποτελεί μέρος της συζήτησης με δύο τρόπους. Ο ένας τρόπος εμφανίζεται μέσω του γεγονότος ότι έχουμε ένα πολύ μεγάλο κίνημα στις Σκουριές, που αφορά τόσο ακτιβιστές όσο και πολίτες της περιοχής και έχει αντίκτυπο σε όλη την Ελλάδα, κυρίως μέσω των εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης. Στη συνέχεια βέβαια, όταν πια η καταστολή έκανε την εμφάνισή της βρήκε και τον δρόμο του προς τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Και ο άλλος τρόπος είναι λόγο του πως οι έλληνες πολιτικοί χρησιμοποιούν αυτό που εμφανίζουν σαν τον πλούτο της Ελλάδας, του εδάφους της, την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου. Μας τα παρουσιάζουν σαν τον κύριο τρόπο, ή έστω έναν από τους κύριους τρόπους να βγούμε από την κρίση. Πως νομίζετε πως πρέπει να απαντήσουμε σε αυτό;

Ν.Κ : Για μένα αυτά τα επιχειρήματα αποτελούν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του πως η οικονομική κρίση χρησιμοποιείται για την επίθεση στο περιβάλλον και βαθαίνει την κλιματική κρίση. Είναι ο τρόπος που ρητά λένε στους Έλληνες πως αν κάνετε εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Ιόνιο και στο Αιγαίο, τότε θα ξεφύγετε με κάποιο τρόπο από την λιτότητα. Και έχω διαβάσει άρθρα όπου αυτό γίνεται ξεκάθαρο. Τα περισσότερα τέτοια άρθρα δεν μεταφράζονται στα αγγλικά, αλλά διάβασα ένα άρθρο στο Reuters όπου ρητά ξεκαθάριζαν πως το ποσό που η Ελλάδα ξοδεύει εισάγοντας πετρέλαιο και φυσικό αέριο είναι το ίδιο με το ποσό που ζητούν οι ξένοι δανειστές. Επομένως αν κάνετε εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου τότε δεν θα χρειάζεστε πια τη λιτότητα. Προφανώς αυτό είναι ένα ιδιαίτερα δελεαστικό επιχείρημα για τους ανθρώπους που υποφέρουν τόσο βαθειά. Και θεωρώ πως είναι απολύτως ανήθικο να προβάλλεται αυτό το επιχείρημα, γιατί είναι ψέμα.

J.U : Και κανείς δεν μιλάει για τον ρόλο των επιχειρήσεων σε αυτή την περίπτωση.

Ν.K : Αλλά επιπλέον οι δανειστές σας θέλουν να ξεχρεωθούν βραχυπρόθεσμα, κι όχι μακροπρόθεσμα. Θα διαρκέσει όμως πολύ χρόνο μέχρι να έχεις στα χέρια σου τις απολαβές από το πετρέλαιο και το αέριο. Τα γεγονότα δεν ακολουθούν την ίδια χρονική κλίμακα. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Η Ελλάδα υπόκειται σε λιτότητα και ιδιωτικοποιήσεις και επιπλέον θα δει το περιβάλλον της να καταστρέφεται. Δεν είναι ότι με τον ένα τρόπο αντιμετώπισης θα ξεφύγει από τον άλλο. Απλά γίνεται κατανοητό πως σε στιγμές απόγνωσης μπορείς να πεις ένα τέτοιο ψέμα. Και είναι ψέμα, ενα βαθειά χειριστικό ψέμα. Γιατί είναι η στιγμή που οι άνθρωποι είναι τόσο απεγνωσμένοι για μια ελπίδα να ξεφύγουν από την κρίση, που θα πιστέψουν κάτι τόσο αβάσιμο. Πως ναι, θα έχετε ένα πετρελαϊκό «πάρτυ» και ξαφνικά όλα θα είναι καλά.

Στη χώρα μου, τον Καναδά, είναι αλήθεια πως έχουμε σε μεγάλο βαθμό ξεφύγει από την οικονομική κρίση, συγκρινόμενοι με άλλες χώρες, αν και σε καμία περίπτωση τελείως. Η οικονομική κρίση δεν χτύπησε τον Καναδά ούτε κατά προσέγγιση τόσο σκληρά όσο την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, εν μέρει γιατί έγινε μια μαζική επέκταση της εξόρυξης πετρελαίου. Στον Καναδά αυτό συνέβαινε ήδη και θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμα πιο γρήγορα, και μιλάω για την χρήση αμμόπισσας (tar sands) στην Αλμπέρτα, που είναι η πιο βρώμικη μορφή πετρελαίου. Παράγει τρεις φορές περισσότερο άνθρακα από ένα συμβατικό βαρέλι πετρελαίου, επειδή το πετρέλαιο βρίσκεται σε στερεά μορφή στην άμμο.

Επομένως αυτό το επιχείρημα έχει χρησιμοποιηθεί με μεγάλη αποτελεσματικότητα στη χώρα μου. Μας είπαν ότι ακριβώς είπαν και στους Έλληνες: δεν έχετε το περιθώριο να νοιάζεστε για το περιβάλλον σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Κι έτσι η χώρα μου, που ήταν μια από αυτές που είχε υπογράψει το Πρωτόκολλο του Κιότο, απλά εγκατέλειψε το Πρωτόκολλο, ώστε να μπορεί να εξορύσσει αυτό το βρώμικο πετρέλαιο, και να έχει τη δυνατότητα να αυξάνουμε τις εκπομπές αερίων. Αυξήσαμε άλλωστε τις εκπομπές αερίων πάνω από 30% κατά την περίοδο της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου.

Δεν είναι λοιπόν η μοναδική περίπτωση η Ελλάδα όπου η οικονομική κρίση χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για να καταστραφεί το φυσικό περιβάλλον. Αλλά επιπλέον του γεγονότος ότι δεν είναι αλήθεια για την Ελλάδα, μιας και τα χρονοδιαγράμματα δεν ταιριάζουν, το οικονομικό κόστος της κλιματικής αλλαγής είναι τρομακτικά υψηλό και για τους υπόλοιπους τομείς . Η ελληνική οικονομία εξαρτάται φοβερά από τον τουρισμό, την αλιεία , κι αυτές είναι δύο βιομηχανίες που επηρεάζονται πολύ από την κλιματική αλλαγή. Και δεν αναφέρω καν το γεγονός ότι ζείτε σε μια παραθαλάσσια χώρα, έτσι είστε πολύ ευάλωτοι στην άνοδο του ύψους θαλάσσιων υδάτων και εξίσου ευάλωτοι στην οξείδωση των ωκεανών και την επίδρασή της στους κοραλλιογενείς υφάλους. Προφανώς αυτό επηρεάζει αμφότερα τουρισμό και αλιεία.

J.U : Και αν προσθέσω τους σεισμούς δεν θέλω να σκεφτώ τι μπορεί να συμβεί.

Ν.K : Και τις δασικές πυρκαγιές, που έχουμε δει πρόσφατα άλλωστε στην Ελλάδα.

J.U : Θα λέγατε λοιπόν ότι από την πρώτη σας προσέγγιση με το Δόγμα του Σόκ, αυτή η είναι μια από τις αλλαγές που συμβαίνουν σε επίπεδο παγκόσμιας οικονομίας. Εννοώ στον τρόπο που η παγκόσμια οικονομία προσεγγίζει πλέον την οικονομική κρίση. Ή βλέπετε κι άλλες.

Ν.Κ : Η αλήθεια είναι πως ο τρόπος που η οικονομική κρίση έχει χρησιμοποιηθεί για να επιβάλει τη λιτότητα είναι κλασικό παράδειγμα του Δόγματος του Σοκ. Συχνά παίρνω email από ανθρώπους που με ρωτάνε γιατί δεν προσθέτεις στο βιβλίο ένα κεφάλαιο για την Ελλάδα, ή ένα για την Ισπανία. Μα θα ήταν τότε πραγματικά επαναλαμβανόμενο το βιβλίο τότε!

Η αλήθεια είναι πως έγραψα το βιβλίο ώστε να χρησιμεύσει σαν εργαλείο για τις κοινωνίες που βρίσκονται εν μέσω κρίσης. Για να μπορούμε να δούμε τους πολλαπλούς διαφορετικούς τρόπους που το σοκ χρησιμοποιείται. Κάθε χώρα που περιγράφω είναι κι ένα διαφορετικό παράδειγμα. Αυτό που συνέβη στη Νότια Αφρική δεν είναι ίδιο με αυτό που συνέβη στην Ρωσία και ούτε με αυτό που συνέβη στην Πολωνία. Αλλά υπάρχουν κοινά στοιχεία. Τελειώνω το βιβλίο με την κλιματική αλλαγή. Δείχνω πως οι φυσικές καταστροφές είναι ένα από τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβανόμενου και του τυφώνα Κατρίνα, μιας και γνωρίζουμε πως οι όλο και αυξανόμενοι έντονοι τυφώνες συμβαίνουν γιατί οι ωκεανοί λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας αποθηκεύουν μεγαλύτερη θερμότητα και αυτό προκαλεί ισχυρότερες καταιγίδες.

Αυτό που συνέβη στη Νέα Ορλεάνη μετά τον τυφώνα Κατρίνα ήταν ένα συνδυασμός των αποτελεσμάτων του θερμότερου καιρού και της αδύναμης υποδομής, λόγω των τριάντα χρόνων νεοφιλελευθερισμού που συσσωρεύονται, με τις εισφορές να έχουν καταρρεύσει, το κράτος να είναι μη λειτουργικό, να μην μπορεί να βοηθήσεις τους ανθρώπους, να μην μπορεί να εφαρμόσει τις πιο βασικές του λειτουργίες.

Θυμάσαι αυτή την τρελή στιγμή που έμοιαζε πως ο Οργανισμός Διαχείρισης Ομοσπονδιακών Καταστροφών (Federal Emergency Management Αgency, FEMA) δεν μπορούσε για πέντε μέρες να εντοπίσει που ήταν η Νέα Ορλεάνη;

Αυτός λοιπόν είναι ο φόβος. Ότι η κλιματική αλλαγή είναι η μεγαλύτερη καταστροφή που έχουμε αντιμετωπίσει ποτέ σαν ανθρωπότητα και επηρεάζει τον καθένα στον πλανήτη. Κι αν δεν αλλάξουμε δραστικά την πορεία και τις αρχές που κυβερνούν την κοινωνία μας, η κλιματική αλλαγή θα χρησιμοποιηθεί σαν την τελική ευκαιρία του καταστροφικού καπιταλισμού. Ήδη χρησιμοποιείται. Με το εμπόριο εκπομπής αερίων άνθρακα, με αρπαγές γης, σε όλη την λατινική Αμερική, την Αφρική, την Ασία όπου τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις καταλήγουν να χρησιμοποιούνται για την τροφή των πλουσιότερων κρατών, την παραγωγή βιοκαυσίμων, και για ανταλλακτικές μονάδες εκπομπής καυσαερίων με διάφορες απάτες. Έτσι ήδη βλέπουμε πως ο καπιταλισμός μετατρέπει την κλιματική αλλαγή σε μια ευκαιρία παραγωγής κέρδους, ενώ την ίδια στιγμή δεν αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση, χωρίς ουσιαστικά να μειώνει την εκπομπή καυσαερίων στα επίπεδα που χρειαζόμαστε για να αντιμετωπίσουμε την οικολογική κρίση.

Επομένως το ερώτημα παραμένει, θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο; Δεν θέλω να γράψω ένα βιβλίο που απλά θα λέει πως αυτό που ζούμε είναι άλλη μια καταστροφή. Πιστεύω ότι κάτι άλλο συμβαίνει με την κλιματική αλλαγή. Κι αυτό είναι πως η επιστημονική γνώση είναι πλέον ξεκάθαρη. Ξέρουμε , έχουμε τους στόχους. Και η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που η επιστήμη μας ζητάει, εννοώντας να μειώσουμε τις εκπομπές καυσαερίων τόσο δραματικά όσο χρειάζεται στο ξεκάθαρο χρονικό διάστημα που μας δίνεται. Από σήμερα μέχρι το 2020 πρέπει να έχουμε κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Μέχρι το 2050 θα πρέπει να βγάλουμε τη χρήση υδρογονανθράκων από την οικονομία μας. Αυτό είναι ασύμβατο με τον καπιταλισμό. Δεν μπορεί να συμβεί στα πλαίσιά του.

Έχουμε όλες αυτές τις πράσινες ομάδες που προσπάθησαν να μας πουλήσουν την ιδέα ενός πράσινου καπιταλισμού, της πράσινης ανάπτυξης, των καταναλωτικών λύσεων, των λύσεων στα πλαίσια της αγοράς. Αλλά είχαν την ευκαιρία τους τα τελευταία 22 χρόνια. Τόσο είναι το χρονικό διάστημα που συζητάμε τέτοιες λύσεις και διαπραγματευόμαστε κλιματική λύση. Σε αυτό το χρονικό διάστημα οι εκπομπές καυσαερίων έχουν αυξηθεί κατά 54%. Έτσι νομίζω πως είναι δίκαιο να λέμε πια πως οι λύσεις της αγοράς απέτυχαν. Η αγορά εκπομπών άνθρακα απέτυχε. Κι έτσι τώρα είναι η ώρα να σταματήσουμε τις εκπομπές καυσαερίων με σοβαρό τρόπο, στην πηγή τους, να αφήσουμε τον άνθρακα στο έδαφος.

Μπορεί να γίνει αυτό με τρόπο που να είναι συμβατός με αυτό που απαιτεί ο καπιταλισμός από την οικονομία, που είναι διαρκής ανάπτυξη και εξάπλωση; Απλά όχι. Τα νούμερα το λένε. Ο μόνος τρόπος που οικονομολόγοι, όπως ο Νίκολας Στέρν, κατάφεραν να ισχυρίζονται πως μπορείς να συνδυάσεις τις δράσεις για το περιβάλλον με την οικονομική ανάπτυξη, είναι μόνο αν κόψεις τις εκπομπές αερίων κατά 3% τον χρόνο. Όμως σήμερα οι επιστήμονες λένε πως πρέπει να περικόψουμε τις εκπομπές αερίων σε ποσοστό 9-10% το χρόνο. Κι αυτό σημαίνει συστολή. Που θα πει ότι αν θέλουμε να επιζήσουμε σαν είδος και να προστατεύσουμε την κατοικησιμότητα του πλανήτη χρειαζόμαστε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, θα πρέπει να σκεφτόμαστε τελείως διαφορετικά.

Και νομίζω πως αυτό, με κάποιους τρόπος είναι δώρο. Γιατί σημαίνει πως έχουμε μια τεράστια ηθική υπεροχή. Η Δεξιά μας ρωτά διαρκώς : ποια είναι η εναλλακτική σας πρόταση; Δεν υπάρχει πραγματικά εναλλακτική πρόταση για να αντιμετωπίσεις πραγματικά αυτή την κρίση. Και γι΄αυτό βρίσκω πολύ παράξενο αυτό που συμβαίνει στην Αριστερά. Βέβαια υπάρχουν εξαιρέσεις, υπάρχουν άνθρωποι στην ριζοσπαστική αριστερά που έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα. Αλλά αυτοί είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό. Και αυτό που προσπαθώ να περάσω είναι πως αυτό είναι το καλύτερο επιχείρημα που είχαμε ποτέ ενάντια στον καπιταλισμό. Και πως οι βαθιές, πραγματικές λύσεις για την κλιματική κρίση, είναι αυτές που παίρνουμε επιτέλους τον έλεγχο της οικονομίας. Παλεύουμε ενάντια στις εμπορικές συμφωνίες για δεκαετίες. Αυτό είναι το καλύτερο επιχείρημα που έχουμε ενάντια στο ελεύθερο εμπόριο. Η ανάγκη να μετατρέψουμε την οικονομία μας σε τοπική οικονομία. Να εκδημοκρατίσουμε τις οικονομίες μας. Καταλαβαίνω γιατί οι παραδοσιακοί, κρατιστές σοσιαλιστές, δεν μπορούν να κατανοήσουν. Όμως ο κρατικός σοσιαλισμός ήταν επίσης μια καταστροφή. Νομίζω πως για εμάς που παλεύουμε για μια πιο αποκεντρωμένη οικονομία, για ένα διαφορετικό σύστημα αγροτική παραγωγής, για ένα διαφορετικό σύστημα παραγωγής εν γένει, όλες αυτές οι αρχές τοπικού ελέγχου και αποκέντρωσης είναι απολύτως συμβατές με τις πραγματικές περιβαλλοντολογικές λύσεις.

Σκεφτείτε τη συμβαίνει σε αυτή τη χώρα με την αγορά ενέργειας, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πια την οικονομική δυνατότητα να ζεστάνουν τα σπίτια τους.

J.U : Ή να μετακινήσουν τα αυτοκίνητά τους τον τελευταίο χρόνο.

Ν.K : Μα ναι, αυτό είναι το κλειδί. Δημιουργεί το πλαίσιο στο οποίο μπορούμε πια να μιλάμε για δημόσιες μεταφορές. Επαναστατικές, δημόσιες μεταφορές που πραγματικά θα ελέγχονται από τους ανθρώπους, όχι από το κράτος, αλλά από τους χρήστες τους, τους εργαζόμενους.

Και επιπλέον άλλο ένα θέμα που θεωρώ ότι αποτελεί πρόβλημα ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη είναι ο τομέας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτός ο τομέας «πουλήθηκε» πολύ επιθετικά από μεγάλες πολυεθνικές που δημιούργησαν τεράστιες εκτάσεις γεμάτες ανεμογεννήτριες και ηλιακά πάνελ, που δεν ελεγχόταν από τις τοπικές κοινωνίες και οι άνθρωποι ένιωθαν πως έχανα τελείως τον έλεγχο. Οι περιπτώσεις που η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία ήταν στις χώρες όπου έχεις πραγματικά κινήματα για κοινοτικά ελεγχόμενα προγράμματα ανανεώσιμης ενέργειας. Έτσι οι απόψεις των ανθρώπων άλλαξαν, έχοντας την αίσθηση του ελέγχου παίρνουν τις αποφάσεις και ούτε κατά διάνοια έχεις την αντίδραση που βλέπεις εδώ στην Ελλάδα ή την Ισπανία. Αυτό είναι άλλο ένα παράδειγμα. Μιλήσαμε για τους τρόπους που το περιβάλλον δέχεται επίθεση κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Στην Ελλάδα αυτό δεν συμβαίνει μόνο μέσω της προώθησης για περισσότερο πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κάρβουνο και εξορύξεις, αλλά και από το γεγονός πως οι επιδοτήσεις για τη χρήση ηλιακής ενέργειας περικόπτονται και περιβαλλοντολογικές πολιτικές που μέχρι τώρα δούλευαν αποσύρονται

J. U : Tα τελευταία χρόνια και κατά τη διάρκεια της κρίσης τα κινήματα που αναδύθηκαν είχαν τη μορφή του κινήματος της πλατείας Ταχρίρ, των Ιντιγνάδος στην Ισπανία, των ελληνικών πλατειών και του Occupy Wall Street και δεν προσέγγισαν στον πυρήνα των επιχειρημάτων τους το περιβαλλοντολογικό πρόβλημα. Αν και ξέρω πως στις ΗΠΑ και τον Καναδά έχουμε κινήματα σαν το Idle No More όπως και καμπάνιες στις οποίες συμμετέχετε στις ΗΠΑ. Νομίζετε πως αυτά τα κινήματα μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους και να μετατραπούν σε παγκόσμια κινήματα. Το είδαμε να συμβαίνει στα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση αλλά αυτή τη στιγμή είναι σαν να κινητοποιείται ο καθένας για τον εαυτό του. Και επίσης μπορούν να κάνουν ένα βήμα παραπέρα και να εντάξουν το θέμα του περιβάλλοντος στην ατζέντα τους;

Ν. Κ : Νομίζω πως ήδη αρχίζει να συμβαίνει. Αυτή είναι μια στιγμή που κάποιος μου την περιέγραψε πρόσφατα σαν την άμπωτη των κινημάτων αντίστασης στην Ευρώπη. Κι αυτό σαν φαινόμενο είναι κάτι παραπάνω από κυκλικό. Νομίζω πως κατευθυνόμαστε προς ένα τοίχο όσον αφορά την πολιτική της σκέτης αντίστασης, του να λέμε απλά «όχι στην λιτότητα» και νομίζω πως ενώ αυτή είναι κάτι παραπάνω από μια στιγμή άμπωτης στο ευρωπαϊκό κίνημα, σημαίνει επίσης πως οι άνθρωποι πραγματικά αναρωτιούνται τι θα ακολουθήσει, ποια θα είναι η επόμενη στρατηγική και νιώθουν τα όρια της πολιτικής της απλής αντίστασης, του απλά να λες «όχι», χωρίς αυτό να σημαίνει πως το όχι δεν είναι σημαντικό. Πρέπει να λέμε «όχι», γιατί αυτό μας δίνει χώρο να αναπνεύσουμε και να δημιουργήσουμε την εναλλακτική. Αλλά νομίζω πως αυτό που διακρίνεται πια είναι πως πλέον οι τακτικές φόβου είναι πολύ ισχυρές, το βλέπεις ξεκάθαρα και στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Σου λένε «τι σημαίνει το όχι;», σημαίνει το τέλος του κόσμου, σημαίνει την καταστροφή αυτού που έχει απομείνει από την οικονομία.

Θεωρώ ότι είναι ξεκάθαρο πως οι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να συμφωνήσουν με αυτό το «όχι», εκτός αν δουν μπροστά τους ένα μονοπάτι το οποίο νιώθουν ως πραγματικά ελπιδοφόρο, το πιστεύουν ως αληθινό. Ξέρω πως υπάρχουν διαφωνίες πάνω σ’ αυτό. Αλλά πιστεύω πως είναι ξεκάθαρο από τα αποτελέσματα των εκλογών σας. Οι άνθρωποι βρίσκονται στο σημείο που φοβούνται να ακολουθήσουν το «όχι». Φοβούνται τις συνέπειες. Επομένως πρέπει να υπάρξει μια καθαρή άρθρωση του ΝΑΙ. Θα πρέπει να δώθεί έμπνευση. Και εκεί νομίζω πως αν εντάξουμε την περιβαλλοντολογική και κλιματική κρίση εισάγουμε ένα άλλο όραμα, ένα ριζοσπαστικά διαφορετικό όραμα για την οικονομία.

Το σύστημα διαχείρισης ενέργειας έχει απολύτως διαρραγεί σε αυτή τη χώρα. Είναι λοιπόν η ώρα να μιλήσουμε για ένα τελείως διαφορετικό σύστημα στον τομέα της ενέργειας. Όχι μόνο για την εθνικοποίηση του, ή την αντίσταση στην ιδιωτικοποίησή του. Χρειάζεται βέβαια να αντισταθείς στην ιδιωτικοποίηση. Γιατί αν όλοι οι ενεργειακοί πόροι πουληθούνε σε εταιρίες έχεις πολύ λιγότερη δύναμη να ξαναφτιάξεις το σύστημα ενέργειας. Επομένως το «όχι» κι εδώ είναι σημαντικό. Αλλά το όχι είναι μόνο η αρχή της εναλλακτικής λύσης, δεν είναι η ίδια η εναλλακτική λύση. Επομένως νομίζω πως οι άνθρωποι θέλουν να αρχίσουν να αρθρώνουν αυτές τις εναλλακτικές.

Και θεωρώ επιπλέον πως θέλουν να νιώσουν πως υπάρχει μια παγκόσμια δικτύωση. Πως χρειάζεται η αίσθηση πως αυτό μπορεί να συμβεί παντού, διαφορετικά οι εναλλακτικές μοιάζουν πολύ μικρές. Κι αυτό είναι άλλο ένα πρόβλημα. Ξέρουμε ότι τα προβλήματά μας είναι τόσο μεγάλα και τόσο διασυνδεδεμένα μεταξύ τους που δεν γίνεται πιστευτό όταν μιλάμε για μια τοπική μικρή εναλλακτική. Πως είναι δυνατόν ένα μικρό αγρόκτημα, ή ένα τοπικό ενεργειακό σχέδιο να προκαλέσει ρήγμα σε ένα τόσο τεράστιο σύστημα, είτε αυτό είναι το τραπεζικό σύστημα είτε είναι το κλιματικό. Επομένως πρέπει να δουλέψουμε μαζί και να παρουσιάσουμε ένα όραμα όπου ναι, θα υπάρχουν μικρές, τοπικά ελεγχόμενες εναλλακτικές, αλλά που θα συμβαίνουν παντού. Και αυτό βλέπω σαν τον μελλοντικό μας στόχο. Έστω κι αν είναι δύσκολος.

Με το Occupy έζησα κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Η κλιματική κρίση δεν αναφερόταν καθόλου στα πρώτα κείμενα και μανιφέστα τους που δημοσιεύτηκαν. Στη συνέχεια κάποιος προσέθεσε κάτι για τα γεννητικά τροποποιημένα τρόφιμα. Αλλά μέχρι εκεί. Και από την αρχή σκέφτηκα τον ρόλο μου εκεί ως του ανθρώπου που θα προωθεί αυτά τα ερωτήματα. Στην τοποθέτησή μου στην πλατεία προσπάθησα να κάνω τη σύνδεση με αυτά τα ζητήματα. Βρισκόταν βέβαια ήδη εκεί οργανικά, με την έννοια πως το φαγητό ήταν από τοπικούς παραγωγούς, χρησιμοποιούσαν μόνιμες καλλιέργειες και συστήματα ανακύκλωσης νερού Greywater για να πλένουν τα πιάτα και όταν η αστυνομία πήρε τις γεννήτριες τις αντικατέστησαν με ποδήλατα – γεννήτριες. Δεν είναι λοιπόν ότι δεν υπήρχε οικολογική συνείδηση. Υπήρχε. Αλλά δεν υπήρχε στην κριτική απέναντι στο σύστημα, δεν ήταν κεντρικό ζήτημα. Και ρώτησα μια ομάδα από τους διοργανωτές γιατί συνέβη αυτό, και οι απαντήσεις ήταν παρόμοιες με αυτό που ακούς στην Ελλάδα σήμερα. «Εστιάζουμε στα επείγοντα ζητήματα. Εστιάζουμε στο γεγονός ότι οι άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους και δεν έχουν φαγητό και αυτό είναι κάτι μακρινό και αόριστο».

Λοιπόν, πριν λίγους μήνες ένας δυνατός τυφώνας χτύπησε τη Νέα Υόρκη και το κίνημα Occupy Wall Street επανήλθε με το όνομα Occupy Sandy, δημιουργώντας έναν εκπληκτικό οργανισμό ανακούφισης. Το Occupy μετενσαρκώθηκε ουσιαστικά, σε ένα κίνημα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας για ανθρώπους που δεν είχαν πια ηλεκτρικό, δεν είχαν φαγητό , υγειονομική περίθαλψη, στηνόταν εθελοντικές κλινικές, και ναι οι άνθρωποι μιλούσαν πια για τη κλιματική αλλαγή και ξαφνικά δεν έμοιαζε τόσο αφηρημένη έννοια. Η αλήθεια είναι πως αυτή η ιδέα πως η κλιματική αλλαγή είναι κάτι μακρινό, μια φαντασίωση για την οποία δεν έχουμε χρόνο να μιλήσουμε, εξαφανίζεται σε μια στιγμή όταν χτυπά την πόρτα μας η καταστροφή. Επομένως καλύτερα να προετοιμαστούμε και όχι απλά να περιμένουμε να συμβεί. Είναι πια βέβαιο πως το πέρασμα του τυφώνα Σάντυ από τη Νέα Υόρκη άλλαξε το κίνημα Occupy Wall Street. Οι άνθρωποι πια έχουν συνδεθεί με το ζήτημα .

J.U : Έχουμε ένα αντίστοιχο παράδειγμα στην Ελλάδα με τις Σκουριές. Στην πραγματικότητα κατά καιρούς εμφανίζονται αντίστοιχα παραδείγματα που μοιάζουν κυρίως τοπικά. Ίσως οι Σκουριές αλλάξουν αυτό τον τρόπο αντιμετώπισης. Ίσως οι Σκουριές είναι ένα βήμα προς την αλλαγή της συζήτησης στην Ελλάδα για το περιβάλλον.

Ν.K : Και ίσως και το θέμα των υδρογονανθράκων. Ακόμα βέβαια αυτή η συζήτηση δεν έχει πάρει μαζικό χαρακτήρα, ακόμα οι ειδικοί συζητούν το σενάριο. Αλλά δεν γίνονται κι εξορύξεις ακόμα. Ίσως όταν οι σεισμικές μελέτες κάνουν την εμφάνισή τους γίνει περισσότερη συζήτηση για το αν τελικά αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθηθεί.

J.U : Αυτό είναι πρόβλημα της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Λόγο έχουν οι ειδικοί και οι πολιτικοί και ποτέ οι πολίτες. Είναι κάτι εντυπωσιακό στα ελληνικά μμε. Ποτέ δεν βλέπεις ρεπορτάζ με τη γνώμη των πολιτών. Είναι κάτι εντυπωσιακό που δεν συμβαίνει με τον ίδιο τρόπο σε ξένα μέσα ενημέρωσης. Απορώ γιατί.

Ν. Κ: Ναι, το έχω προσέξει αυτό.

Θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα. Ανέφερες το κίνημα Ιdle No More. Για εμένα το Ιdle No More είναι μια εξέλιξη αυτών των κινημάτων. Χτίζεται πάνω σε γνωστές τακτικές αλλά είναι στην πραγματικότητα πολύ διαφορετικό. Νομίζω πως αυτό που το κάνει πιο συναρπαστικό είναι το γεγονός ότι οι εναλλακτικές που προτάσσει είναι πολύ πιο κεντρικές από τα κινήματα αντίστασης των πλατειών. Γιατί στην πραγματικότητα κάνει λόγο για μια άλλη οπτική για τον κόσμο, μια άλλη σχέση με τη γη. Και ήταν ένα περιβαλλοντολογικό κίνημα γιατί ξεκίνησε σαν απάντηση σε έναν πολυνόμο που η κυβέρνηση του Καναδά προωθούσε , ένα υπέρ-νομοσχέδιο από αυτά που περιέχουν σχεδόν τα πάντα. Περιελάμβανε επιθέσεις στα ζητήματα ιθαγενικής κυριαρχίας και επιθέσεις σε περιβαλλοντολογικά στάνταρ. Το κίνημα Idle No More λοιπόν ξεκίνησε σαν απάντηση σε αυτόν τον νόμο αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια απάντηση στο όραμα μιας οικονομίας που βασίζεται στην εξόρυξη.

Η κυβέρνηση του Καναδά έχει μόνο μια ιδέα. Κι αυτή είναι να «σκάβουμε πολλές τρύπες». Κάποιος μου έλεγε εδώ στην Ελλάδα πως πρέπει “να βγείτε από την τρύπα σας”. Στον Καναδά ο τρόπος για να βγούμε από την τρύπα μας είναι σκάβοντας πολλές τρύπες. Αυτό είναι το όραμά τους, είναι ξεκάθαρο και απλό. Οπότε ποια είναι η απάντησή μας; Να εθνικοποιήσουμε τις τρύπες; Δεν νομίζω πως αυτό αρκεί.

Με το Idle No More, επειδή είναι ένα ιθαγενικό κίνημα, επειδή είναι ένα κίνημα που επικεφαλής του βρίσκονται γυναίκες, η απάντηση δεν ήταν απλά ένα όχι στο νομοσχέδιο. Ήταν να επιχειρήσουμε με πολλούς τρόπους και σε διαφορετικά επίπεδα μια τελείως διαφορετική σχέση με τη φύση, ένα τελείως διαφορετικό όραμα για την οικονομία. Και αυτό που θα έβρισκα συναρπαστικό θα ήταν αν πραγματικά δίναμε προσοχή σε αυτό το όραμα. Όχι μόνο στη χώρα μου. Αλλά σε όλον τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που προτάσσουν τα ιθαγενικά κινήματα παντού. Να το χρησιμοποιήσουμε λοιπόν σαν βάση για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει η οικονομία μας.

J. U : Διαλέξατε να δώσετε μια συνέντευξη τύπου σε μικρά και εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης. Θα ήθελα να σχολιάσετε αυτή σας την απόφαση. Ξέρετε πως εμείς στο Radiobubble προσπαθούμε να οργανώσουμε τη «δημοσιογραφία των πολιτών» και πιστεύουμε πως οι πολίτες θα πρέπει να πάρουν στα χέρια τους την ενημέρωση, ή έστω να συμμετέχουν περισσότερο σε αυτή. Θα ήθελα να ξέρω την άποψή σας πάνω σε αυτό το θέμα.

N. K: Ήθελα να σας συναντήσω.

Η αλήθεια είναι ότι πιστεύω πως αν δημιουργώντας ένα πολύ συγκρουσιακό μέσο ενημέρωσης δεν επιτυγχάνεις πολλά. Οι άνθρωποι νιώθουν πως τους έχουν απογοητεύσει οι θεσμοί αυτή τη στιγμή, τους έχουν απογοητεύσει οι τράπεζες, οι κυβερνήσεις, η δικαιοσύνη όπως επίσης και τα μέσα ενημέρωσης. Και αυτές οι στιγμές αποτυχίας – όπως συζητάμε τόση ώρα – είναι οι στιγμές που εναλλακτικές μπορούν να αναδυθούν. Αν η ενεργειακή σου πολιτική δεν δουλεύει και οι άνθρωποι καίνε καυσόξυλα για να ζεσταθούν, τότε αυτή είναι μια καλή στιγμή για να μιλήσεις για νέους τρόπους να παράγουμε ενέργεια. Αν το σύστημα των μέσων ενημέρωσης σου λέει ψέματα διαρκώς, ασχολείται με κουτσομπολιά αντί για ειδήσεις και βοηθά στην εξάπλωση του φόβου και του ρατσισμού, αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή που τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης μπορούν να γίνουν «κυρίαρχα», ακριβώς γιατί καλύπτουν το κενό. Έτσι, για μένα, είναι λιγότερο θέμα υποστήριξης των εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης, και σκεφτόμενη για αυτή τη στιγμή θεωρώ πως είναι η στιγμή που μπορούμε να αλλάξουμε πραγματικά το τοπίο των μέσων ενημέρωσης και να γίνουμε το σημείο όπου οι άνθρωποι απευθύνονται για να βρουν πραγματικές πληροφορίες. Το έχω δει να συμβαίνει. Συνέβη στην Αργεντινή με το Indymedia. Εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν εκπληκτικό, το Indymedia ήταν το μέρος που πήγαινες για να βρεις τι συνέβαινε στη χώρα, γιατί οι μεγάλες επιχειρήσεις ενημέρωσης απογοήτευσαν απολύτως τη χώρα.

Αυτό συνέβη και μ’ εσάς. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ερώτημα που τίθεται είναι να βρεθεί ένα μοντέλο χρηματοδότησης που να είναι βιώσιμο. Δεν είναι ότι οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται, είναι ότι αν δεν δέχεσαι διαφημίσεις εταιριών είναι πολύ δύσκολο να συντηρηθείς.

Αυτά σκεφτόμουν λοιπόν. Όμως επιπλέον ο λόγος που δεν βλέπω πολλά μέσα ενημέρωσης είναι το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν βρίσκομαι εδώ σε περιοδεία για το βιβλίο μου, είμαι εδώ κυρίως για να κάνω έρευνα. Είμαι στην Αθήνα μια εβδομάδα και θα πάμε και στη Βόρεια Ελλάδα και στη Χαλκιδική για άλλη μια εβδομάδα έρευνας, επομένως δεν ήθελα το σχέδιο αυτό να μετατραπεί σε εφιάλτη.

Όταν πρωτοβγάζεις ένα βιβλίο πρέπει να κάνεις ότι σου πει ο εκδότης σου, αλλά το βιβλίο μου έχει χρόνια που έχει κυκλοφορήσει.

Πάντως όσο αφορά τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης, από την εμπειρία μου μπορεί να γίνει πραγματικά κουραστικό, ο καθένας είναι εναλλακτικό μέσο ενημέρωσης, ξέρεις, ο καθενας που έχει ένα iPhone, επομένως αυτό με διευκολύνει. Επομένως η ιδέα που είχα εμπεριέχει κατά κάποια τρόπο κι ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, να πω δηλαδή «συγκεντρωθείτε όλοι σε ένα χώρο και θα κάνουμε όλες τις συνεντεύξεις σε μια».

J. U : Αφού, όπως διαπιστώσατε είμαστε άνθρωποι με τηλέφωνα συνδεδεμένα στο διαδίκτυο και online διαρκώς, ομολογώ πως έριξα μια ματιά στο timeline σας όπου κυρίως αναφέρεστε στη δουλειά σας και τα ζητήματα του περιβάλλοντος. Όμως υπάρχει και μια φωτογραφία στον λογαριασμό σας, του μικρού σας και πολύ όμορφου γιού. Δεν θα μπορούσα να μην τα πω αυτό. Και αναρωτήθηκα αν ο ερχομός του γιού σας άλλαξε τον τρόπο που θέλετε να δράσετε από δω και πέρα για να αλλάξουν τα πράγματα, όχι μόνο τον τρόπο που σκέφτεστε.

Ν. Κ : Νομίζω πως με άλλαξε, με έκανε πιο κουρασμένη (γελώντας). Είναι αστείο, αλλά για μένα το να κάνω ένα παιδί ήταν μια πράξη ελπίδας. Σίγουρα. Και είμαι και μεγάλη σε ηλικία για να κάνω το πρώτο μου παιδί, και αυτό συνέβη εν μέρει γιατί δεν μπορούσα, όταν έγραφα το Δόγμα του Σοκ να σκεφτώ πως θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά έχοντας ένα παιδί, και επιπλέον ένιωθα απελπισμένη παρά το γεγονός ότι προσπαθούσα να μην χάνω την ελπίδα. Αλλά για να είμαι ειλικρινής ήταν το περιβαλλοντολογικό ζήτημα που με μπλόκαρε ακόμα περισσότερο, όπου απλά διάβαζα τους ειδικούς επιστήμονες και δεν μπορούσα να δω πως ένα παιδί θα μπορούσε να έχει μέλλον σε μια εποχή Mad Max. Αλλά ενώ αυτό είναι ακόμα ένα πιθανό ενδεχόμενο έχουν γίνει τόσα πολλά τα τελευταία χρόνια που έχω περισσότερες ελπίδες.

Έμαθα πως είμαι έγκυος όταν ήμουν στο Occupy Wall Street, και γι΄αυτό ονόμασα τον γιό μου Τόμα (από την ισπανική προστακτική Τoma που μεταφράζεται ως «κατέλαβε»), γιατί πλέον ήμουν υπό κατάληψη, η δική μου κατάληψη του ενός. Αλλά προφανώς σε αλλάζει, η όλη διαδικασία. Σκέφτομαι επιπλέον πως πολλές γυναίκες επιλέγουν να μην έχουν παιδιά, και όταν εγώ δεν είχα παιδί – και δεν μπορούσα να κάνω παιδιά για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορούσα να συλλάβω, και είναι σαν κάποιου είδους θαύμα ότι έμεινα έγκυος – με εκνεύριζε πραγματικά όταν άκουγα προσεγγίσεις όπως «τώρα ενδιαφέρομαι περισσότερο για το μέλλον γιατί έχω ένα παιδί». Γιατί ένιωθα πως αυτό υπονοούσε πως εγώ που δεν είχα παιδί δεν ενδιαφερόμουν για το μέλλον. Κι έτσι υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αν ποτέ κάνω παιδιά δεν θα το κάνω αυτό σε άλλες γυναίκες, γιατί το βρίσκω απαίσιο.

Και ο τρόπος που λειτουργώ έχει αλλάξει. Δεν έχω φύγει μακριά του ούτε για μια νύχτα. Έτσι είναι μαζί μας κι εδώ. Του αρέσει η Ελλάδα, περνάει πολύ ωραία, είναι λες και είναι στον παράδεισο, κι αυτό είναι αστείο. Είναι η πρώτη φορά που τον πήραμε μαζί μας σε μεγάλο ταξίδι, και είναι κάτι σαν τεστ για να δούμε αν μπορούμε να τα κάνουμε όλα. Και είναι πιο ευτυχισμένος από ποτέ, που σημαίνει πως όλα είναι δυνατά. (… ) Στη Χαλκιδική θα έχει και την πρώτη του εμπειρία με τη θάλασσα, κι αυτό είναι συναρπαστικό.

J.U : Σας ευχαριστούμε πολύ, και ξέρω ότι μιλάω εκ μέρους όλης της κοινότητας του Radiobubble όταν λέω πως ήταν χαρά και τιμή μας που μας μιλήσατε.

Jan 102013
 

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών

Η κρίση αρρωσταίνει τους ανθρώπους ψυχικά

Tης Ντάνι Βέργου

Τον διακεκριμένο Γερμανό ψυχοθεραπευτή Γκέργκ Πίπερ έφερε στη χώρα μας η αλληλεγγύη-Μιλάει στην «Εφ.Συν.» για την απελπισία που νιώθουν οι άνθρωποι στην Ελλάδα, κατάσταση που τον φοβίζει

Απονομιμοποίηση της πολιτικής, απόλυτη ανισότητα που αρρωσταίνει και συλλογική απόγνωση που ζητάει εναγώνια τη λήψη μέτρων διαφορετικά μπορεί να οδηγήσει σε εμφύλιο – αυτές είναι οι διαπιστώσεις για την κατάσταση των ανθρώπων στην Ελλάδα` διαπιστώσεις που τον φοβίζουν. Ο Γκέοργκ Πίπερ, διακεκριμένος Γερμανός ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής, που ειδικεύεται στο τραύμα και στις κρίσεις, βρέθηκε πριν από λίγο καιρό στη χώρα μας. Τoν έφερε η αλληλεγγύη του για ένα σεμινάριο προς τους συναδέλφους του. Δεν ήταν η πρώτη του φορά εδώ. Αυτή όμως ήταν διαφορετική.

Η διαδρομή από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο τον τρόμαξε. «Ο ταξιτζής φώναζε πως θα σκοτώσει τους πολιτικούς, θα πάρει ένα όπλο και θα τους πυροβολήσει. Ηταν έξαλλος “Εχω δύο παιδιά στο σπίτι και δεν μπορώ να τους προσφέρω αρκετό φαγητό”». Απαιτούσε να του δώσει περισσότερα λεφτά γιατί είναι Γερμανός. «Αρα έχεις».

Ο Γκέοργκ Πίπερ άφησε τον οδηγό να ξεσπάσει. «Τον άκουσα με προσοχή, παρ” όλο που κάποια στιγμή πίστεψα ότι ίσως δεν θα έφτανα στο ξενοδοχείο». Μετά του μίλησε για τον λόγο της επίσκεψής του στη χώρα μας. Τον καθησύχασε. Εδωσαν τα χέρια πριν αποχαιρετιστούν.

«Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα του ταξιτζή» λέει στην «Εφ.Συν». «Αντρας που χάνει τον παραδοσιακό ρόλο του αρσενικού. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται σ” αυτή τη χώρα. Χτυπιέται από κατάθλιψη. Του είναι αδιανόητο να πάει σε ψυχολόγο και να παραδεχτεί ότι δεν τα βγάζει πέρα. Βρίσκει άλλη λύση για το πρόβλημά του: επιθετικότητα, αλκοολισμό, ναρκωτικά, βία, μέσα στην οικογένεια, έξω από την οικογένεια. Επιλέγει ακραία ως ψηφοφόρος. Ψηφίζει το ναζιστικό κόμμα. Είναι πολύ πιο δύσκολο για τον Ελληνα άντρα. Ο ρόλος του είναι περισσότερο παραδοσιακός από οπουδήποτε αλλού. Εμαθαν να είναι οι κουβαλητές, να πληρώνουν για τα πάντα, να παρέχουν στις οικογένειές τους».

Θεωρεί ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο ευέλικτες επειδή έχουν περισσότερους ρόλους και η κρίση δεν τις πλήττει το ίδιο.  «Οι άνθρωποι πρέπει να αισθάνονται ότι οι ανάγκες τους λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Οτι υπάρχει πρόθεση βοήθειας. Ε, αυτό δεν το εισπράττουν» παρατηρεί.

Τι τον φοβίζει; «Εχει χαθεί η πίστη στην πολιτική. Ο μισός κόσμος δεν θέλει να ψηφίσει. Ο ταξιτζής είπε ότι θα προτιμούσε να πάρει ένα όπλο να πυροβολήσει τους πολιτικούς. Αν δεν ληφθούν γρήγορα μέτρα απέναντι σε αυτήν τη συλλογική απόγνωση, η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε εμφύλιο. Αυτός είναι ο μεγάλος μου φόβος».

Οσο για τους πολίτες; «Οχι μόνο δεν νιώθουν ότι ακούγονται, αλλά καλούνται να αναλάβουν και την πολιτική ευθύνη της ανεπαρκούς διακυβέρνησης δεκαετιών. Από παντού βάλλονται οι Ελληνες. Ακόμα και από τους δικούς τους».

Για παράδειγμα: «Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος βγήκε και είπε ότι όλοι φοροδιαφεύγουν, «μαζί τα φάγαμε» είπε. Η ευθύνη αδειάζεται πάνω στους πολίτες. Μπαίνουν σε μία πολύ δύσκολη θέση. Φορτώνονται συναισθήματα ενοχής. Δεν πρέπει να διαμαρτύρεστε, λέει ο Πάγκαλος. Πρέπει να αισθάνεστε υπεύθυνοι. Αυτό που τους ζητάει να νιώσουν είναι ακόμα πιο καταθλιπτικό απ” ό,τι είναι η απόγνωση και ο φόβος».

Μας μιλά για τη «διάχυτη αίσθηση αδικίας στη χώρα: άνθρωποι που δεν έχουν χρήματα να πληρώσουν για να έχουν θέρμανση στα σπίτια τους, κόβουν ξύλα και τα καίνε σε σόμπες. Δεν έχουν να αγοράσουν τρόφιμα για να φάνε. Και από την άλλη βλέπουν συμπολίτες τους να συνεχίζουν να αγοράζουν ακριβά αυτοκίνητα, ρούχα, αξεσουάρ, διαβάζουν για τη λίστα Λαγκάρντ, για λογαριασμούς στο εξωτερικό. Αυτή η απόλυτη ανισότητα αρρωσταίνει τους ανθρώπους ψυχικά. Ο θυμός είναι αναπόφευκτος. Κι εμένα με θυμώνει. Τόσοι Ελληνες αγοράζουν πανάκριβα διαμερίσματα, τώρα στη Γερμανία, που ποτέ δεν θα μπορούσα να αγοράσω ούτε ο ίδιος»!

Ωστόσο διαπιστώνει μια διαφορετική εικόνα στην επαρχία από αυτήν της πρωτεύουσας: «Στην Σάμο δεν ένιωσα να βρίσκομαι σε μία χώρα που διανύει οικονομική κρίση. Οι άνθρωποι ήταν χαλαροί. Μιλούσαν για την οικονομική κατάσταση. Εχουν τα μποστάνια τους, με τις ντομάτες, τις ελιές για το λάδι, τα ζώα τους για το γάλα και το τυρί, το ψάρεμα. Μου έδωσαν την αίσθηση που πάντα μου δημιουργούσε η Ελλάδα όποτε την επισκεπτόμουν, προ κρίσης. Είναι δύσκολα, μου έλεγαν, αλλά θα το ξεπεράσουμε».

«Δεν είμαι οικονομολόγος, για να βοηθήσω με άλλους τρόπους. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να πω στους Γερμανούς πολίτες πόσο υποφέρουν οι Ελληνες. Τα χρήματα δεν πηγαίνουν σ” αυτούς. Πηγαίνουν στις τράπεζες. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να ξυπνήσω τους Γερμανούς πολίτες», μας λέει.

Μετά τη συνέντευξή του στη Frankfurte Allgemeine που είχε παραχωρήσει τον περασμένο μήνα, τον κάλεσαν πολλά γερμανικά ΜΜΕ. Γιατί; «Είπα κάτι καινούργιο. Κάτι που δεν γνώριζε ο γερμανικός λαός. Μάθαινε για μυθικά ποσά –ένα μέρος των οποίων προερχόταν από τις δικές του φορολογικές κρατήσεις– να πηγαίνουν στην Ελλάδα. Εκείνο που αγνοούσε είναι ότι τα χρήματα αυτά πηγαίνουν στις τράπεζες και ότι οι Ελληνες πολίτες περνούν πολύ δύσκολα».

Παραμένει όμως αισιόδοξος: «Μέσα σε κάθε κρίση δημιουργείται μια νέα δύναμη που μας βοηθάει να βγούμε από αυτήν. Οπως η δική σας περίπτωση. Αυτή της «Εφημερίδας των Συντακτών». Ανθρωποι που η εφημερίδα στην οποία εργάζονταν σταμάτησε να τους πληρώνει. Τους πέταξε στον δρόμο. Ομως, δεν το έβαλαν κάτω. Σήμερα εκδίδουν μέσα από έναν συνεταιρισμό που έφτιαξαν τη δική τους εφημερίδα. Αυτό είναι ένα πολύ άμεσο κι αισιόδοξο μήνυμα. Αυτό χρειάζεται να κάνει ο άνθρωπος. Να βρίσκει μέσα του μια νέα δύναμη –που συνήθως επίκεντρο έχει μία ιδέα, κάτι που αγαπάει– και να απογειώνεται. Κι αν δεν μπορεί να τη βρει μέσα του, μπορεί να κοιτάξει γύρω του και να πάρει θάρρος».

Nov 232012
 

Πηγή: 1againstracism

«Ο ρατσισμός είναι φαινόμενο ασύμμετρο»

Συνέντευξη του Σπύρου Μαρκέτου, επίκουρου καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ, για τις ρίζες του ρατσισμού στην Ευρώπη και την Ελλάδα.

Οι εκδηλώσεις ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία γίνονται όλο και πιο εμφανείς. Σε ποια χρονική περίοδο ανάγετε το φαινόμενο;

Ο ρατσισμός είναι φαινόμενο ασύμμετρο, με την έννοια ότι εμφανίζεται ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες που έχουν πολύ διαφορετική θέση στον καταμερισμό εργασίας. Δεν είναι κάτι που έχει πρωταρχικά να κάνει με το χρώμα του δέρματος ή με το χρώμα των ματιών. Κανείς δεν σκέφτεται να γίνει ρατσιστής απέναντι στους Ιάπωνες, αλλά πολύ εύκολα μπορεί να γίνει ρατσιστής απέναντι σε άλλους λαούς, που μπορεί εξωτερικά να μοιάζουν με τους Ιάπωνες, αλλά έχουν διαφορετική θέση στον καταμερισμό εργασίας.

Ιστορικά, ο ρατσισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα, την εποχή της ανακατάληψης της Ισπανίας από τους χριστιανούς Ισπανούς, που τάσσονταν ενάντια στους μουσουλμάνους και τους εβραίους. Τότε ήτανε που αναπτύχθηκε η αντίληψη της καθαρότητας του αίματος. Δηλαδή, για να έχεις δικαιώματα αριστοκράτη (διότι γι’ αυτούς μιλούσαμε εκείνη την εποχή) υποτίθεται πως δεν έπρεπε να έχεις αραβικό ή εβραϊκό αίμα. Από εκεί πήραμε την ιδέα της φυλής – της «ράτσας», η οποία είναι αραβική λέξη και μας ήρθε μέσω των Ισπανών.

Στη συνέχεια, ο ρατσισμός αναπτύχθηκε απέναντι στις ομάδες τις οποίες καταδίωκε η Δύση. Ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων, λόγου χάρη, δεν οφείλεται στο ότι μας έκαναν κάτι οι μαύροι, οφείλεται στο ότι εκείνοι ήταν τα θύματά μας. Οι Έλληνες, ευτυχώς, δεν είχαν εμπλοκή σε αυτό. Μιλώ για τους Ευρωπαίους, και ιδιαίτερα για εκείνους που οργάνωσαν το δουλεμπόριο, το οποίο ήταν πολύ σημαντική πλευρά της κοινωνικής ζωής στην Ευρώπη, από τον 16ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Έτσι πλούτισαν πάρα πολλές περιοχές της Γαλλίας ή της Αγγλίας και αυτό έδωσε πολύ σκληρή ρατσιστική ροπή στην κοσμοαντίληψη των ανθρώπων. Αναπτύχθηκε, λοιπόν, ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων, ακριβώς γιατί οι μαύροι ήταν τα θύματα και έπρεπε να αναπτυχθεί μια ιδεολογία η οποία να δικαιολογεί τη θυματοποίησή τους. Δεν αναπτύσσεται ρατσισμός απέναντι σε οποιονδήποτε έχει διαφορετικά εξωτερικά χαρακτηριστικά από αυτά της κυρίαρχης ομάδας. Μπορούμε να σκεφτούμε πάρα πολλές περιπτώσεις από την καθημερινή μας εμπειρία για να δούμε ότι αυτό ισχύει.

Γιατί όμως αναπτύσσεται ο ρατσισμός;

Ο πολύ μεγάλος κοινωνιολόγος Ιmmanuel Wallerstein υποστηρίζει ότι ο ρατσισμός είναι παιδί του καπιταλισμού. Δηλαδή, ότι ο τρόπος με τον οποίο οι λίγοι, σε μακρά κλίμακα χρονική, εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τους υπόλοιπους, είναι διαιρώντας τους. Εκείνοι που έχουν στα χέρια τους τα μέσα για να χειρίζονται την κυρίαρχη ιδεολογία καλλιεργούν μία σειρά από διακρίσεις, οι οποίες εμποδίζουν τους καταπιεσμένους και τα θύματα της εκμετάλλευσης να ενωθούν μεταξύ τους.

Μια τέτοια, πολύ βασική διάκριση, λόγου χάρη, είναι η διάκριση του φύλου: οι γυναίκες πρέπει να βρίσκονται από κάτω και οι άντρες από πάνω. Μια ακόμη βασική διάκριση είναι η διάκριση του έθνους: οι εργαζόμενοι πρέπει να χωρίζονται σε έθνη. Η τρίτη βασική διάκριση είναι η διάκριση της φυλής –της ράτσας: οι εργαζόμενοι πρέπει να χωρίζονται σε ράτσες, ώστε οι μεν να στρέφονται εναντίον των δε.

Το ερώτημα το οποίο θέτει ο Wallerstein είναι: Για ποιο λόγο, ενώ η επίσημη ιδεολογία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι οικουμενιστική, αντιρατσιστική και κατά αυτών των διακρίσεων, βλέπουμε τις τελευταίες δεκαετίες μια διαρκή αναπαραγωγή και ενίσχυση τους; Και η απάντηση που δίνει, βεβαίως, είναι ότι υπάρχουν αιτίες πολύ βαθιά ριζωμένες στο σύστημα στο οποίο ζούμε, που αναγκάζουν τους ανθρώπους να αναπτύσσουν στο νου τους αυτές τις διακρίσεις, οι οποίες βασικά δεν έχουν καμιά υπόσταση. Ο ρατσισμός είναι κατά βάση η αντίληψη ότι κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων συνδέονται με φυσικές ποιότητές τους: Ότι, δηλαδή, κάποιοι άνθρωποι που έχουν μαύρο δέρμα είναι ελλειμματικοί στο τάδε ή το δείνα στοιχείο. Αυτό, φυσικά, δεν έχει κάποια εμπειρική βάση.

Πώς αναπτύσσεται το φαινόμενο στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα, υπήρχε πάγια ο ρατσισμός σε βάρος των Ρομά. Αυτοί αντιμετωπίζονταν καθαρά με ρατσιστικούς όρους, και από την πολιτεία και από μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επίσης, από το 1974 και μετά, υπήρχε μια ρατσιστική αντίληψη απέναντι στους Τούρκους, η οποία, ωστόσο, συνήθως δεν μπορούσε να υλοποιηθεί σε ρατσιστικές συμπεριφορές. Βέβαια, και νωρίτερα είχε αναπτυχθεί η αντίληψη ότι οι Τούρκοι έχουν διάφορες «ποιότητες», αλλά ότι εμείς είμαστε πάρα πολύ διαφορετικοί και ανώτεροι. Στη Χούντα του ’67- ’74, λόγου χάρη, διατυπώνονταν ανοιχτά ότι ένας Έλληνας φαντάρος αξίζει για δέκα Τούρκους. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στην καταστροφή της Κύπρου από την άκρα δεξιά εκείνη την εποχή.

Στη συνέχεια, αυτό ενισχύθηκε με ένα νέο κύμα ρατσισμού, μετά τη δεκαετία του 1990, ο οποίος είχε πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά. Δηλαδή, δεν στηριζόταν σε κάποια στοιχεία που είχαν να κάνουν με γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, αλλά στην είσοδο στην Ελλάδα φτωχών ανθρώπων από άλλες χώρες, είτε γειτονικές, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία εν μέρει, είτε μακρινές, όπως οι Φιλιππίνες, το Μπαγκλαντές, η Ινδία κ.ο.κ. Αυτός είναι ένας ρατσισμός πολύ πιο κοντά στο συνηθισμένο ρατσισμό της δυτικής Ευρώπης. Είναι καθαρά ένας ρατσισμός απέναντι στο φτωχό. Είναι ένα μέσον, κατά βάση, ώστε ο φτωχός, ο οποίος σηκώνει στους ώμους του πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγικής μηχανής τόσο σήμερα όσο και όλες τις τελευταίες δεκαετίες, να μη διανοηθεί να ζητήσει δικαιώματα.

Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών πώς επηρέασε την κατάσταση;

Η οικονομική κρίση έπαιξε κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη των αντιλήψεων για τους μετανάστες και στην εξάπλωση ενός ρατσισμού πολύ πιο κακοήθους αυτή τη στιγμή. Στην οικονομική κρίση έχουμε από τη μια μεριά αποσταθεροποίηση του τρόπου ζωής και των αντιλήψεων ενός μεγάλου μέρους των πολιτών και από την άλλη επίσης έχουμε αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων. Και, φυσικά, οι δομικοί αποδιοπομπαίοι τράγοι είναι οι μετανάστες, καθώς είναι αδύναμοι και δεν έχουν υποστήριξη στη χώρα. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, έγιναν το θύμα συστηματικών επιθέσεων από το ακροδεξιό και στην πραγματικότητα ναζιστικό κομμάτι του πολιτικού φάσματος στην Ελλάδα, το οποίο αναπτύχθηκε ακριβώς φορτώνοντας στους μετανάστες την ευθύνη για όλα τα δεινά που υποφέρει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Πρόκειται για ένα χειρισμό πολύ κυνικό και σε μεγάλο βαθμό πετυχημένο.

Υπάρχουν επιτυχημένα παραδείγματα αντιμετώπισης του ρατσισμού, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην Ελλάδα;

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε χώρες τις Ευρώπης στις οποίες βλέπουμε να υπάρχουν σχετικά μικρότερα κοινωνικά προβλήματα, ακόμα και εκεί έχουμε πάρα πολύ μεγάλη εξάπλωση του ρατσισμού. Εγώ θεωρώ ότι ο ρατσισμός σε τελική ανάλυση είναι προϊόν της κοινωνικής ανισότητας, και όσο υπάρχει κοινωνική ανισότητα –εννοώ σημαντική κοινωνική ανισότητα, όχι απλώς, ας πούμε, μια μισθολογική διαφοροποίηση του χειρουργού από τον οδοκαθαριστή– δεν θα υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα του ρατσισμού. Δε μπορεί να υπάρξει, γιατί η κοινωνική ανισότητα χρειάζεται νομιμοποιητικό λόγο και ο νομιμοποιητικός αυτός λόγος παλιότερα μπορούσε να είναι ότι εμείς έχουμε προνόμια, γιατί οι παππούδες μας είχανε προνόμια, γιατί έχουμε γαλάζιο αίμα, γιατί ήμαστε γενναίοι πολεμιστές… Παλαιότερα, υπήρχαν διάφορες τέτοιες δικαιολογήσεις. Σήμερα, αυτές δεν μπορούν να υπάρξουν, οπότε η δικαιολόγηση των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων, των τρομακτικών και ολοένα χειρότερων κοινωνικών ανισοτήτων, είναι η φυλή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να καταγγέλλουμε το ρατσισμό και να προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τα αποτελέσματα του.

Oct 032012
 

Έχουν αποτέλεσμα τα αντικαταθλιπτικά; Από την εμφάνιση του Prozac στη δεκαετία του 1980, οι συνταγές για αντικαταθλιπτικά έχουν εκτοξευθεί στα ύψη 400% (στην Αμερική μόνο), με 17 εκατομμύρια Αμερικάνους να λαμβάνουν επί του παρόντος κάποια μορφή του φαρμάκου. Αλλά πόσο καλό κάνει το φάρμακο το ίδιο; “Η διαφορά ανάμεσα στο αποτέλεσμα ενός εικονικού φαρμάκου και την επίδραση ενός αντικαταθλιπτικού είναι ελάχιστη για τους περισσότερους ανθρώπους», λέει ο επιστήμονας του Χάρβαρντ Irving Kirsch. Αξίζει να ακούσεις τη συνέντευξη του στο CBS… Ο διάλογος συνεχίζεται. Είναι πολλά τα λεφτά που επενδύονται στη βιομηχανία ψυχοφαρμάκων – και αυτό δυσκολεύει την αντικειμενική έρευνα, αλλά και σοβαρή η ανακούφιση που χρειάζονται όσοι υποφέρουν από κατάθλιψη.

Jul 252012
 

Συνέντευξη των Arny και Amy Mindell στο δημοσιογράφο Emmanuel Haddad, για το γαλλικό περιοδικό Global Magazine (διαδικτυακό περιοδικό που εστιάζει σε κοινωνικά θέματα και θέματα οικολογίας και γεωπολιτικής).

Interview about Coma Work

July 16, 2012

E.H.: In general, waking up from a coma is more lived as a trauma or as a chance to begin a new life?

A+A: This first questions of yours is a good question. The people we have worked with and known who have lived through comatose states do not show any one reaction such as “traumatic stress” or “chance for new life.” The reason might be that although coma is common, the origins of the comatose state are many.

E.H.: Do the persons who wake up remember what they have been through and does it help them, or is it just better forget and come back to what they had before, if possible?

A+A: Depending upon the depth and specific origins of the coma, some people do remember aspects of their experiences. Whatever they remember, as with dreams, is what a person can use and integrate into the rest of their life—if and when they are ready.

E.H.: For the persons who have been close to death, have you received many testimonies of a new conception of life, of eagerness to take more into consideration what they had neglected before their coma? Any strong example?

A+A: Those who have had N.D.E’s, that is “near death experiences” and who return to their daily life often have deep experiences that frequently lead to new views of life. For example, years ago in Zurich, one of Arny’s first comatose patients was lying, dying in an oxygen tent. Arny spoke with her through the tent, and to make the story short, got good feedback from her indicating her normal awareness was still present, though she was in what her physicians at that time called a “coma.” From hearing about her past, Arny suggested to her that she re-consider the possibility of life on earth. She immediately reacted with body movements, and he encouraged her reaction to go further. She began to sit up in that Oxygen tent, to the great surprise of the doctors and nurses around her. Then, even more surprising, after connecting more with her in that altered state of consciousness, she herself pulled back the oxygen tent and started to get out of bed. The nurses resisted telling her to stay in bed. But as soon as they left, when she was alone, she somehow got dressed, and apparently got out of the hospital, in her run down condition. What happened next? She went back to work on the Bahnhofstrasse in Zurich, a main business place in Switzerland. She told Arny she had to go back to complete her business there. Five years later she died peacefully.

E.H.: The trauma can also be for the family or closest friend who’ll attend a person in coma for many months or years. Is communication a way to reduce the negative consequences of this situation?

A+A: Yes, in our experience, everyone in the family, and everyone who is a friend of this person has at least a slight “shock”, not just because they might love the person, but because most people don’t have any connection with their own mortality. So seeing a loved one very ill or in a near death situation is shocking. However, if it is possible to actually connect with the person in their state (for example, using a binary connection –see our books on Coma), then yes, the trauma of the family system is relieved. If the communication is deep, it can even be “enlightening” for all.

E.H.: You promote a different level of communication with the person in coma, because he uses different kind of language: how do the family and friends react to the necessity of learning another language to communicate: despair and refusal or satisfaction to be able to exchange no matter what?

A+A:. Good question. We first ask the family and friends if they will allow the possibility of trying to communicate with the ill person, or if they are content to just love and sit by the person. If the family and friends are open to such communications, we first show it to them briefly, using the friends themselves to demonstrate with. Only after having gotten positive feedback from the friends, the family, as well as the medical helpers, do we approach the comatose person. As a result,we usually get good responses from the family and friends. When we are able to truly connect at a level where responses are easy to understand, everyone seems at least relieved.

E.H.: You talk about an ethic of double state: for you, people in deep coma still have the right to decide of what to do with their life. Is it also because there is always the possibility of an unexpected come back? Is communication with a person in coma a way to promote those unexpected waking up?

A+A: Nothing in life is completely predictable. We know that from quantum physics. Sudden, improbable situations can surely arise. The same holds true for all of human life, and especially comatose states. We have often been greatly surprised ourselves by what people do near death, as Arny says in his “Coma, Key to Awakening”, and Amy says in “Coma, a Healing Journey”. Therefore we developed what we called, a “Double State Ethics.” This means that how we deal with someone near death should “ethically” speaking depends upon at least two states of consciousness. The first state is what the person said –or may have said–in their everyday life about how to deal with near death experiences. And the second state of consciousness we must listen to is communication with the altered state, the vegetative or comatose state. There, the “yes” and “no” we get from “binary communication” can sometimes lead to a second opinion about what’s next in life…or death.

Your question about whether communication with someone in a coma promotes unexpected awakening is a central, statistical and important question. To answer that question definitively, we need to assemble many hundreds of such situations, each of which must have a specific measure for coma, and a specific definition of awakening. We and our Portland colleagues (Dean Yamamoto, Pierre Morin and Gary Reiss) are in the midst of such a statistical study now. However, from our personal experiences until now, we must say, YES, it surely seems as if trying to connect promotes at least wakeful states, and awakenings.