Feb 012015
 

14-burke

Η ιστορία του πόνου: από την προσευχή στα παυσίπονα

συνέντευξη της Τζοάνα Μπερκ στον Δημήτρη Παπανικολάου 

Πηγή: Ενθέματα

Η Joanna Bourke είναι μια από τις πιο γνωστές σύγχρονες ιστορικούς της Βρετανίας, συγγραφέας, μεταξύ άλλων, των σημαντικών βιβλίων An Intimate History of Killing, Fear: ACultural History, Rape: A History και What it Means to be Human. Την επόμενη Τρίτη θα βρίσκεται στην Αθήνα για μια συζήτηση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με θέμα το πρόσφατο βιβλίο της Η ιστορία του πόνου: από την προσευχή στα παυσίπονα (The Story ofPain: From Prayer to Painkillers, Oxford University Press, 2014). Με την αφορμή αυτή, τα Ενθέματα δημοσιεύουν μια συζήτηση μαζί της για την ιστορία της βίας και των συναισθημάτων, την πολιτική χρήση του πόνου και το ρόλο του δημόσιου διανοούμενου σήμερα.

Πώς αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο για την Ιστορία του πόνου; Ποιες ήταν οι καθοριστικές στιγμές στη διάρκεια της έρευνάς σας;

Το μεγαλύτερο μέρος του έργου μου ουσιαστικά συνδέεται με την πρόκληση πόνου. Έχω γράψει μελέτες για το πώς άνδρες (και μερικές γυναίκες) σκοτώνουν άλλους ανθρώπους σε καιρό πολέμου· τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι βιαστές για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους· τις θεωρίες που επιτρέπουν σε ορισμένους ανθρώπους να τοποθετηθούν εκτός του ανθρώπινου. Σε αυτό το βιβλίο ήθελα να ακουστούν πιο δυνατά οι πάσχοντες. Το βιβλίο μου για τον πόνο αντιπροσώπευε, με άλλα λόγια, μια αλλαγή της οπτικής γωνίας της αφήγησης: από τους δράστες στα θύματα και την οδύνη τους.

Η δεύτερη μεγάλη στιγμή ήταν όταν αποφάσισα να απορρίψω την καρτεσιανή διάκριση μεταξύ «πόνου» και «ψυχικής οδύνης». Φυσικά, η καρτεσιανή διάκριση ανάμεσα στο σώμα και το μυαλό ή την ψυχή είναι βαθιά ριζωμένη στον πολιτισμό μας και οι άνθρωποι σε κατάσταση πόνου συνήθως διακρίνουν μεταξύ σωματικού και ψυχικού πόνου (νιώθω σωματικό πόνο γιατί κάηκα φτιάχνοντας καφέ — υποφέρω ψυχολογικά επειδή τσακώθηκα με τον αγαπημένο μου). Παρ’ όλα αυτά, ο ψυχικός πόνος περιλαμβάνει πάντα σωματικές αντιδράσεις –νευροχημικές, μυικές, νευρικές και ούτω καθεξής– ενώ ο σωματικός πόνος δεν υπάρχει χωρίς ψυχική συνιστώσα. Το έγκαυμά μου με στεναχωρεί· η θλίψη μου βαραίνει το σώμα μου.

Η τελευταία σημαντική στιγμή ήταν η απόρριψη της ιδέας ότι ο πόνος είναι ιδιωτικός ή υποκειμενικός. Βεβαίως, ο πόνος είναι κάτι που ο καθένας μας εκλαμβάνει ως «δικό του». Όμως δεν υπάρχει ουσιαστικά ένας εντελώς ιδιωτικός πόνος. Εμπειρίες πόνου δεν προκύπτουν «φυσικά», αλλά πάντα σε διαπραγμάτευση με το κοινωνικό περιβάλλον. Από τη στιγμή της γέννησής τους, τα βρέφη μυούνται σε πολιτισμούς του πόνου. Καθώς ωριμάζουν, τα άτομα που είναι υπεύθυνα για την κοινωνικοποίησή τους δίνουν προσοχή σε ορισμένα δάκρυά τους και σε άλλα όχι· τους χτυπούν τα χέρια όταν τα φέρνουν κοντά στη φωτιά· κάποιες πληγές τις φιλάνε για να περάσουν, άλλες όχι· κάποιες μελανιές τις παραβλέπουν. Έχει διαφορά αν είσαι αγόρι ή κορίτσι. Έχει σημασία αν είσαι φτωχός. Οι άνθρωποι που πονούν μαθαίνουν είτε να υποφέρουν σιωπηλά (προσπαθώντας να είναι «καλοί ασθενείς»!) είτε να κάνουν σαματά. Ο πόνος, λοιπόν, δεν είναι ποτέ ιδιωτικός, αλλά συνδέεται πάντα με μια διαπραγμάτευση κοινωνική.

Πόσο έχει αλλάξει όχι μόνο η αντιμετώπιση του πόνου, αλλά και η ίδια η έννοια και η σημασία του πόνου από τον 18ο αιώνα μέχρι σήμερα;

Η πιο σημαντική αλλαγή βρίσκεται και στον υπότιτλο του βιβλίου μου: Από την προσευχή στα παυσίπονα. Πρόκειται για διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του πόνου, προφανώς.

Αλλά και η ίδια η γλώσσα που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν τον πόνο τους, κι αυτή έχει αλλάξει. Οι αισθήσεις του σώματος και οι μεταφορές που χρησιμοποιούνται για να τις περιγράψουν, ποτέ δεν εμφανίζονται ξαφνικά, σαν να βγαίνουν από το μυαλό κάποιου, αλλά διαμορφώνονται σε αλληλεπίδραση με την κοινωνική πραγματικότητα, από την βρεφική ηλικία. Το σώμα δεν είναι ποτέ καθαρή ύλη: διαμορφώνεται διαρκώς μέσα σε κοινωνικούς, γνωσιακούς και μεταφορικούς κόσμους. Μια συνεχής κοινωνική διαδικασία αλληλεπίδρασης.

Μπορούμε να καταγράψουμε την εμφάνιση «νέων» μεταφορών που χρησιμοποιούνται για τον πόνο σε αυτούς τους αιώνες. Βλέπουμε καινούριες μεταφορές για τον πόνο βασισμένες στην βιομηχανοποίηση, τους σιδηροδρόμους, το ηλεκτρικό, την πολεμική τεχνολογία. Σιγά σιγά, ανάμεσα στον 18ο και τον 20ο αιώνα διακρίνουμε μια μεγάλη αλλαγή: ο πόνος, από κάτι που έπρεπε κανείς να υποστεί, αρχίζει όλο και περισσότερο να περιγράφεται σαν ένας εχθρός που πρέπει να καταπολεμηθεί και να ηττηθεί.

Όμως υπάρχουν και άλλες σημαντικές αλλαγές. Η έλευση των αναλγητικών και η πρόοδος της αναισθησιολογίας είναι σημαντικές. Παλιότερα, την εποχή που δεν υπήρχε η δυνατότητα να εξαλειφθεί με φαρμακευτικά μέσα ο οξύς πόνος, η αντοχή εκλαμβάνονταν ως αρετή. Από τη στιγμή που υπήρξε η δυνατότητα για αποτελεσματική ανακούφιση, η στωϊκή υπομονή του πόνου άρχισε να θεωρείται λιγότερο άξια επαίνου, και περισσότερο μια διαστροφή. Απογυμνωμένος από την μυστικιστική του αύρα και την παρουσία του σε βασικά θεολογικά κείμενα, ο πόνος αναδείχθηκε στο απόλυτο κακό, που, άνισα διαμοιρασμένος, μπορεί να ταλαιπωρεί το ίδιο τον ενάρετο και τον αμαρτωλό.

Στη διάρκεια αυτής της εποχής αλλάζει επίσης η σχέση γιατρού-ασθενή σε σχέση με τον πόνο. Στους τελευταίους δύο αιώνες ο πόνος έχει υποβιβαστεί ως στοιχείο της διάγνωσης. Κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα, οι γιατροί έδιναν αξία στις αφηγήσεις των ασθενών για τον πόνο τους ώστε να φθάσουν σε διάγνωση – ενώ ο πόνος θεωρούνταν επίσης αναπόφευκτο μέρος της θεραπείας. Οι γιατροί έσπρωχναν έτσι τους ανθρώπους να μιλήσουν για τη ζωή και για τους πόνους τους. Με τον καιρό όμως, οι αφηγήσεις του πόνου έχασαν κάθε σημασία, πέρα από τη βασική πληροφορία, εκφρασμένη από την κραυγή: «πονάει εδώ». Με άλλα λόγια, από το μέσο του 19ου αιώνα και εξής, οι αφηγήσεις πόνου μετατράπηκαν σε θόρυβο, που δεν είχε πια καμία αξία για τη διαδικασία της διάγνωσης. Για τους νοσοκομειακούς γιατρούς, η δυστυχία ενός ανθρώπου υποβιβαζόταν στα διαφορετικά της μέρη εντός του σώματος. Το παράπονο του ασθενούς δεν ήταν παρά ένα εμπόδιο προς την ολοκληρωτική «κατάκτηση του πόνου». Οι περίπλοκες και λεπτομερείς αφηγήσεις πόνου των ασθενών έγιναν έτσι σιγά σιγά πηγές ντροπής, και τους καθιστούσαν δυνάμει «κακούς ασθενείς».

Αυτό που έχουμε σήμερα στη διαδικασία της διάγνωσης, είναι η «οπτική αναλογική κλίμακα», η οποία αποτελείται από μια γραμμή, η μία άκρη της οποίας συμβολίζει το «όχι πόνος» και η άλλη το «χειρότερος πόνος που μπορείς κανείς να φανταστεί»: οι ασθενείς καλούνται να δείξουν το σημείο της γραμμής που εκφράζει καλύτερα το μέγεθος του πόνου τους. Και η πιο πρόσφατη εξέλιξη, το «άγιο δισκοπότηρο» της αντικειμενικής διάγνωσης και μέτρησης του πόνου είναι η απεικόνιση του εγκεφάλου (brain imaging). Αυτή η τεχνολογία βγάζει εντελώς από τη μέση την υποκειμενική έκφραση του ανθρώπου που πονάει. Ο ασθενής δεν χρειάζεται πια να μιλάει, δεν χρειάζεται ούτε καν να δείχνει. Το σώμα του μόνο πρέπει να μιλάει πια, να λέει τη δική του ιστορία, στη βάση των ενδείξεων που μπορεί να ανιχνεύσει η καινούρια τεχνολογία. Κάπως έτσι, το πολύπλοκο φαινόμενο του να πονάει κανείς, περιορίζεται σε μια μόνο του πλευρά της συνολικής εμπειρίας. Ο άνθρωπος-που-πονά, ουσιαστικά εξαφανίζεται: η συζήτηση στο προσκέφαλο του ασθενούς, η προσπάθεια να καταλάβει ο γιατρός τον πόνο του, αντικαθίσταται απο μια ακτινογραφία εγκεφάλου. Η άποψή μου είναι ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε αυτή την εξέλιξη, και να της αντισταθούμε· αν πραγματικά θέλουμε να βοηθάμε ανθρώπους που πονούν, θεωρώ ότι πρέπει να ξαναγυρίσουμε σε μια ιατρική βασισμένη περισσότερο στην αφήγηση του ασθενούς.

Σήμερα, εν έτει 2015, μπορούν τα κράτη να προκαλούν ή να ανακουφίζουν τον πόνο, και με ποιο τρόπο;

Τα κράτη μπορούν να κάνουν πολλά για να ανακουφίσουν τον πόνο (και ήδη κάνουν πολλά που τον προκαλούν). Σε τελευταία ανάλυση, ο πόνος δεν είχε ποτέ τίποτε το δημοκρατικό. Το 1896, στη 15η επέτειο της πρώτης δημόσιας χορήγησης χειρουργικής αναισθησίας, ο ιατρός Σίλας Βίερ Μίτσελ απήγγειλε το διάσημο ποίημά του «Η Γένεση και ο Θάνατος του Πόνου» το οποίο περιελάμβανε τους εξής στίχους:

«Αυτόν [τον πόνο] κανείς με μοίρα ανθρώπινη δε θ’ αποφύγει:/ Μια αμείλικτη δημοκρατία οδύνης περιμένει / Δίπλα στο ράντζο του φτωχού, μέσα απ’ του πλούσιου την πύλη».

Δεν θα μπορούσε να λαθεύει περισσότερο. Ο πόνος είναι σύμφυτος με τις άνισες οικονομικές σχέσεις. Τα άτομα γεννιούνται σε κόσμους που δεν έφτιαξαν τα ίδια. Βολεύονται και συναινούν, αγωνίζονται και υποτάσσονται, στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά πλαίσια στα οποία βρίσκονται, αλλά εκκινώντας πάντα από αφετηρίες που δεν έχουν διαλέξει. Τα άτομα σε γενικές γραμμές δεν διαλέγουν τον πόνο: οι δομικές ανισότητες ευνοούν την επιβολή του σε ορισμένες ομάδες σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από άλλες.

Οι φτωχοί, οι μειονότητες, οι εργαζόμενοι σε επικίνδυνα επαγγέλματα κ.λπ. είναι πολύ πιο πιθανό να υποφέρουν. Στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα, οι ηλικιωμένοι, τα μικρά παιδιά, οι φτωχοί, οι χειρώνακτες εργάτες, καθώς και οι προερχόμενοι από εθνοτικές μειονότητες, συνεχίζουν να υφίστανται τις σοβαρές συνέπειες των προκαταλήψεων που τους θέλουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερη αντοχή στον πόνο. Το αποτέλεσμα; Τους χορηγούνται συστηματικά λιγότερα παυσίπονα, και σε μεταγενέστερο στάδιο, από άλλες ομάδες του πληθυσμού που υποφέρουν.

Τα κράτη έχουν ένα σημαντικό ρόλο στη σφυρηλάτηση κοινωνιών με περισσότερη ισότητα από τις σημερινές που αφήνουν κάποιους να μαραζώνουν και συντρέχουν άλλους, που είναι ήδη πλούσιοι και τυχεροί.

Ποια μπορεί να είναι η δημόσια παρουσία του πόνου σε μια κοινωνία διακινδύνευσης και κρίσης;

Ο πόνος που αντιμετωπίζουμε όταν ζούμε μια ζωή διακινδύνευσης πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως κάθε άλλος πόνος: με το να μιλάμε γι αυτό τον πόνο, και να δημιουργούμε κοινότητες αλληλεγγύης. Σε εποχές κρίσης είναι ακόμα πιο σημαντικό να ξεφύγουμε από το δυϊσμό ψυχολογικός πόνος vs. σωματικός πόνος – ακριβώς γιατί σε τέτοιες εποχές οι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα καθεστώς πόνου που συνδέει πολύ ξεκάθαρα και τα δύο – και απαιτεί ο κάθε ένας να λαμβάνει περισσότερο υπόψιν του τον πόνο του άλλου.

Ας συνειδητοποιήσουμε ότι η δημοσιοποίηση του πόνου, η μεταμόρφωση δηλαδή του πόνου σε κάτι που συζητιέται και διαμορφώνει κοινότητα, είναι ένα σημαντικό πολιτικό βήμα. Ο πόνος είναι πάντα κάτι δημόσιο – το να τον θεωρούμε στοιχείο της ιδιωτικής σφαίρας είναι λάθος – και η συνειδητοποίηση αυτού είναι μια σημαντική πολιτική χειρονομία. Σκεφτείτε πόσο, κάθε λογής εξουσίες, μάς σπρώχνουν να πάσχουμε ιδιωτικά, και να μην εκφράζουμε τον πόνο μας δημόσια και συλλογικά.

Σχετική με όλα αυτά είναι και μια διάκριση που συνήθως κάνω στη δουλειά μου ανάμεσα σε άγχος και φόβο για τον πόνο. Κάθε λογής εξουσίες προτιμούν οι άνθρωποι να έχουν άγχος συνεχές για την πιθανότητα να πονέσουν. Ένα άγχος για τον πόνο που θα κάνει τους ανθρώπους να αποσύρονται διαρκώς στην σφαίρα του ιδιωτικού, να απομονώνονται. Είναι πολύ πιο απελευθερωτικό, αντί του άγχους, να μιλάει κανείς για τον φόβο του πόνου. Σε αντίθεση με το άγχος, ο φόβος είναι κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί, να αναγνωρισθεί, να αναλυθεί, να μοιραστεί. Ο φόβος είναι δυνάμει δημόσιος και συγκεκριμένος, μια κοινωνία μπορεί να του αντισταθεί αν δράσει συλλογικά· αντίθετα το άγχος είναι άμορφο, ρευστό, παντού και πουθενά, ένα διαλυτικό συναίσθημα που είναι τοξικό ακριβώς γιατί δεν μπορεί να επικοινωνηθεί και να μοιραστεί.

Πώς θα περιγράφατε το ερευνητικό σας έργο ως σύνολο; Ποια είναι η ερώτηση που συνδέει τις διαφορετικές πλευρές των ερευνητικών σας ενδιαφερόντων;

Έχω περάσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου κρυφακούγοντας τις φωνές των γυναικών και των καταπιεσμένων, των μειονοτήτων και των κατατρεγμένων. Αλλά η έμφαση που έδινα ήταν συνήθως σε εκείνους τους ανθρώπους που προσπαθούν να πληγώσουν αυτές τις ομάδες των ανθρώπων – στο βιβλίο μου για τον πόνο αλλάζω οπτική γωνία, από το θύμα στον θύτη, όμως το ενδιαφέρον παραμένει το ίδιο. Όπως και σε όλη μου τη δουλειά, το ενδιαφέρον μου είναι κατά βάση στην καθημερινή οδύνη, σε αντίθεση με την «υψηλή πολιτική» ή την παραδοσιακή στρατιωτική ιστορία.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο πλαίσιο ενός άλλου βιβλίου που εκδόθηκε φέτος με τίτλοWounding the World: How Military Violence and War Games Invade Our Lives (Virago, 2014). Αυτό είναι σαφώς μια πολεμική ενάντια στην στρατικοποίηση και φυσικά εξόργισε τους υπέρ της σρατιωτικοποίησης σχολιαστές.

Το βιβλίο που γράφω τώρα ασχολείται με την επιστήμη και την τέχνη του τραυματισμού άλλων ανθρώπων, δηλαδή τη σκοτεινή επιστήμη της βαλλιστικής, την επιστήμη της έρευνας, του σχεδιασμού, και της κατασκευής όπλων που αποσκοπεί στην πρόκληση των πιο εξουθενωτικών τραυμάτων σε άλλους ανθρώπους. Η ιστορία της βαλλιστικής επιστήμης έχει παραδοσιακά επικεντρωθεί σε τεχνολογίες και στρατηγικές. Υποστηρίζω ότι πρέπει να την δούμε εκ νέου λαμβάνοντας υπόψιν τη σωματικότητα, την τρωτότητα, και τα συναισθήματα.

Έχουν όμως τα συναισθήματα ιστορία; Ακόμη και αν οι άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά, και μιλούν γι’ αυτά με διαφορετικούς όρους, δεν έχουν ωστόσο τα ίδια συναισθήματα άσχετα από το χωροχρονικό πλαίσιο;

Τα συναισθήματα έχουν ιστορικότητα, ναι. Ισχυρίζομαι πως μια ανάλυση των δυναμικών διασυνδέσεων ανάμεσα στη γλώσσα, την κουλτούρα και το σώμα μπορεί να συνεισφέρει σε μια ιστορία της αίσθησης. Οι τρεις έννοιες της γλώσσας, της κουλτούρας και του σώματος είναι στενογραφημένοι όροι ιδιαίτερα πολύπλοκων φαινομένων. Εννοιολογικά, είναι χρήσιμο να τις σκεφτόμαστε σαν τρία νήματα που μπλέκονται κι αποτελούν μαζί ένα σχοινί. Καμία από τις τρεις δεν είναι διακριτή οντότητα: η κάθε μια υπάρχει σε σχέση με τις άλλες, και μια προσαρμογή της μιας αναπόφευκτα επηρεάζει και τις άλλες. Τα σώματα δεν είναι απλώς δοχεία αισθήσεων, αλλά εμπλέκονται ενεργά στις γλωσσικές διαδικασίες και τις κοινωνικές διαδράσεις που συναποτελούν αυτές τις αισθήσεις. Η γλώσσα εμπλέκεται σε έναν διάλογο με τα βιολογικά σώματα και τα κοινωνικά περιβάλλοντα. Και η κουλτούρα δεν «εγγράφει» απλώς τα κείμενά της πάνω σε ένα βιολογικό, προ-κοινωνικό σώμα, αλλά συμβάλλει στην κατασκευή των σωμάτων και των μεταφορικών συστημάτων. Με αυτόν τον τρόπο, αυτό το μοντέλο «γλώσσα, κουλτούρα, σώμα» είναι διαδραστικό, και το κάθε νήμα του διαπλέκεται με τα άλλα σε μια ενεργητική, δυναμική σχέση.

Αυτός ο τρόπος σκέψης για τα συναισθήματα και για τον τρόπο που επικοινωνούνταν στο παρελθόν προσφέρει ένα χρήσιμο θάμπωμα του δυϊσμού μυαλό/σώμα. Ανοίγει ένα χώρο εξερεύνησης των τρόπων με τους οποίους οι οδυνηρές αισθήσεις αλλάζουν-με-το-χρόνο. Οι εμπειρίες των ανθρώπων για το σώμα τους διαμορφώνονται από το περιβαλλοντικό πλαίσιο και τις πολιτισμικές διαδικασίες, περιλαμβανομένων της γλώσσας και της διαλέκτου, των σχέσεων εξουσίας, του φύλου, της τάξης και των πολιτισμικών προσδοκιών, και τέλος του βάρους και του νοήματος που αποδίδεται στις θρησκευτικές, επιστημονικές και άλλες γνώσεις.

Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος ενός «δημόσιου διανοούμενου» στον σύγχρονο κόσμο;

Πιστεύω βαθιά στην ανάγκη για «δημόσιους διανοούμενους». Ο όρος «δημόσιος» αναφέρεται στα κοινά, στο κοινό καλό. Ο δημόσιος διανοούμενος είναι το άτομο που διευκολύνει την παραγωγή του κοινού καλού. Το «δημόσιο» δεν είναι μιντιακή αναφορά — ο «δημόσιος διανοούμενος» δεν είναι προϊόν ενημερωδιασκέδασης προς κατανάλωση. Ούτε είναι θέμα αριθμών (ένα είδος διασημότητας της οποίας η αξία μπορεί να εκτιμηθεί με τους λογιστικούς όρους της αγοράς και μέσω ενός διαγωνισμού μεταξύ των λεγόμενων «δημόσιων διανοούμενων» ως κυρίαρχων αρσενικών που μετρούν τα ακροατήρια και τα εγώ τους). Αντίθετα, το «δημόσιο» ορίζεται σύμφωνα με τους σκοπούς ή τις προθέσεις του διανοούμενου. Ο δημόσιος διανοούμενος εμπλέκεται σε αγώνες για το κοινό καλό. Με άλλα λόγια, ο ρόλος του διανοούμενου είναι ιδεολογικός: πρόκειται για πολιτική πρακτική. Η επιτέλεση αυτού του πολιτικού έργου είναι η συνεισφορά μας στην κοινωνία. Οι διανοούμενοι είναι άνθρωποι που δεν κοιτάζουν απλά «τη δουλειά τους».

Ίσως η χιλιοτραγουδισμένη αδυναμία της ιστορίας-ως-επιστήμης να είναι στην πραγματικότητα ένα από τα δυνατά της σημεία –τουλάχιστον για τον δημόσιο διανοούμενο. Το επάγγελμα του ιστορικού υπήρξε παραδοσιακά ανθεκτικό στις αφαιρέσεις. Ψάχνει ταυλικά της ανθρώπινης ύπαρξης –λέξεις, αντικείμενα, άλλα ίχνη που άφησαν οι άνθρωποι του παρελθόντος. Παρόλη την αποκήρυξη του ανθρωπισμού (στον οποίο έχω επιτεθεί κι εγώ στο What It Means to be Human), η ιστορία είναι μια βαθιά ανθρωπιστική ενασχόληση και, στον μετα-ανθρωπιστικό κόσμο, αυτή η ιδιότητα ενθαρρύνει τη στροφή στο συγκεκριμένο –χρονικό, γεωγραφικό, σχεσιακό. Οι ιστορικοί ως δημόσιοι διανοούμενοι αγωνίζονται ενάντια στην απλοϊκή τάση αντιμετώπισης των λαών του παρελθόντος ως «του άλλου» έναντι του οποίου «εμείς» (όποιοι κι αν είμαστε «εμείς») συγκροτούμε τους εαυτούς μας. Η απάλειψη της εκπληκτικής ποικιλίας της αισθητής ζωής κάνει τις ζωές όλων μας φτωχότερες. Όπως ισχυρίζομαι στο What It Means to be Human, το καθήκον των ιστορικών τον 21ο αιώνα είναι να αναδείξουν την «αναντικατάστατη ενικότητα» των λαών του παρελθόντος που πάλεψαν και υποτάχθηκαν σε δυνάμεις εντός και εκτός του ελέγχου τους. Οι αφηρημένες ιδέες, οι κατασκευασμένες «προσωπικότητες» και οι δηλώσεις υπέρ της τυπικής ισότητας όλων των ανθρώπων είναι ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως αρνούμαι ότι, ως ιστορικοί, αφηγούμαστε τις ιστορίες των άλλων μέσα από κάποια απροσδιόριστα όρια. Με ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως δύο πολύ διαφορετικά είδη ορίων. Το πρώτο είναι οικείο έδαφος για τους ιστορικούς: πρόκειται για τα όρια που τίθενται από συγκεκριμένα ιστορικά και τοπολογικά πλαίσια. Είναι το έδαφος που έχουμε εκπαιδευτεί να ανασκάπτουμε. Κάθε άνθρωπος γεννιέται σε έναν κόσμο που έχει διαμορφωθεί από πριν και από άλλους. Αντιστεκόμαστε, δημιουργούμε και αναδημιουργούμε –αλλά πάντα από αφετηρίες που δεν έχουμε διαλέξει εμείς. Οι αδικίες των προϋπαρχουσών ιεραρχιών με βάση το φύλο, το χρώμα του δέρματος, τον πλούτο, τη θρησκεία, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, και άλλα χαρακτηριστικά είναι μερικές από τις αφετηρίες αυτές.

Το άλλο είδος ορίου είναι πιο φιλοσοφικό: πρόκειται για τις ιδιαιτερότητες των ατόμων, με όλες τους τις ανάγκες, τις επιθυμίες, τις συμμαχίες, τις συγκρούσεις τους, μια άπειρη ποικιλία ζωντανών πλασμάτων, που όμως εμείς μαντρώνουμε σε φαινομενικά διακριτές κατηγορίες –γυναίκα/άνδρας, Χριστιανός/Εβραίος, εργάτης/στέλεχος επιχείρησης, κ.ο.κ. Αυτή είναι μια περίπτωση που πιστεύω ότι μπορεί να βοηθήσει εμάς τους ιστορικούς η λωρίδα του Μέμπιους –υπενθυμίζοντάς μας τη ρευστότητα της ανθρώπινης ζώσας εμπειρίας, η οποία είναι πάντα σε κίνηση, καταφάσκει και αρνείται, υπονομεύει τις ταυτότητες και αμφισβητεί όλες τις αξιώσεις ομοιομορφίας. Επίσης υπονομεύει τις αποφάνσεις υπεροχής/κατωτερότητας που αναπόφευκτα ξεπηδούν κατά τη σύγκριση με άλλους κόσμους («διαφορετικούς σε σύγκριση με τι/ποιον;»). Μια τέτοια προσέγγιση επίσης εισάγει αστάθεια και απροσδιοριστία στις ιστορίες μας, χρησιμεύοντας και ως μια (ιδιαιτέρως αναγκαία) υπενθύμιση ότι αυτές δεν είναι οι δικές μας ζωές και ότι όλες μας οι γνώσεις είναι ενδεχομενικές.

Τη συνέντευξη πήρε ο Δημήτρης Παπανικολάου και τη μετάφρασαν ο Πάνος Γιαννικόπουλος και ο Δημήτρης Ιωάννου.

 

H Tζοάνα Μπερκ στην Αθήνα

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της Joanna Bourke, The Story of Pain: From Prayer to Painkillers, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (Ίδρυμα Ωνάση) διοργανώνει σχετική συζήτηση, την Τρίτη 3 Φεβρουαρίου, ώρα 19.00 στη Μικρή Σκηνή (Λεωφόρος Συγγρού 107-109).

Ομιλητές: Joanna Bourke, Πέπη Ρηγοπούλου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Αθηνά Αθανασίου (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Ευάγγελος Παναγιωτάκος (γιατρός αναισθησιολόγος, εξειδικευμένος στον πόνο). Συντονισμός: Δημήτρης Παπανικολάου (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης). Επιμέλεια: Δημήτρης Παπανικολάου, Αφροδίτη Παναγιωτάκου. Δελτία προτεραιότητας μοιράζονται μία ώρα πριν την έναρξη.