Mar 252020
 

Από τον αγαπημένο φίλο κι συνάδελφο Λυκούργο Καρατζαφέρη. Το εξαιρετικό αυτό άρθρο δημοσιεύεται σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Πηγή: ΕφΣυν

Στο μυαλό είναι ο στόχος: ένα σχόλιο στο πεδίο της νεκροπολιτικής

Λυκούργος Β. Καρατζαφέρης*

Mέσα στον φόβο και στις υποψίες,
με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,
λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε
για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο
τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.
Κι όμως λανθάνουμε, δεν είν’ αυτός στον δρόμο
ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ’ ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά).
Άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν,
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους — πού πια καιρός — μας συνεπαίρνει.

Κωνσταντίνος Καβάφης «Τελειωμένα»

Περπατάς και μια κυρία σταματάει. Κρατάει τη μάσκα της και με αυτήν και την ανάσα της. Σε χωρίζουν δύο μέτρα αλλά την βλέπεις δεν αναπνέει. Το είπε και ο πρωθυπουργός: “να περπατάτε σαν να έχετε ήδη τον ιό και δεν πρέπει να τον μεταφέρετε σε άλλους”.  Ανοίγεις τον υπολογιστή και σε δευτερόλεπτα νιώθεις ένα μικρό γαργαλητό στο λαιμό και ήπιο ξηρό βήχα. Τον κλείνεις και μαζί του και τις ιστοσελίδες που μετράνε νεκρούς και σπέρνουν μηνύματα κοινωνικού κανιβαλισμού και λίγο μετά το γαργαλητό υποχωρεί. Αν σήμερα κάποιοι διαπιστώνουν πως το φτάρνισμα ενός Κινέζου, προκαλεί κατάρρευση στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κι όλοι μιλάνε για χαοτικά συστήματα, πώς γίνεται να μην υποψιαζόσαστε πως ίσως το κράτημα στην ανάσα ενός ανθρώπου  προκαλεί βήχα σε κάποιον άλλο… Εξωτερικεύουμε το θάνατο, εσωτερικεύουμε την αρρώστια, κινούμαστε στην καλύτερη περίπτωση ως άρρωστοι και στη χειρότερη ως ζωντανοί νεκροί. Η εδώ και μερικές δεκαετίες άνοδος των σχετικών με τα ζόμπι τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών μοιάζει πλέον κατανοητή: “οι νεκροί ποτέ δεν πεθαίνουν”. Ας κοιμηθούμε ήσυχα..

 Δύο μέτρα.. Τόσο αντιστοιχούν στον καθένα μας για τη διατήρηση της δημόσιας υγείας. Κι ενώ όλο και πιο πολύ αναγνωρίζεται η συμπλοκότητα των θανατηφόρων προβλημάτων που γεννά η καπιταλιστική μηχανή τόσο πιο γραμμικά είναι τα μέτρα που αναγγέλλονται χωρίς να υπάρχει καμία άλλη φροντίδα ή μέριμνα. Δύο μέτρα… Όμως δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο εδάφους που να είναι αδιάφορο για τον κοινωνικό έλεγχο (για το καλό της δημόσιας υγείας). Αυτό που προς το παρόν μοιάζει σαν «κατάσταση εξαίρεσης» πιθανόν να είναι η επερχόμενη κανονικότητα. «Για το καλό όλων». Δύο μέτρα….και δύο σταθμά. Όσο γρήγορα εφαρμόζονται τα μέτρα απαγόρευσης άλλο τόσο αργά κινείται η προετοιμασία του συστήματος υγείας. Όσο κάποιοι πληρώνουν για ένα τεστ άλλο τόσο άλλοι θα εγκαταλειφθούν στον οικιακό τάφο τους. Δύο μέτρα και δύο σταθμά . Γιατί μπορεί να είναι όλοι ίσοι στον ιό δεν είναι όμως στο σύστημα υγείας και στις υπηρεσίες. Δεν έχον όλοι τηλεδουλειά για να πληρώσουν το νοίκι τους και τους λογαριασμούς τους. Όσο η ρητορική του πολέμου εισβάλει στην καθημερινότητά μας και όλοι θέλουν να νοιώθουν ήρωες άλλο τόσο απομακρύνεται η ρητορική της αλληλοβοήθειας και της φροντίδας. Όχι από τα μετόπισθεν στο μέτωπο όσο από άνθρωπο σε συνάνθρωπο. Οποιασδήποτε τάξης, φύλου, φυλής και ηλικίας. Τώρα και πάντα.

Αναδεικνύεται ως κεντρική η έννοια της ατομικής ευθύνης όμως αν “η μάθηση δεν είναι μεταφορά πληροφορίας αλλά αποτελεί μια σχεσιακή συναισθηματική και διαλογική διεργασία που περιλαμβάνει, κατ’ ανάγκην, την προσωπική ευθύνη”, τότε μάλλον συγχέουμε (και επιδέξια μας προτρέπουν σε αυτό) την  υπακοή σε κρατικές ντιρεκτίβες με την προσωπική ευθύνη. Ο Giorgio Agamben από την Ιταλία είπε λίγες μέρες πριν: “Η γυμνή ζωή –και ο φόβος μην την χάσουν– δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά τους τυφλώνει και τους χωρίζει. Τα άλλα ανθρώπινα πλάσματα… εκλαμβάνονται τώρα μόνον ως δυνητικοί μεταδότες της μόλυνσης που πρέπει πάση θυσία να αποφεύγονται και από τους οποίους πρέπει να τηρείται απόσταση τουλάχιστον ενός μέτρου. Οι νεκροί –οι νεκροί μας– δεν έχουν το δικαίωμα μιας κηδείας και δεν είναι σαφές τι γίνονται τα πτώματα των αγαπημένων μας προσώπων. (…) Τι απογίνονται οι ανθρώπινοι δεσμοί σε μια χώρα που εξοικειώνεται με το να ζει με έναν τέτοιο τρόπο, ποιος ξέρει για πόσον καιρό; Και τι πράγμα είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία από εκείνη της επιβίωσης;”

 Ενδεικτικό παράδειγμα πως σε όλο τούτο το συναισθηματικό, ψυχολογικό φορτίο των από τα κάτω, η απάντηση που μέχρι σήμερα έχει δοθεί (από τα πάνω) είναι το “πρωτοποριακό σύστημα ψυχιατρικής”.  Μια καλή δηλαδή ευκαιρία να προωθηθεί γρήγορα και στα μουλωχτά η 5G τεχνολογία  παρά τις εκκλήσεις επιστημόνων (μάλλον όχι τόσο πειστικών όσο των επιδημιολόγων) για αναστολή της ανάπτυξης των δικτύων 5G έως ότου οι πιθανοί κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον να έχουν διερευνηθεί πλήρως από επιστήμονες ανεξάρτητους από τη βιομηχανία. Ποια όμως είναι η σχέση επιστήμης και κοινωνίας τελικά; Παρακαλάμε για περισσότερη τεχνολογία και τα αφεντικά θα την φέρουν αλλά έχει κανείς αναρωτηθεί σχετικά με την επίδραση στις ανθρώπινες σχέσεις και το νέο είδος «σχετίζεσθαι» που πιθανόν αυτή «θα παράξει» ειδικά με την απόσταση ως τρόπος να είσαι συναισθηματικά κοντά με τον άλλο, να του δείξεις το νοιάξιμό σου. Τρόπος που συμπυκνώνεται στην πρόταση «όσο πιο πολύ σε νοιάζομαι, τόσο πιο μακριά σου μένω»;

 Ακόμα και η απόσταση πλέον δεν είναι παρά σημείο της απειλής. Ο κίνδυνος είσαι εσύ. Η επίκληση της δημόσιας ασφάλειάς και ειδικά ο τρόπος με τον οποίο αυτή γίνεται από τα δημοσιογραφικά σάιτ  πυροδοτεί έναν  διαπροσωπικό αλλά ΚΑΙ ενδοατομικό εμφύλιο πόλεμο. Δεν εκπλήσσει  κανένα, λέει πάλι ο Agamben, ότι, με τον ιό, γίνεται λόγος για πόλεμο. Τα προβλεπόμενα μέτρα έκτακτης ανάγκης μάς υποχρεώνουν εκ των πραγμάτων να ζούμε σε συνθήκες απαγόρευσης κυκλοφορίας. Αλλά ένας πόλεμος με έναν εχθρό αόρατο που μπορεί να φωλιάζει σε κάθε άνθρωπο είναι ο πιο παράλογος από όλους τους πολέμους. Είναι, στην πραγματικότητα, ένας εμφύλιος πόλεμος. Ο εχθρός δεν είναι έξω, είναι μέσα μας.

  Ο εχθρός είναι μέσα μου. Δεν πέρασε μια δεκαετία από την εποχή που μάθαμε πως “μαζί τα φάγαμε” κι η ενοχή επανέρχεται. Σύμφωνα με τον Raul Vaneigem “κατά τη διάρκεια των μεγάλων επιδημιών πανώλης του παρελθόντος, οι άνθρωποι έκαναν μετάνοιες και διακήρυτταν την ενοχή τους μαστιγώνοντας τους εαυτούς τους. Μήπως δεν έχουν και οι διαχειριστές της παγκόσμιας απανθρωποποίησης συμφέρον να πείσουν τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει διέξοδος από την άθλια μοίρα που τους επιφυλάσσεται; Ότι τους έχει μείνει μόνο το μαστίγιο της εθελοντικής σκλαβιάς; Το μόνο που κάνει η τρομερή μιντιακή μηχανή είναι να αναμασά το παλιό ψέμα της ουράνιας, ανεξιχνίαστης, αναπόφευκτης προσταγής όπου το τρελό χρήμα έχει αντικαταστήσει τους αιμοδιψείς και ιδιόρρυθμους θεούς του παρελθόντος.”

 Ας δεχτούμε όμως, χάριν της συζήτησης,  πως όλα τούτα είναι αναγκαία. Ας δεχτούμε, καλή καρδιά, τα συγκινητικά λόγια του εκπρόσωπου του Υπουργείου Υγείας, Καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα πως “το θαύμα της ιατρικής επιστήμης του 2020 είναι η παράταση της ποιοτικής επιβίωσης αυτών των ατόμων, πολλοί από τους οποίους είναι μανάδες και πατεράδες μας, είναι γιαγιάδες και παππούδες. Η απάντηση είναι πως τιμούμε όλους, σεβόμαστε όλους, προστατεύουμε όλους αλλά κατ’ εξοχήν αυτούς. Δε μπορούμε να υπάρχουμε, ούτε να έχουμε ταυτότητα χωρίς αυτούς.” Ας δεχτούμε πως εναλλακτικές που θα αφορούσαν τη στόχευση στις ομάδες υψηλού κινδύνου δεν υπάρχουν. Αυτό λοιπόν είναι μόνο η ταυτότητά μας; οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας; Βέβαια στην πατρίδα της Θάτσερ ο συμπεριφορικός κοινωνιολόγος Robert Dingwall ως σύμβουλος της βρετανικής κυβέρνησης μας προτρέπει να ξεμπερδεύουμε: “Πολλοί αδύναμοι γέροντες θα μπορούσαν να δουν τη λοίμωξη του Covid-19 σαν ένα σχετικά γαλήνιο τέλος, σε σύγκριση, φερειπείν, με το να παραμείνουν για πολλά χρόνια σε άνοια, ή σε σύγκριση με μερικούς καρκίνους.” Άντε γιατί γίναμε πολλοί σε τούτο τον πλανήτη…

 Προς το παρόν στα δικά μας μέρη ακόμα σεβόμαστε (;) τους ηλικιωμένους αλλά τούτη η κρίση είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξεχάσουμε τους άλλους. Πού είναι λοιπόν η περιβόητη κοινωνική ευθύνη για τους εγκλωβισμένους στη Μόρια και στα υπόλοιπα κλειστά (και επίσημα πλέον) στρατόπεδα συγκέντρωσης; Πού είναι η περιβόητη κοινωνική ευθύνη για τους χιλιάδες άστεγους που δε “θα μείνουν σπίτι”;  Πού είναι κοινωνική ευθύνη για τους εγκλωβισμένες γυναίκες σε συνθήκες ενδοοικογενειακής βίας, για τους χιλιάδες ανθρώπους που, όπως αναφέρει μια πρόσφατη μελέτη στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet», για τους οποίους “η απομόνωση και η απομόνωση διαρκείας μπορούν να οδηγήσουν σε μετατραυματικό στρες, άγχος, κατάθλιψη, αλλά επίσης σε κόπωση, πτώση ηθικού του κοινού και δημόσια αντίδραση τελικά”. Όμως στην αλγοριθμοποιημένη εποχή  της καταμέτρησης θυμάτων και κρουσμάτων έννοιες όπως αλληλεγγύη, φροντίδα, απώλεια ελευθερίας, αβεβαιότητα, (αυτό-)φροντίδα από την στιγμή που δεν είναι αριθμοί στην ατζέντα των μίντια δεν προσμετρώνται, τουλάχιστον, όχι μέχρι να γίνουν αυτοκτονία, διάγνωση ψυχιατρική κοκ.

 Αντί λοιπόν να αναρωτηθούμε για το πως θα “τιμούμε όλους, σεβόμαστε όλους, προστατεύουμε όλους” καθόμαστε να βομβαρδιζόμαστε από θάνατο με κάθε τρόπο. Νεκροπολιτική.  Η ζωή μας, έλεγε ο Χρόνης Μίσισος, μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σαn μια μοναδική ευκαιρία: “Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξανα-υπάρξουμε ποτέ. Κι Εμείς τι την κάνουμε ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την…Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα…” Κι όμως τούτα είναι που η κρατική εξουσία ζητάει να οργανωθούν σήμερα από έναν πρωθυπουργό που φιλοδοξεί να μείνει στην ιστορία ως “ο ηγέτης που ωρίμασε βίαια μια απείθαρχη κοινωνία”.  Είναι όμως τόσο πιθανόν να ωριμάσει μια κοινωνία βίαια όσο πιθανόν είναι να μεγαλώσει ένα λουλούδι αν το τραβήξεις με τανάλια.

Τελικά στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού μπορεί να μάθαμε να χειριζόμαστε τα συναισθήματά μας πιο δεξιοτεχνικά αλλά αυτό δεν φαίνεται να μας έφερε πιο κοντά (Eva Illouz). Αντί αυτού, πειθαρχημένοι/ες με αίσθημα ατομικής και μόνο ευθύνης, εγκλωβισμένοι/ες σε μια κοινωνία που ζει σε μια διαρκή κατάσταση ανάγκης δεν μπορούμε να μιλάμε για μια ελεύθερη και ώριμη κοινωνία. Μια κοινωνία που έχει θυσιάσει την ελευθερία στους λεγόμενους «λόγους ασφαλείας» έχει καταδικαστεί ακριβώς γι’ αυτό το λόγο να ζει σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και ανασφάλειας. Τα αντισηπτικά απλά σφράγισαν μία ήδη αποστειρωμένη στον βωμό της ασφάλειας ζωή;.

 Γενικότερα, όλοι θα ανακαλύψουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχει κοινωνική ζωή  που δεν συνεπάγεται έναν κίνδυνο μόλυνσης, όπως δεν υπάρχει οργανική ζωή που δεν κινδυνεύει από την ασθένεια και τον θάνατο. Και θα βρεθούμε επομένως αντιμέτωποι με ένα βασικό πολιτικό ερώτημα: μέχρι ποιο βαθμό είμαστε διατεθειμένοι να θέσουμε σε κίνδυνο, έστω και ελάχιστο, τη βιολογική μας ασφάλεια για να δειπνήσουμε με έναν φίλο, να αγκαλιάσουμε ένα παιδί ή απλά για να συζητάμε με τους αργόσχολους που ξενυχτάνε στην πλατεία; Σε ποιο ύψος τοποθετούμε τον πήχη πάνω από τον οποίο η ικανοποίησή μας από την κοινωνική συναναστροφή γίνεται για μας προτεραιότητα σε σχέση με την προστασία της υγείας; Από πότε η νομιμότητα έγινε ο οδηγός επιβίωσής μας;

 Αν η ατομική ευθύνη δε γίνει προσωπική κι αυτή κοινωνική και άρα νοηματοδοτημένη μέσα από την αλληλεγγύη, το νοιάξιμο για το διπλανό μας αλλά και την αυτο-επιμέλεια θα μπαίνουμε στην αρένα του κοινωνικού κανιβαλισμού και θα σκοτωνόμαστε για λίγο αντισηπτικό σήμερα. όπως για μία δουλειά τα τελευταία χρόνια. Κι έτσι με “καθαρά χέρια” θα κλείνουμε τα μάτια, τη μύτη, το στόμα. Ωριμότητα σημαίνει νηφάλια προσέγγισης της πραγματικότητας, σημαίνει σύμπραξη και όχι τυφλή υπακοή, σημαίνει ανάληψη συνολική ευθύνης μέσα από σχέσεις αλληλεξάρτησης και κατανόησης της τεράστιας συμπλοκότητας μέρος της οποίας είμαστε. Σημαίνει αναζήτηση γνώσης και ενστάλαξη της δημιουργικής αμφισβήτησης, σημαίνει επανεκτίμηση των βασικών αξιών μας.

Υ.Γ. Και μιας και τα γεγονότα μας προλάβανε… και μιας με πολύ θράσος επικαλούνται και τον Καμύ: “Φωνάζω ότι δεν πιστεύω σε τίποτα και ότι όλα είναι παράλογα, μα δεν μπορώ να αμφιβάλω για την κραυγή μου, και πρέπει να πιστεύω τουλάχιστον στη διαμαρτυρία μου. Η πρώτη και μοναδική ολοφάνερη αλήθεια που μου δίνεται έτσι, εντός της παράλογης εμπειρίας, είναι η εξέγερση (…) Η εξέγερση γεννιέται από θέαμα της παραφροσύνης, μπροστά σε μια άδικη και ακατανόητη μοίρα.” (Αλπέρτ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος).

*ψυχίατρος, μέλος της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’ και του Δικτύου “Hearing Voices” Aθήνας.

** Ο τίτλος προέρχεται από το ομότιτλο ποίημα της Κατερίνας Γώγου

 Posted by at 13:31  άρθρα  Comments Off on Στο μυαλό είναι ο στόχος: ένα σχόλιο στο πεδίο της νεκροπολιτικής
Mar 242020
 

Ζούμε μέρες πρωτόγνωρες, περίεργες, αποσταθεροποιητικές. Κινούμαστε σε ένα φάσμα συμπεριφορών. Σαν εκκρεμές. Στο ένα άκρο η στάση “ο θάνατος σου, η ζωή μου”, στο άλλο ”σήμερα εσύ, αύριο εγώ”. Όταν τελειώσει αυτός ο αναγκαστικός εγκλεισμός θα βρεθούμε ξανά πρόσωπο με πρόσωπο. Θα αγκαλιαστούμε; Θα έχει μείνει ο φόβος και η καχυποψία; Θα έχουμε κρατήσει ζωντανά τα δίκτυα αλληλεγγύης, που μόνο χάρη σε αυτά επιβιώσαμε ως τώρα; Είναι νωρίς ακόμη. Δεν ξέρουμε.

Τροφή για σκέψη το άρθρο της Ελένης Παπούλη στο socialpolicy.gr (αναδημοσίευση με την άδεια των διαχειριστών της σελίδας – socialpolicy.gr ευχαριστούμε).

Φόβοι, ηθικοί πανικοί, δικαιώματα και (αν)ηθικές συμπεριφορές εν καιρώ πανδημίας

Ελένη Παπούλη, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας, Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Μέσα από την μελέτη της ανθρώπινης ιστορίας, γνωρίζουμε ότι οι πανδημίες στο σύνολο τους συνδέονται με ατομικές αντιδράσεις και μαζικές συμπεριφορές, οι οποίες έχουν σαν κοινό παρανομαστή τον φόβο ως μηχανισμό προστασίας και επιβίωσης από την απειλή για εξαφάνιση της ανθρώπινης ζωής. Οι φοβικές συμπεριφορές (είτε εσωστρεφείς, είτε εξωστρεφείς), που εκδηλώνονται σε καταστάσεις πανδημίας, αποτελούν αμυντικές ψυχοκοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες ενεργοποιούνται ατομικά ή/και μαζικά και λειτουργούν ως μηχανισμοί προειδοποίησης για την εξάπλωση μιας επιδημίας, ή επιδιώκουν να καταστείλουν συμπεριφορές που θεωρούνται ότι θέτουν σε κίνδυνο την διασφάλιση της δημόσιας υγείας ως υπέρτατου αγαθού και αξίας.

Εν  καιρώ πανδημίας δεχόμαστε ότι η προστασία της δημόσιας υγείας αποτελεί αποκλειστική και αδιαπραγμάτευτη αρχή, ενώ η έννοια της ατομικής υγείας παύει να υφίσταται ως μορφή προσωπικής ελευθερίας και επιλογής. Κατά συνέπεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα (ατομικά, κοινωνικά, πολιτικά), που αναπτύχτηκαν στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας,αρχίζουν να «αμφισβητούνται» στο όνομα της προάσπισης του δημόσιου καλού, να «μπαίνουν» σε καραντίνα, να «παγώνουν» και πιθανά να τίθενται υπό επαναδιαπραγμάτευση. Συνακόλουθα, ιδέες και έννοιες όπως είναι αυτές της «διάκρισης» και της «καταπίεσης» υφίστανται ανάλογη πολιτική και κοινωνική λογοκρισία, χάνοντας το  σκοπό και το νόημα τους μπροστά στην απειλή ή τον κίνδυνο για μαζική αρρώστια ή καταστροφή της ανθρώπινης ζωής.

Σε καταστάσεις πανδημίας, όπως στην σημερινή εποχή,  η κρατική εξουσία καλείται να διαδραματίσει το ρόλο του θεματοφύλακα της δημόσιας υγείας και του κεντρικού συντονιστή της προσπάθειας περιορισμού ή εξάλειψης της εξάπλωσης της λοίμωξης και της μαζικής καταστροφής. Η δημόσια υγεία, ως υπέρτατο αγαθό, που χρήζει άμεσης προστασίας, υποκαθιστά κάθε θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, δικαιολογώντας με αυτόν τον τρόπο την λήψη σκληρών έως ακραίων μέτρων, εκ μέρους του κράτους, για την διαφύλαξη της (π.χ. ηλικιακός περιορισμός στην άσκηση δικαιωμάτων, αλλαγές στην διαχείριση των προσωπικών δεδομένων με βάση το ζωτικό δημόσιο συμφέρον, ηλεκτρονική λογοδοσία στον κρατικό μηχανισμό, απαγόρευση κυκλοφορίας, κλείσιμο συνόρων, lock down). Τέτοιου είδους περιορισμοί και απαγορεύσεις μπορεί να  λαμβάνονται κλιμακωτά ή να τίθενται εξαρχής. Σ’ αυτήν την φάση, ο κρατικός πατερναλισμός γίνεται καθολικά αποδεκτός χωρίς αντιρρήσεις ή αμφισβητήσεις για τα όρια της κρατικής παρέμβασης απέναντι στην προστασία των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Αυτή η φάση, όμως, θέλει ιδιαίτερη προσοχή,γιατί η γνωστή ρήση «ήρθε για να μείνει» ενέχει τον κίνδυνο της επιβολής και καθιέρωσης επώδυνων μέτρων άσκησης κοινωνικού ελέγχου, τα οποία προσλαμβάνονται πλέον ως αναγκαία για την προστασία της δημόσιας υγείας και την αποφυγή μελλοντικών κινδύνων.

Ομοίως, οι ηθικές αποφάσεις που καλούμαστε, ως πολίτες, να πάρουμε στην καθημερινή μας ζωή και οι συμπεριφορές, που οφείλουμε να επιδείξουμε σε καταστάσεις πανδημίας, ακολουθούν την ίδια συλλογιστική. Κάνοντας επίκληση στην «ατομική ευθύνη»,  επιβάλλεται να πειθαρχήσουμε συλλογικά στις κρατικές εντολές για να διασφαλίσουμε από κοινού, πολίτες και κράτος, το υπέρτατο αγαθό της δημόσιας υγείας. Σε καταστάσεις πανδημίας, όμως, παρατηρούμε, ότι συχνά, οι ηθικές αποφάσεις λαμβάνονται υπό καθεστώς υπερβολικού φόβου, υπό την απειλή της μεταδοτικότητας του κινδύνου και την κατάλυση της κοινωνικής κανονικότητας, ή κατ’ άλλους της κοινωνικής ευημερίας. Υπό αυτές τις απειλητικές συνθήκες, πολλοί άνθρωποι εκδηλώνουν εξωστρεφείς φοβικές συμπεριφορές με την μορφή ηθικών πανικών (ethical panics), οι οποίοι με την σειρά τους, οδηγούν σε ακραίες κοινωνικές αντιδράσεις και συμπεριφορές,  που συνεπιφέρουν την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αξιών (αλληλεγγύη, δικαιοσύνη, ελευθερία, αξιοπρέπεια, αμοιβαιότητα, σεβασμός, ισότητα) και την επιλεκτική εφαρμογή τους, κατά το δοκούν.  Αμφότερα, δικαιώματα και αξίες, σημειώνω ότι είναι θεμελιώδη συστατικά στοιχεία για την κοινωνική συνοχή, την αρμονική συμβίωση και την ευημερία στις δημοκρατικά δομημένες κοινωνίες.

Παρακολουθώντας τις τρέχουσες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνουμε ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές υπό καθεστώς ηθικού πανικού έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά (μαζική και ομοιόμορφη συμπεριφορά), κυριότερα από τα οποία είναι:  η μαζική αγορά προϊόντων (π.χ. χαρτί τουαλέτας/είδη υγιεινής, φάρμακα, μάσκες, αντισηπτικά, τρόφιμα, κ.α.), τα οποία κρίνονται ως απολύτως αναγκαία για την ατομική προστασία και επιβίωση σε  καταστάσεις πανδημίας. Το ίδιο ισχύει και για τις μαζικές διαφυγές ή μαζικές εξόδους σε χώρους και τοποθεσίες εκτός αστικών περιοχών. Το αστικό περιβάλλον «δαιμονοποιείται», καθώς συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καταναλωτικού τρόπου ζωής. Κοινό, επίσης, χαρακτηριστικό των συμπεριφορών  ηθικού πανικού που εκδηλώνονται λόγω της πανδημίας, είναι οι μαζικές συναθροίσεις π.χ. για εκκλησιασμό για να «ξορκίσουμε το κακό» από το τόπο και οι διάφορες μορφές  ρητορικής του μίσους, λεκτικού εξευτελισμού και λεκτικής βίας (χυδαίες εκφράσεις, βρομόλογα) που εκφράζονται κυρίως σήμερα,  μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στρέφονται εναντίον ατόμων ή ομάδων που δείχνουν απειθαρχία στις κρατικές οδηγίες και εντολές (αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα; επιθυμία για ατομικιστική  συμπεριφορά; αδυνατούν να ανταποκριθούν ψυχολογικά σε συγκεκριμένες κοινωνικές απαιτήσεις;). Σε ακραίες περιπτώσεις, τέτοιες μορφές ατομικής ή μαζικής επιθετικής συμπεριφοράς ενδέχεται να εξελιχθούν σε κοινωνικό «λιθοβολισμό». Στις διαδικτυακές συνομιλίες,  για παράδειγμα, παρατηρούμε, ότι πάρα πολλά άτομα, εν μέσω πανδημίας, αυτοανακηρύσσονται θεματοφύλακες της δημόσιας υγείας και της ανθρώπινης ζωής και μετατρέπονται σε κοινωνικούς κατήγορους, υποκινώντας τον κοινωνικό αυτοματισμό και το «αλληλοφάγωμα» π.χ. υγιείς εναντίον ευπαθών ομάδων, ευπαθείς ομάδες εναντίον απείθαρχων/ανυπάκουων πολιτών, νέοι εναντίων ηλικιωμένων, στιγματισμός, ποινικοποίηση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς, ακόμη και ποινικοποίηση της ασθένειας ως μέτρο προφύλαξης της δημόσιας υγείας (όπως είχε ζητηθεί παλαιότερα για τους ασθενείς με AIDS). Για την αποφυγή φαινομένων κοινωνικού αυτοματισμού σε χώρες με δημοκρατικά, τουλάχιστον, πολιτεύματα, η κρατική εξουσία αναλαμβάνει, επίσης, να επιβάλλει την αστυνομική καταστολή και οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής  (αστυνομία, ένοπλες δυνάμεις) παίζουν, πλέον, τον ρόλο του θεματοφύλακα της δημόσιας υγείας και ασφάλειας.

Με κοινωνιολογικούς όρους (μαρξιστικής οπτικής), θα ερμηνεύαμε τις ανθρώπινες αντιδράσεις και συμπεριφορές υπό καθεστώς ηθικού πανικού, ως συνέπειες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης (με τις ανάλογες διαφοροποιήσεις ανά χώρα), το οποίο έχει οδηγήσει  στον αλλοτριωτικό καταναλωτισμό και τον ατομικιστικό τρόπο ζωής. Υπό αυτήν την οπτική, μπορούμε να καταλάβουμε, λοιπόν, για παράδειγμα, γιατί η ατομική ηθική και ευθύνη εν μέσω πανδημίας, σταματάει στην είσοδο του σούπερ μάρκετ ή γιατί ο ανταγωνισμός μεταξύ των ανθρώπων-καταναλωτών μπορεί να φτάσει σε ακραίες καταστάσεις του τύπου «οθάνατός σου, η ζωή μου, όταν χρειαστεί να προμηθευτούν αναγκαία αγαθά για την ατομική τους επιβίωση.

Με ψυχολογικούς όρους, πάλι, οι ανθρώπινες συμπεριφορές υπό καθεστώς ηθικού πανικού, ερμηνεύονται με γνώμονα το στοιχείο εκδήλωσης ενός υπερβολικού φόβου, που γίνεται πανικός ενόψει επικείμενου κινδύνου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο περιχαρακώνεται γύρω από τον εαυτό του και την εσω-ομάδα στην οποία ανήκει και παύει να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται λογικά και ηθικά προς τα μέλη της εξω-ομάδας.  Σε καταστάσεις ηθικού πανικού, ο φόβος ως ανθρώπινο συναίσθημα και σημαντικός προστατευτικός μηχανισμός, επιστρέφει στην αρχέγονη κατάσταση του, ενεργοποιώντας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης για διασφάλιση της ίδιας της ύπαρξης. Στον πανικό, ο φόβος ως αρχέγονος μηχανισμός αυτοπροστασίας, εκδηλώνεται με  συμπεριφορές επιθετικού τύπου (λεκτική βία, εκφοβισμός και απειλές, σωματική βία) για την αποφυγή ή την εξουδετέρωση του φοβικού ερεθίσματος,  χωρίς λογική επεξεργασία και κριτική σκέψη. Στους ηθικούς πανικούς, η ανθρώπινη ηθική συμπεριφορά (ηθικότητα) απεμπολεί κάθε έννοια ηθικής υποχρέωσης (ή ηθικού καθήκοντος) απέναντι στον συνάνθρωπο, αποκηρύσσοντας την ηθική αρχή, που μας είναι γνωστή ως ο χρυσός κανόνας: «Κάνε στους άλλους αυτά που θα ήθελες να σου κάνουν». Ως γνωστόν, ο χρυσός κανόνας εδράζεται στην ηθική της αμοιβαιότητας, η οποία, δυστυχώς, εκμηδενίζεται σε καταστάσεις πανδημίας, μπροστά στον αρχέγονο φόβο του ανθρώπου για απώλεια της ίδιας της ύπαρξης του.

Εικάζεται ότι, μετά την έλευση της πανδημίας, οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν θα είναι πια αυτό που ήταν μέχρι σήμερα. Μάλιστα, κάποιες φωνές, μιλάνε ήδη για κοινωνίες που προσομοιάζουν με εκείνες των δυστοπικών κοινωνιών τύπου George Orwell, και για κατακλυσμιαίες αλλαγές στις ανθρώπινες σχέσεις και τα κοινωνικά συστήματα. Αν δεχθούμε ότι οι κοινωνίες δυτικού τύπου στις οποίες (συν) υπάρχουμε, χρειάζονται, κατεπειγόντως, βαθιές και ριζικές αλλαγές στα κοινωνικοοικονομικά τους συστήματα, φαίνεται ότι, ήρθε η στιγμή για κάτι τέτοιο.

Τα ερωτήματα, ωστόσο, θα παραμένουν βαθιά φιλοσοφικά, υπαρξιακά και εν τέλει, πολιτικά. Τι είδους ανθρώπινες κοινωνίες επιθυμούμε (ποιοι και γιατί;) και είναι πιθανό να οικοδομήσουμε στο εξής; Αν οι πανδημίες (και εντός εισαγωγικών) ήρθαν για να μείνουν, πως θα διαμορφωθούν οι μελλοντικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων κοινοτήτων; Θα είμαστε πρόθυμοι ως πολίτες να δράσουμε προς το κοινό συμφέρον και καλό; Και αναρωτιέμαι, τελικά, αν η ηθική της αμοιβαιότητας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης ζωής μας, μπορεί να είναι το κλειδί για την οικοδόμηση αυτής της νέας παγκόσμιας ανθρωποκοινότητας.

 Posted by at 12:07  food for thought, άρθρα  Comments Off on Φόβοι, ηθικοί πανικοί, δικαιώματα και (αν)ηθικές συμπεριφορές εν καιρώ πανδημίας
Sep 222019
 

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Δημήτρης Παπανικολάου*

Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ είχε πεθάνει στα κανάλια, πολλές φορές, πολύ επαναληπτικά. Είχε πεθάνει όσο αναφερόταν ως «ληστής», ως «χρήστης ουσιών», ως επιτιθέμενος, ως φταίχτης του ξυλοδαρμού του. Είχε πεθάνει όταν για ώρες δεν γινόταν ουσιαστική έρευνα, δεν υπήρχε βροντερή καταγγελία της βίας στην οθόνη, κι όχι μόνο όταν ακούσαμε «κατέληξε τελικά ο ληστής της Ομόνοιας…»

Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ Κωστόπουλος, η Zackie Oh, είχε ήδη πεθάνει. Πολλές φορές. Είχε πεθάνει στα μάτια (και στα χέρια) πολλών «μονίμων» της οδού Γλάδστωνος και των γύρω δρόμων, που έβλεπαν σε αυτόν, ακόμα και πριν αρχίσουν να τον χτυπάνε, έναν ζωντανόνεκρο.

Ενα χρόνο μετά, δεν ξέρουμε ακόμα ακριβώς τι τους ώθησε εκείνους τους ανθρώπους, τους μαγαζάτορες, τους «μαγαζάτορες», τους περιοίκους με τα κίτρινα, να σπρώχνουν έτσι, να βρίζουν, να χτυπάνε με βία και εμφανή στόχο τον θάνατο. Δεν ξέρουμε ποια προβολή έκαναν, αν θεωρούσαν φέρ’ ειπείν πως χτύπαγαν έναν «παράνομο», ένα «τζάνκι» ή έναν ομοφυλόφιλο, έναν αντιφασίστα, έναν μετανάστη, μια ντραγκ, έναν οροθετικό. Κάποιοι λένε ότι «ήταν η κακιά στιγμή», ο Ζακ βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Κάποιοι άλλοι, όμως, επιμένουν ότι το ποιον χτυπούσαν τούς ήταν γνωστό.

Λίγη πάντως σημασία έχει: έστω κι αν δεν ξέρουμε ακόμα ξεκάθαρα το «γιατί», είδαμε σίγουρα το «πώς». Κι έτσι γνωρίζουμε πέραν αμφιβολίας ότι αυτοί οι άνθρωποι προπηλάκιζαν και χτυπούσαν κάποιον που, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, θεωρούσαν ήδη προγραμμένο, οιονεί νεκρό.

Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ είχε ήδη πεθάνει, πολλές φορές, στα μάτια των περαστικών. Που σήκωσαν τις κάμερές τους και βιντεοσκόπησαν χωρίς να κάνουν κάτι άλλο· που πούλησαν βίντεο σε κανάλια και σάιτ· που περιέκοψαν βίντεο· που δεν έδωσαν κατάθεση, ενώ είχαν πουλήσει βίντεο· που έκρυψαν τα άλλα βίντεο που είχαν τραβήξει, τα εξαφάνισαν.

Δεν ξέρουμε με ποια ακριβώς κίνητρα κινήθηκε ο κάθε ένας που έβγαλε μια κάμερα και βιντεοσκοπούσε εκείνη τη στιγμή. Γνωρίζουμε, όμως, ότι θέλει να συμβαίνει κάτι για ώρα για ν’ αρχίσει ο κόσμος να βιντεοσκοπεί, ότι θέλει πολλοί άνθρωποι να το αφήνουν αυτό να συμβαίνει, κι ότι όλοι αυτοί που βιντεοσκοπούν είναι άνθρωποι που ήδη έχουν πάρει μια απόφαση, έχουν πάρει την απόφαση να μην επέμβουν, να συμμετέχουν παθητικά σε ένα γεγονός, να το αντιμετωπίζουν ως θέαμα και να το καταγράφουν.

Ναι, δεν ξέρουμε ίσως το «γιατί» της κάθε κάμερας, τι σκεφτόταν δηλαδή ο κάθε χειριστής της· ξέρουμε όμως τι θεωρούσε ότι έβλεπε: έναν άνθρωπο ήδη προγραμμένο, κάποιον που ανήκε ήδη στην κατηγορία των νεκρών.

Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ είχε πεθάνει στα κανάλια, πολλές φορές, πολύ επαναληπτικά. Είχε πεθάνει όσο αναφερόταν ως «ληστής», ως «χρήστης ουσιών», ως επιτιθέμενος, ως φταίχτης του ξυλοδαρμού του. Είχε πεθάνει όταν για ώρες δεν γινόταν ουσιαστική έρευνα, δεν υπήρχε βροντερή καταγγελία της βίας στην οθόνη, κι όχι μόνο όταν ακούσαμε: «κατέληξε τελικά ο ληστής της Ομόνοιας…» (έτσι, αντιγραμματικά, και «κατέληξε» και «τελικά»). Φράση φτιαγμένη για ν’ ακούγεται φυσικά, επιβεβαιώνοντας ό,τι εξαρχής είχαν ως εικόνα κυκλοφορήσει: ότι ο άνθρωπος που βλέπαμε κάτω από τα τζάμια ήταν ήδη για θάνατο και ότι το πότε θα ανακοινωνόταν ως νεκρός ήταν απλώς μια διαδικαστική λεπτομέρεια.

Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ είχε πεθάνει επίσης, πολλές φορές, στα χέρια πολλών σωμάτων ασφαλείας και λειτουργών της υγείας. Συζητήθηκε αργότερα ο χειρισμός τους τις συγκεκριμένες στιγμές, η βία με την οποία έπιαναν αυτό το σώμα, η πίεση που ασκούσαν, ακόμα και ο τρόπος που τον έδεσαν στο φορείο.

Μα είναι δυνατόν έτσι να δρουν άνθρωποι ταγμένοι για να υπηρετούν ασφάλεια και υγεία; Αν το ξαναδείς προσεκτικά βέβαια, κι αν δεις πώς απάντησαν κάποιοι από τους εμπλεκόμενους, ναι, είναι. Αν ξαναδείς, δηλαδή, προσεκτικά εκείνες τις στιγμές, συνειδητοποιείς έντρομος ότι, όντως, επαίρονται πως πράττουν ως λειτουργοί της «ασφάλειας» και της «υγείας» – πλην όμως όχι της ασφάλειας και της υγείας αυτού που είχαν στα χέρια τους. Αυτόν τον θεωρούσαν εξαρχής ζωντανό-νεκρό. Κι έτσι δικαιολογούσαν τη βία τους, έτσι δείχναν δι’ αυτής ότι, και καλά, τους άλλους πάνε να προστατεύσουν.

Ολους αυτούς, τους πολλούς θανάτους, κι ας τους είχαμε δει να εξελίσσονται πολλαπλά στις οθόνες μας, ήμασταν έτοιμοι να τους ξεχάσουμε, να τους θεωρήσουμε κι αυτούς μια δύσκολη έκρηξη στη θανατοπολιτική λογιστική της καθημερινότητάς μας (σοκαριστική ναι, μα και καθημερινή). Οταν αίφνης μάθαμε, μία μέρα μετά, ποιος ήταν ο νεκρός.

Το πρόσωπο του Ζακ/της Zackie, η τόσο πολύ διεκδικημένη του αφοβία, ξαφνικά γέμισε την οθόνη. Ξέρετε τότε τι συνέβη; Θα το πω όσο μπορώ πιο απλά. Τότε, ο τόσο προγραμμένος, ο τόσο πολύ νεκρός, τότε ο άνθρωπος αυτός αναστήθηκε.

Κι εδώ προφανώς δεν εννοώ ότι ξαναζωντάνεψε· όπως ο πολιτικά δυναμικός αλλά προσωπικός, υπόκωφος και επίμονος θρήνος της οικογένειας και των φίλων του έναν χρόνο τώρα δείχνει, ο Ζακ δεν ξαναζωντάνεψε, και ποτέ ξανά δεν θα βρίσκεται ανάμεσά μας ζωντανός.

Οταν λέω αναστήθηκε, εννοώ αυτή την άλλη, τη βαθιά έννοια που έχει κάνει την ανάσταση κέντρο πολλών πολιτισμικών συστημάτων (συμπεριλαμβανομένου μα και πέραν του χριστιανισμού), εννοώ αυτή την έννοια της ανάστασης που εδώ την είδαμε να εξελίσσεται τόσο ουσιαστικά: όταν λέω αναστήθηκε, εννοώ ξανασηκώθηκε. Οτι στάθηκε και γύρισε το βλέμμα, πέταξε από πάνω του όλους αυτούς τους θανάτους με τους οποίους τον είχαν από τόσο πριν τόσο πολύ μπαζώσει, και γύρισε το βλέμμα σε μας. Οτι έφερε στο προσκήνιο όλους αυτούς, όλες τις πρακτικές τους, όλες αυτές τις σκηνές, που πραγματεύονται τον θάνατο του «άλλου» κάθε στιγμή στην καθημερινότητά μας, και επαίρονται ότι το κάνουν, όχι για θάνατο, μα για τη δική μας ζωή.

Κι όταν λέω ότι τότε ξαφνικά το βλέμμα γύρισε σε μας, ότι τότε γίναμε, όλοι, κοινωνοί της ανάστασής του, αυτό το απλό που πάω να πω είναι ότι τότε, ξαφνικά, όλοι μαζί, γίναμε συνυπεύθυνοι.

Τη σκέψη για τους πολλούς θανάτους του Ζακ Κωστόπουλου/της Zackie Oh, είμαι σίγουρος, την έχω ακούσει από πολλούς· πιο πρόσφατα την άκουσα σε μια συγκλονιστική παρέμβαση της Ζωής Κόκαλου, μιας από τις ψυχές της ομάδας Justice for Ζακ/Zackie.

Δεν ξέρω από πού άκουσα και διάβασα τι άλλο μέσα σε αυτή τη χρονιά, τι σκέφτηκα και πότε, ποιανής τα λόγια είναι μέσα στα δικά μου. Αυτό που ξέρω είναι ότι έναν χρόνο τώρα ένας λόγος πρωτόγνωρος, χειμαρρώδης, συναισθηματικός και διεκδικητικός, πολύπλευρος, διαθεματικός, λόγος που πενθεί αλλά και απαιτεί, λόγος που φωνάζει και σιγεί, διερωτάται, διερευνά και που δεν λέει να σταματήσει, ένας χείμαρρος λόγου, ξεχύθηκε από παντού. Και απαίτησε να ξανασκεφτούμε πόσο συνυπεύθυνοι είμαστε όλοι για την καθημερινή, τη φυσική βία που καμώνεται την ανήξερη.

Απαίτησε να ξανασκεφτούμε όλοι το μερίδιό μας στη θανατοπολιτική, στο πώς ανεχόμαστε να προγράφονται άνθρωποι, να αποκλείονται, να περικλείονται, να πακετάρονται με συνοπτικές διαδικασίες, μπροστά ή πίσω από τα μάτια μας.

Στους δρόμους, στη ΓΑΔΑ, σε καταλήψεις, σε μπαρ, σε δημόσιους ανοιχτούς χώρους, στις άλλες αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές εκδηλώσεις, ξετυλίχτηκαν πολλές και καινοφανείς πρακτικές θρήνου και μνήμης, απαίτησης για έρευνα, επιθυμίας.

Αίφνης, το γκλίτερ έγινε όχι μόνο μνημολογία, αλλά και αντιφασιστικό σύμβολο. Το υψωμένο τακούνι, σημείο καταγγελίας της έμφυλης, της ρατσιστικής, της κανονικοποιημένης βίας. Η οδός Γλάδστωνος, χωρόσημο μνήμης, οδός, τώρα πια, του Ζακ.

Νέες μορφές δημόσιας παρουσίας, νέες μορφές παρρησίας ήρθαν να συνδεθούν με το ίδιο το παράδειγμα της Zackie, να εμπνευστούν δηλαδή και να το επεκτείνουν. Ξανά, και ξανά, και ξανά –όπως συνέβη και όλη αυτή την εβδομάδα και θα συμβεί και τις επόμενες– από εκδηλώσεις με ανοιχτά μικρόφωνα έως δημόσιες συζητήσεις, και από ντραγκ σόου έως πορείες, συχνά και εκδηλώσεις που τα έμπλεκαν όλα αυτά μαζί. Γιατί, εκτός από το να ξαναμιλάμε, αυτή τη χρονιά μάθαμε και να μη φοβόμαστε να επιμένουμε· να περιμένουμε· να επαναλαμβάνουμε.

Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ/η Zackie Oh είχε πεθάνει, πολλές φορές. Ανασταίνεται τώρα. Τόσες φορές μα κι άλλες τόσες· κι άλλες πόσες· κι άλλες πολλές…

* Αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Με την Αθηνά Αθανασίου και τον Γρηγόρη Γκουγκούση συνεπιμελείται το πρόγραμμα Queer Πολιτική/Δημόσια Μνήμη (υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Rosa Luxemburg). H πρώτη εκδήλωση είναι την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου, 7.30 μ.μ., στον κήπο του Συλλόγου Αρχαιολόγων, Ερμού 134.

Mar 052019
 
image: Dreamstime

Πηγή: ΕφΣυν

Ελενα-Ολγα Χρηστίδη *

Μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης για την καταδίκη του Ν. Γεωργιάδη κάνει λόγο για την «παιδεραστία» που διέπραξε. Μόνο που με τα μέχρι τώρα στοιχεία και βέβαια την ποινή του δικαστηρίου παιδεραστία δεν υπάρχει. Για να υπάρξει, απαιτείται το θύμα να είναι ανήλικο άτομο κάτω των 15 ετών, αφού μέχρι αυτή την ηλικία θεωρεί ο νόμος ότι ένα άτομο ΔΕΝ μπορεί να συναινέσει με κανέναν τρόπο και κάτω από καμία συνθήκη σε σεξουαλική πράξη, κάτι που συνδέεται με την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη και ωρίμανσή του.

Αυτό που σίγουρα υπάρχει, σύμφωνα με την ποινή, είναι ασέλγεια σε ανήλικο με χρηματικό αντάλλαγμα. Οχι παιδιού που δεν δύναται σε καμία περίπτωση να προβεί σε συναινετική σεξουαλική πράξη, αλλά ανηλίκου που το χρηματικό αντίτιμο θεωρείται ότι μπορεί να άρει την ουσιαστική συναίνεσή του, αφού δεν προβαίνει σε πράξη μετά από ώριμη σκέψη, αλλά λόγω της επιρροής που είχε η προτεινόμενη αμοιβή στην απόφασή του (πόσο μάλλον όταν βρίσκεται σε σοβαρά δυσμενή κοινωνικά και οικονομικά θέση, όπως τα θύματα της υπόθεσης Γεωργιάδη).

Η εν λόγω πράξη αποτελεί πλημμέλημα, αυτό όμως δεν μειώνει την τεράστια ηθική απαξία που θα έπρεπε να φέρει ένας προνομιούχος (πρώην) πολιτικός που προβαίνει σε μια τέτοια εκμεταλλευτική πράξη, ως απεσταλμένος του ΟΗΕ σε μια από τις φτωχότερες χώρες του δυτικού κόσμου. Ενας ανώτατος αξιωματούχος, κοινωνικοοικονομικά ισχυρός, που επιλέγει να ασελγήσει σε βάρος ανηλίκων ενώ βρίσκεται υπό καθεστώς ασυλίας –εκμεταλλευόμενος κάθε ένα από τα προνόμια που έχει και που τα ανήλικα άτομα της υπόθεσης είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστούν ότι θα μπορούσαν ποτέ να απολαύσουν στη ζωή τους.

Αυτό που επίσης υπάρχει στην υπόθεση, όπως αυτή φαίνεται να έχει σχηματιστεί στη Μολδαβία, αλλά απουσιάζει εκκωφαντικά από το κατηγορητήριο (και την ποινή) του Ν. Γεωργιάδη στην Ελλάδα είναι το ότι υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι ανήλικοι υπήρξαν θύματα κυκλώματος σωματεμπορίας – trafficking. Και εδώ χρειάζεται μάλλον να σταθούμε λίγο παραπάνω.

Το trafficking είναι ένα από τα παραβιαστικότερα πεδία ανθρώπινης εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Τα θύματά του υπόκεινται σε ακραία εκμετάλλευση, πολύ συχνά οικονομική και σεξουαλική ταυτόχρονα. Υποχρεώνονται σε παροχή υπηρεσιών σεξ, βιάζονται, κακοποιούνται και αποστερούνται έπειτα το μεγαλύτερο (ή όλο) κομμάτι της χρηματικής «αμοιβής» της εκμετάλλευσής τους. Τα κυκλώματα αυτά εκμεταλλεύονται ως σκλάβους χιλιάδες ανθρώπους, γυναίκες αλλά και ανήλικα άτομα κάθε φύλου, και αποτελούν το σκλαβοπάζαρο του 21ου αι. στη δικαιωματική Ευρώπη.

Και εδώ η ηθική απαξία της πράξης του Ν. Γεωργιάδη, εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, πολλαπλασιάζεται. Γιατί θα σήμαινε ότι γνώριζε, χρησιμοποίησε και χρηματοδότησε ένα από αυτά τα κυκλώματα. Και απόλαυσε «υπηρεσίες» θυμάτων, ξανά και ξανά. Συμβάλλοντας στη συνέχιση της παραβίασής τους, στην πλήρη υποτίμηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην ακραία εργασιακή εκμετάλλευση. Μάλιστα ακριβώς λόγω της πολλαπλής παραβιαστικότητας και ακραίας βίας που συνεπάγεται η χρήση των υπηρεσιών trafficking, στον ελληνικό ποινικό κώδικα προβλέπεται η τιμωρία και των ληπτών των υπηρεσιών αυτών (Ν. 3064/2002).

Η σωματεμπορία, επίσης, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη σεξουαλική εργασία ενηλίκων μετά από ελεύθερη, συνειδητή επιλογή τους -συχνά όμως γίνεται αυτή η σύγχυση. Στη σωματεμπορία, ανεξάρτητα από την ηλικία των θυμάτων, συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ και με κανέναν τρόπο.

Η κοινωνία μας πολλές φορές θεωρεί ότι κάθε σεξουαλική εργασία είναι καταναγκαστική –ενώ δεν είναι. Εργαζόμενες/οι στον τομέα των σεξουαλικών υπηρεσιών σε όλη την Ευρώπη –και στην Ελλάδα- ζητούν το δικαίωμα για ασφαλή και νόμιμη οδό στην εργασία τους και καταπολέμηση των κυκλωμάτων σωματεμπορίας.

Απασχόλησε εξίσου την κοινή γνώμη το ότι πιθανόν κακώς δεν διερευνήθηκε ή δεν καταδικάστηκε για λήψη υπηρεσιών trafficking ο Ν. Γεωργιάδης με το ότι τα θύματα ήταν ανήλικα σε βαθμό να μιλάμε για παιδεραστία; Οχι και τόσο.

Καταδικάστηκε μήπως η σωματεμπορία ανάλογα με την παιδεραστία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Επίσης όχι.

Γιατί στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας, η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι κάτι συχνό και σιωπηρά αποδεκτό. Και αν δεν διαχωρίζεται από την ελεύθερη σεξουαλική εργασία, τότε κάθε παροχή υπηρεσίας σεξ, ακόμα και αν είναι παραβιαστική, σίγουρα δεν είναι ασυνήθιστη.

Το trafficking συντελείται μέρα μεσημέρι δίπλα στο Α.Τ. Ομονοίας, δίπλα στο Εθνικό Τυπογραφείο, δίπλα στα σπίτια του «μέσου Ελληνα» που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του, ακόμα και επειδή απλά δεν θεωρεί αρκετά σημαντικό να διερευνήσει τι είδους υπηρεσία επιλέγει. Και τα θύματά του είναι πολλές φορές ανήλικα, αλλά και νεαρά κορίτσια κι αγόρια 18 και 19 ετών.

Αρκεί ένα τόσο παραβιαστικό αδίκημα, αν δεν συνιστά παιδεραστία, να αφυπνίσει τις συνειδήσεις;

Αρκεί η –ακόμα και χωρίς παιδεραστία- ακραία εκμετάλλευση σε βάρος κοινωνικά μη προνομιούχων ανηλίκων για να θεωρηθεί μια πράξη ειδεχθής και καταδικαστέα από θεσμούς, κόμματα και φορείς συνολικά;

Και εδώ η απάντηση μπορεί δυστυχώς να είναι η ίδια: μάλλον όχι.

* ψυχολόγος, επιστημονικά υπεύθυνη Ελληνικού Προγράμματος Πιστοποίησης Θυμάτων Βασανιστηρίων, επιστημονικά υπεύθυνης Orlando LGBT+

 Posted by at 10:19  άρθρα  Comments Off on Παιδεραστία, trafficking και το ξέπλυμα της εξουσίας
Jun 012018
 

Πηγή: Creative Healing – Pierre Morin & Kara Wilde

After presenting on Communal Intelligence (CI) at the 2018 Dublin IAPOP conference: Embracing the Edge: New Frontiers in Process Work (Communal Intelligence Presentation, 2018) many questions keep filling my head:

How can we reconcile the urgent need to abolish systemic racism and the trauma and suffering it creates while also advocating for a relational and facilitative approach that wants to hear and value all voices?

And, how can we acknowledge the experience and practice of white defensiveness and fragility on one side as well as the reaction of shaming and righteousness?

Definition of racism:

I personally like the one from Ijeoma Oluo: “Prejudice against someone based on race, when those are simultaneously reinforced by systems of power”. This definition implies that you don’t have to be “racist” to be a part of a racist system. Individual behavior is relevant in the sense of how it reinforces and supports the unjust distribution and use of power.

Individual versus systemic:

Individual or interpersonal prejudice, racism, sexism etc. is hurtful and needs to be rectified but more importantly it supports and reinforces a system of power that uses the same prejudices to discriminate against a whole group of people and preserve the power for white men.

It also means that we cannot fix racially based systemic injustices and inequities on an emotional basis alone and that when we ignore the institutional support of racial bias we perpetuate racism. Every voice and experience is important. The question we all need to ask ourselves is: how much impact will what we experience have on our life in the future? On our prospect to be treated fairly and humanly, to receive services, to obtain economic opportunities etc.? There lies the difference. Some of us are exposed to greater risks and injustices than others.

When we talk about racism and raise awareness about the consequences of individual behaviors we need to comment on the systemic impact they have and how they reinforce and participate in unfair collective structures. We need to keep in mind that the issue is not us but the system of racism that shows up in our statements and behaviors.

It is crucial to remember and frame that when we focus on the individual level, although important, we may incur the danger of avoiding the systemic issues and so reinforce the existing power structures.

One facilitative approach is to bring awareness to the individual psychological rank (see slide on rank structures) of a marginalized voice. While this is important in the momentary context and can help resolve conflicts, if we omit to frame that the systemic lack of power persists and is unchanged by the individual resolution, we perpetuate structural racism.

Common ground, diversity and social injustice:

As humans we share 99.5% of our genome or genetic makeup. We differ in only 0.5% of our genes.

On the other hand, while we all share the same basic notes, we differ in how we play the notes and what tunes we compose with the notes we play, which is called genetic expression or Epigenetics. These tunes are strongly influenced by our personal and family histories and the social environment we live in.

What does this all mean?

It means that the concept of race is biologically meaningless. It also suggests that how we relate to each other and the social arrangements we develop together have a strong impact on how well we can play our genetic instrument.

We are essentially all the same and how we treat each other individually and systemically has a huge impact.

The resulting diversity, besides bringing beauty and variety, leads to jealousy, competition and wars. It is also being used by certain social groups (i.e. white men) to marginalize others and preserve their privileges and powers.

In view of social injustice and trauma, talking about common ground can be inflammatory. But on the other hand, rejecting our shared essence may contribute to perpetuating the existing disparities. Once we displace people from their centrality and privileges we often adopt the same abuse of power. Holding the tension of both truths is difficult and not always possible.

We have to celebrate diversity, fight the injustice and some of us may be able to remember once in a while that we share 99.5% of our basic makeup.

May 132018
 

Πηγή: Περιοδικό φεμινιστιqá

Σκέψεις για το προσφυγικό από μια φεμινιστική οπτική

Αλεξάνδρα Ζαββού, ερευνήτρια, Πάντειο Παν/μιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών

Περίληψη: Στο κείμενο αυτό αναπτύσσω έναν προβληματισμό σχετικά με την πιθανή διασταύρωση των προσφυγικών σπουδών με τη φεμινιστική έρευνα και μεθοδολογία με στόχο αφενός να διατυπώσω ερωτήματα που θα μπορούσαν να μας προσανατολίσουν σε μια πολύπλευρη και διεισδυτική ανάγνωση και μελέτη του προσφυγικού ζητήματος, αφετέρου να αναζητήσω αν η μελέτη της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα σήμερα μας οδηγεί στο να ξανασκεφτούμε ορισμένες παραδοχές μας ως φεμινίστριες.

Borders will never work. People will always travel. Europe will not last forever.
Watch The Med – Alarmphone, ανάρτηση στο Facebook 10/12/2016

Στο σημείωμα αυτό θα αναφερθώ σε ορισμένα ζητήματα στα οποία διασταυρώνονται οι προσφυγικές σπουδές με τη φεμινιστική έρευνα και μεθοδολογία. Θεωρώντας τη φεμινιστική προσέγγιση λιγότερο ως έναν θεματολογικό ή και πολιτικό προσανατολισμό και περισσότερο ως μια στάση (αυτο)κριτικής, η μελέτη του προσφυγικού ζητήματος στην Ελλάδα σήμερα μας οδηγεί στο να ξανασκεφτούμε ορισμένες παραδοχές μας ως φεμινίστριες.

Από την άνοιξη του 2015, το προσφυγικό αποτελεί κεντρική αναφορά του δημόσιου χώρου. Η «προσφυγική κρίση», ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πλέον πολύπλοκη συγκυρία, χρειάζεται να εννοιολογηθεί ξανά υπό το φως των πολιτικών ζητημάτων που εγείρει και ταυτόχρονα συσκοτίζει (Σπυροπούλου και Χριστόπουλος, 2016). Όπως φαίνεται από την κρίση υποδοχής αλλά και από τη χρεωκοπία των Συνθηκών του Δουβλίνου και Σένγκεν, πρόκειται για κρίση του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και μετανάστευσης και συνολικότερα της εννοιολόγησης του ευρωπαϊκού ή/και εθνικού «συνόρου» (Tsianos και Kasparek, 2015).

Οι προσφυγικές σπουδές και οι σπουδές μετανάστευσης έχουν αναδείξει ότι βασικός πολιτικός προσανατολισμός των τελευταίων δεκαετιών, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι η αποτροπή και όχι η υποδοχή ή διευκόλυνση των προσφύγων που αναζητούν προστασία σε χώρες της Δύσης (Ehrkamp, 2016). Ειδικότερα, μετά το 2000 και την κήρυξη του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας», η ιδεολογική διαχείριση των προσφυγικών μετακινήσεων και η συνειρμοί που καλλιεργήθηκαν και που συχνά εμφανίζουν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες να συσχετίζονται με την τρομοκρατία και τους Αφρικανούς ή Ασιάτες, αλλά και όσους προέρχονται από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες με τη «λαθρομετανάστευση», διαμόρφωσαν ένα καθεστώς λόγου που ταυτίζει τους πρόσφυγες με την επικινδυνότητα.

Ταυτόχρονα, έχει αναπτυχθεί διεθνώς αλλά πλέον και στην Ελλάδα μια «βιομηχανία ανθρωπιστικών παρεμβάσεων» (Ticktin, 2016), που οργανώνεται γύρω από διεθνείς, εθνικές και τοπικές ΜΚΟ και οργανώσεις μέσα σε μια ανταγωνιστική αγορά εξεύρεσης πόρων. Αναπτύσσεται πλέον ένας ιδιαίτερος «ανθρωπιστικός λόγος» για τους πρόσφυγες, όπου μονοσήμαντα αναπαριστώνται ως θύματα. Εμφυλοποιημένες και φυλετικοποιημένες εικόνες του «άλλου», όπως π.χ. της εξωτικής μαύρης ή μαντιλοφορεμένης γυναίκας που κάνει έκκληση στην «βαθύτερη ανθρωπιά» μας, ενώ ταυτόχρονα μας «προκαλεί» με τη διαφορετικότητά της, συναρθρώνουν το αναπαραστικό ρεπερτόριο της «προσφυγικότητας». Η προβολή των προσφύγων μέσα από συμβολισμούς ετερότητας και θυματοποίησης ενισχύει την εικόνα της Δύσης-καταφύγιο ως χώρο πολιτισμικής ανωτερότητας και πολιτικής υπεροχής. Εδώ μπορεί να φανεί χρήσιμη η έννοια των «τεχνολογιών ετερότητας»,1 στις οποίες περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι ορθολογικότητες (π.χ. διεθνές δίκαιο, νόμοι και πολιτικές, διοίκηση, ΜΜΕ, ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις) μέσω των οποίων προσδιορίζεται και παγιώνεται το καθεστώς του «πρόσφυγα». Αρθρώνονται έτσι διαφορετικές κλίμακες θέασης, από την γεωπολιτική των πολέμων και τους χάρτες των προσφυγικών ροών, στις τοπικές κοινότητες των hot spots και στη μικροφυσική των δακτυλοσκοπήσεων.

Στο πλαίσιο εθνογραφικών κυρίως μελετών επισημαίνεται η ανάγκη προβληματικοποίησης των αναπαραστατικών στρατηγικών και των ερευνητικών πρακτικών (Voutira και Dona, 2007), όπως και η αυτοκριτική των ερευνητριών ως προς την αναγνώριση της υποκειμενικότητας και της αυτενέργειας των προσφύγων (Cabot, 2016). Σ’ ό,τι αφορά τη δεοντολογία της έρευνας με προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι εξ’ ορισμού θεωρούνται «ευάλωτοι και εύκολα εκμεταλλεύσιμοι», η βασική αρχή του «do no harm», ότι δηλαδή η έρευνα θα πρέπει όχι μόνο να μη δυσχεραίνει τη θέση τους αλλά και να κομίζει οφέλη που να αντισταθμίζουν το πιθανό ρίσκο από τη συμμετοχή τους αυτή, κρίνεται ήδη ανεπαρκής (Mackenzie, McDowell και Pittaway, 2007). Η μετατόπιση συνίσταται στο να λειτουργεί βέβαια η έρευνα ως παράγοντας ενδυνάμωσης και (αυτο)προβολής των αιτημάτων και αναγκών τους, αλλά υπό το πρίσμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας των δικαιωμάτων, δηλαδή μέσα από ένα νομικοηθικό πλαίσιο, και όχι ως έκφραση φιλανθρωπίας.

Οι προσφυγικές σπουδές και η φεμινιστική προσέγγιση συγκλίνουν τόσο στα θέματα της ενδυνάμωσης/υπεράσπισης-συνηγορίας των ερευνώμενων, της ανάπτυξης συμμετοχικών ερευνητικών πρακτικών, της αναστοχαστικότητας, της επερώτησης των ασύμμετρων σχέσεων εξουσίας στο ερευνητικό πεδίο, όσο και στην ανάγκη αποδόμησης των έμφυλων και φυλετικοποιημένων ταυτοποιήσεων που εγγράφονται τόσο σε καθημερινούς όσο και επιστημονικούς λόγους και πρακτικές. Στο πλαίσιο της φεμινιστικής προσέγγισης εγείρονται λοιπόν ερωτήματα σχετικά με τις θέσεις υποκειμένου στις οποίες αναγνωρίζονται ή/και εγκαλούνται οι πρόσφυγες, όπως και σχετικά με τη θέση της φεμινίστριας ερευνήτριας στο πεδίο των προσφυγικών σπουδών. Τι εργαλεία προσφέρουν η φεμινιστική προσέγγιση και οι σπουδές φύλου σε σχέση με το προσφυγικό και, αντιστρόφως, μήπως το προσφυγικό επαναπροσδιορίζει τις φεμινιστικές προσεγγίσεις;

Σε ένα πρώτο επίπεδο η φεμινιστική προσέγγιση μέσα από τη θεωρία της διαθεματικότητας (intersectionality theory) αναδεικνύει τις διαδικασίες υποκειμενοποίησης, ιδίως τις έμφυλες, φυλετικοποιημένες και ταξικές διαστάσεις της (Phoenix, 2006). Στην προβληματική της επιτελεστικότητας, οι εν λόγω ταυτότητες νοούνται ως κωδικοποιημένες και επαναλαμβανόμενες σωματικές και λεκτικές επιτελέσεις, μέσω των οποίων καθίστανται ορατά και αναγνωρίσιμα τα υποκείμενα στον εαυτό και τους άλλους (Salih, 2006). Προβάλλοντας αυτούς τους προβληματισμούς στις προσφυγικές σπουδές, το ερώτημα είναι με ποια έμφυλα, ταξικά, φυλετικοποιημένα, πολιτισμικά χαρακτηριστικά επενδύονται ως υποκείμενα οι «πρόσφυγες» και κυρίως ποια χαρακτηριστικά υπερτονίζονται και ποια αποσιωπούνται στα διαφορετικά νοηματικά, ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια. Για παράδειγμα, προβάλλεται περισσότερο η πολιτισμική ή/και θρησκευτική τους ταυτότητα (Μουσουλμάνοι), έναντι της πολιτικής ή επαγγελματικής; Ή, ακόμα, μήπως θεωρούνται κάποιοι πρόσφυγες πιο οικείοι, συνεπώς πιο ανεκτοί; Για παράδειγμα οι Σύριοι που αναφέρονται ως μορφωμένος λαός με κοινές παραδόσεις βρίσκονται πιο «κοντά μας» από τους Αφγανούς που εμφανίζονται ως αμόρφωτοι αγρότες;

Μήπως η κατηγορία «πρόσφυγας» καθ’ εαυτή συνιστά συνθήκη υποκειμενοποίησης (κατ’ αναλογία προς το φύλο, τη «φυλή» και την τάξη) με το δικό της καθεστώς λόγου και επιτελεστικότητας, έτσι ώστε να «φυσικοποιούνται» και να υποστασιοποιούνται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θεωρείται ότι προσιδιάζουν της προσφυγικής κατάστασης ή/και ιδιότητας (π.χ. το ευάλωτο έναντι της βούλησης και της εμπρόθετης δράσης); Σ’ αυτή την περίπτωση, μήπως κάποια υποκείμενα (π.χ. γυναίκες με παιδιά) θεωρούνται περισσότερο παραδειγματικοί «πρόσφυγες» από άλλα (π.χ. νέοι άνδρες); Και κατά πόσο η θεώρηση αυτή υπαγορεύεται από έμφυλες και ετεροκανονιστικές παραδοχές, π.χ. περί του ευάλωτου των γυναικών ή/και των παιδιών έναντι των ανδρών, ή ακόμα περί της αδιαμφισβήτητης αξίας της (πατριαρχικής) οικογένειας ως κυττάρου της κοινότητας και του έθνους που βάλλονται σε συνθήκες πολέμου και εκτοπισμού, όπως αυτές που συνδέονται με τις πρόσφατες προσφυγικές μετακινήσεις;

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η φεμινιστική προσέγγιση συνιστά και ιδεολογική κριτική καθώς, μέσα από την αποδόμηση του κόμβου φύλου-«φυλής»-έθνους, αποφυσικοποιεί το έθνος-κράτος ως αυτονόητη και αναγκαία «κοινότητα ανήκειν» (Yuval-Davis, 1997). Κατ’ επέκταση, μπορεί να υποστηρίξει μια θεώρηση του προσφυγικού ζητήματος που θέτει στο επίκεντρο του θεωρητικού και πολιτικού προβληματισμού τα περιεχόμενα και τα όρια της κυριαρχίας και της πολιτειότητας, αλλά και της διακυβέρνησης, όπως χαρακτηριστικά αποκαλύπτει η προσφυγική κρίση. Οι μετακινήσεις πληθυσμών, που σε επίπεδο διακυβέρνησης καθίστανται μη διαχειρίσιμες ή προβληματικές, καταδεικνύουν ακριβώς τα μη λειτουργικά αλλά και διαπερατά όρια (εδαφικά, πολιτικά, διακαιϊκά, πολιτισμικά, συμβολικά) των εθνικών ή υπερεθνικών οντοτήτων, όπως η ΕΕ (π.χ. στρατιωτικοποιημένα εξωτερικά ή/και εσωτερικά σύνορα, ευρωπαϊκό σύστημα ταυτοποίησης κ.λπ.). Επίσης όμως καταδεικνύουν και τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, από τη στιγμή που οι φορείς μετακινούνται σε ποικίλες θέσεις, όπως για παράδειγμα οι ξένες ΜΚΟ που διαχειρίζονται τα ελληνικά στρατόπεδα, οι Έλληνες που δουλεύουν σε ξένες ΜΚΟ, οι πρόσφυγες ως υποκείμενα δικαιωμάτων, η FRONTEX στα εθνικά σύνορα κ.ά.

Σε ένα τρίτο επίπεδο, η έμφαση που δίνει η φεμινιστική προσέγγιση στην αναγνώριση του ερευνητικού πεδίου ως πεδίου άσκησης σχέσεων εξουσίας και ο συνακόλουθος προβληματισμός για τη θέση, τους σκοπούς και τα εργαλεία του ερευνητή, μπορεί να εμπλουτίσει τον σχεδιασμό της έρευνας με πρόσφυγες με περισσότερο διαλογικές και συνεργατικές μορφές. Ζητήματα όπως τα παραπάνω συνιστούν κεκτημένα με μακριά ιστορία στη φεμινιστική συζήτηση, ειδικά στο πλαίσιο μιας δια-εθνικής, μεταποικιοκρατικής φεμινιστικής κριτικής (Grewal και Kaplan, 2000). Η μελέτη της προσφυγικής κρίσης ανακινεί και επικαιροποιεί τα ζητήματα αυτά, καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε μια ραγδαία διεθνοποίηση του τοπικού, σε έντονη δημοσιότητα, αλλά και την ποικιλόμορφη δια-εθνική κινητικότητα πολλαπλών φορέων που καθιστούν το ίδιο το ερευνητικό πεδίο, συνεπώς και τις σχέσεις εξουσίας που το διαπερνούν, εξαιρετικά πιο σύνθετο, πυκνό και ασταθές (Ροζάκου, 2015). Η πρόσφατη επιτόπια έρευνα των Antonakaki, Kasparek και Maniatis (2016) στο hot spot Vial της Χίου, για παράδειγμα, αναδεικνύει τις διαφορετικές, αντιφατικές και αντικρουόμενες λογικές που προβληματικοποιούν την πολιτική υποδοχής των προσφύγων.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους προσφυγικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, σε ποια θέση λοιπόν μπαίνουμε εμείς που τους υποδεχόμαστε ή/και τους μελετούμε; Με ποιούς τρόπους εγγράφεται η προσφυγική κρίση στη διαχείριση της πολιτισμικής και επιστημονικής μας ταυτότητας και ιστορίας; Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε τρία ζητήματα: της αλληλεγγύης, της βίας και της ένταξης.

Ιστορικοποιώντας την προσφυγική κρίση, ο Παπαταξιάρχης (2016) θεωρεί ότι διανύουμε μια τρίτη φάση του μεταναστευτικού στην Ελλάδα που χαρακτηρίζεται από τον «πατριωτισμό της αλληλεγγύης», δηλαδή την ανάπτυξη ενός λόγου και ενός κινήματος αλληλεγγύης που επανεγγράφεται, εν μέρει, σε μια ουσιοκρατική εθνικιστική πολιτισμική ταυτότητα. Συνεπώς, το αν η ενασχόληση με τους πρόσφυγες μπορεί να παράξει νέες υποκειμενικότητες και πολιτισμικές αφηγήσεις είναι ένα στοίχημα, κοινωνικό αλλά και ερευνητικό. Για παράδειγμα, μήπως η εικόνα της μαζικότητας των προσφυγικών ροών και της εξαθλίωσης των προσφύγων ανασύρει συλλογικές τραυματικές μνήμες από τη Μικρασιατική καταστροφή, έτσι ώστε να προκύπτει μια άρρητη ταύτιση μεταξύ των τωρινών Σύριων και των παλαιότερων Μικρασιατών προσφύγων; Στην περίπτωση αυτή, μήπως εποικίζεται με νέες σημασίες η οδυνηρή εμπειρία της προσφυγικής ανταλλαγής, με τρόπο που στο όνομα και στο πρόσωπο των Σύριων προσφύγων να αναγνωρίζονται και να δικαιώνονται τώρα εκείνοι που φτάνοντας στην Ελλάδα αντιμετώπισαν όχι φιλοξενία αλλά περιθωριοποίηση, εξευτελισμό και υποτίμηση, αποσπώντας έτσι μέσω της έκφρασης αλληλεγγύης μια ηθική αποζημίωση;

Ιδιαίτερα πυκνές είναι οι σημασίες της βίας που προβάλλονται στο προσφυγικό. Οι πρόσφυγες, βιωματικά και συμβολικά, συνδέονται πολλαπλώς με τη βία του πολέμου, του εκτοπισμού, του ταξιδιού και των συνόρων, της υποδοχής, των στρατοπέδων ή καταυλισμών. Πώς αντιλαμβανόμαστε όμως αυτή τη βία; Αντιλαμβανόμαστε τους πρόσφυγες κυρίως μέσα από ένα πρίσμα δικαιωμάτων και δικαιοσύνης ή προβάλλουμε σ’ αυτούς ένα επιχώριο τραύμα προσφυγιάς και μετανάστευσης όπου η εμπειρία του κατατρεγμού μετασχηματίζεται σε αξίωση προστασίας του αδύνατου; Δηλαδή, τους βοηθάμε γιατί θεωρούμε ότι χαίρουν δικαιώματος προστασίας ως ένα καθολικό δικαίωμα ή γιατί είναι κατατρεγμένοι που εγείρουν συναισθήματα οίκτου; Οι γυναίκες ή τα παιδιά θεωρούνται ότι τραυματίζονται περισσότερο ή πιο εύκολα απ’ ότι οι άνδρες ή οι ενήλικοι; Και πώς σταθμίζουμε τις εμπειρίες και τις αφηγήσεις των προσφύγων έναντι των δικών μας προκαταλήψεων;

Ξαναγυρνώντας στα επίδικα της μετανάστευσης, η διαφιλονικούμενη ένταξη των μεταναστών στην Ελλάδα συντελέστηκε απουσία επίσημης μεταναστευτικής πολιτικής, μέσα από την άτυπη κυρίως αγορά εργασίας (Μητράκος, 2013) και στο επίπεδο της γειτονιάς (Βαΐου, 2007), δηλαδή μέσα από την έμπρακτη αλλά όχι επίσημα κατοχυρωμένη συμμετοχή τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. Σύγχρονα Θέματα, 2009). Οι σημερινοί πρόσφυγες τελούν υπό τελείως διαφορετικό καθεστώς αναγνώρισης και τυγχάνουν, προσωρινά, ειδικής μεταχείρισης, γεγονός που μοιάζει να τους εγκλωβίζει σε έναν εγχώριο εκτοπισμό όπου παραμένουν ξένο σώμα. Η ένταξη των προσφύγων, παρόλο που είναι αριθμητικά πολύ λιγότεροι από τους μετανάστες του ’90, θα αποδειχθεί πιθανώς δυσχερέστερη, ειδικά στις παρούσες συνθήκες κοινωνικοοικονομικής κρίσης, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν τα κοινωνικά δίκτυα και οι πρακτικές που θα τους επιτρέψουν να λειτουργήσουν στο κοινωνικό πεδίο.

Ταυτόχρονα η ίδια η έννοια της ένταξης σε έναν χώρο που χαρακτηρίζεται όλο και πιο έντονα από ακατάστατη δια-εθνική κινητικότητα ίσως δεν μπορεί παρά να επανεγγράψει τις ρευστές κοινωνικότητες που προκύπτουν στο πλαίσιο του προσφυγικού στο περιοριστικό και αδύναμο πια συμβολικά και πολιτικά πλαίσιο του έθνους-κράτους. Ποιες άλλες λοιπόν δυνατότητες συνάντησης και συναναστροφών μπορούμε να φανταστούμε ή επιδιώξουμε; Ίσως, όπως υπαινίσσεται και το απόσπασμα στην αρχή του κειμένου, μια από τις πιο κρίσιμες και καινοτόμες πτυχές του προσφυγικού να είναι ακριβώς η ικανότητα των μετακινούμενων προσφυγικών πληθυσμών να συγκροτούν και να συντηρούν κοινότητες χωρίς εντοπιότητα.

Στόχος μου σ’ αυτό το σημείωμα ήταν να διατυπώσω, γενικά κατ’ ανάγκην, ερωτήματα που θα μπορούσαν ίσως να μας προσανατολίσουν σε μια πολύπλευρη και διεισδυτική ανάγνωση και μελέτη του προσφυγικού, τέτοια που μάλλον θα ανοίγει παρά θα τακτοποιεί επιστημονικά και κοινωνικά ζητήματα που εγείρονται σήμερα.

1 Χρησιμοποιώ τον όρο κατ’ αναλογία προς τον όρο «τεχνολογίες του φύλου» (Lauretis, 1987) που αναφέρεται στις συμβολικές και υλικές πρακτικές έμφυλης υποκειμενοποίησης.

Υποσημειώσεις

1 Χρησιμοποιώ τον όρο κατ’ αναλογία προς τον όρο «τεχνολογίες του φύλου» (Lauretis, 1987) που αναφέρεται στις συμβολικές και υλικές πρακτικές έμφυλης υποκειμενοποίησης.

Bιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Βαΐου, Ν. (επιμ.) (2007). Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστριες και ντόπιες στις γειτονιές της Αθήνας. Αθήνα: ΕΜΠ – Σχολή Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας.

Μητράκος, Θ. (2013). Η συμβολή των μεταναστών στην ελληνική οικονομία: Mετά-ανάλυση των εμπειρικών ευρημάτων. Κοινωνική Συνοχή και Ανάπτυξη, 8(2), σελ. 87-106.

Παπαταξιάρχης, Ε. (2016). Η προσφυγική κρίση και ο πατριωτισμός της «αλληλεγγύης». Σύγχρονα Θέματα, 132-133, σελ. 7-28.

Ροζάκου, Κ. (2015). Το πέρασμα της Λέσβου: Κρίση, ανθρωπιστική διακυβέρνηση και αλληλεγγύη. Σύγχρονα Θέματα, 130-131, σελ. 13-16.

Σπυροπούλου, Γ., & Χριστόπουλος, Δ. (2016). Προσφυγικό: «Θα τα καταφέρουμε;». Αθήνα: Παπαζήση.

Σύγχρονα Θέματα, 107, Eιδικό τεύχος «Η πρόκληση της μετανάστευσης», 2009.

Ξενόγλωσση

Antonakaki, M., Kasparek, B., & Maniatis, G. (2016). Counting, channelling and detaining: The hotspot center Vial in Chios, Greece. Society and Space.

Cabot, H. (2016). “Refugee voices”: Tragedy, ghosts, and the anthropology of not knowing. Journal of Contemporary Ethnography, 45(6), σελ. 645 – 672.

Ehrkamp, P. (2016). Geographies of migration I: Refugees. Progress in human geography, σελ. 1–10. DOI: 10.1177/0309132516663061.

Grewal, I., & Kaplan, C. (2000). Postcolonial Studies and transnational feminist practices. Jouvert. A Journal of Postcolonial Studies, 5(1).

Mackenzie, C., McDowell, C., & Pittaway, E. (2007). Beyond ‘Do no harm’: The challenge of constructing ethical relationships in refugee research. Journal of Refugee Studies, 20(2), σελ. 299-319.

Phoenix. A. (2006). Interrogating intersectionality: Productive ways of theorising multiple positioning. Kvinder, køn & forskning, 23, σελ. 21-30.

Salih, S. (2007). On Judith Butler and Performativity. Στο K. Lovaas και M. Jenkins (επιμ.), Sexualities and communication in everyday life: A reader (σελ. 55-68). Θάουζαντ Όουκς, Καλιφόρνια: Sage.

Ticktin, M. (2016). Thinking beyond humanitarian borders. Social Research, 83(2), σελ. 255-271.

Tsianos, V., & Kasparek, B. (2015). Zur Krise des europäischen Grenzregimes: eine regimetheoretische Annäherung. Widersprüche, 138(4), σελ. 8-22.

Voutira, E., & Giorgia, D. (2007). Refugee research methodologies: Consolidation and transformation of a field. Journal of Refugee Studies, 20(2), σελ. 163-171.

Yuval-Davis, N. (1987), Gender and nation. Λονδίνο: Sage.

Bιογραφικό

Η Αλεξάνδρα Ζαββού είναι κοινωνιολόγος και ασχολείται με θέματα φύλου και μετανάστευσης. Από το 2008 συνεργάζεται ως ερευνήτρια σε προγράμματα του Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου και έχει διδάξει στο Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Φύλο, Κοινωνία, Πολιτική» του Παντείου Πανεπιστημίου. Από το 2017 διδάσκει στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Email: alexandra.zavos@gmail.com

 Posted by at 11:29  άρθρα  Comments Off on Σκέψεις για το προσφυγικό από μια φεμινιστική οπτική
Feb 032018
 

Illustration: Ben Jennings

Άρθρο του καλλιτέχνη Ai Weiwei στον Guardian. Αξίζει μια ανάγνωση.

… Στη φύση υπάρχουν δύο προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση των πλημμυρών. Το ένα είναι να φτιάξεις ένα φράγμα για να σταματήσεις τη ροή. Το άλλο είναι να βρεις τη σωστή διαδρομή για να επιτρέψεις στη ροή να συνεχιστεί.
… η Δύση – που ωφελήθηκε δυσανάλογα από την παγκοσμιοποίηση – απλώς αρνείται να φέρει τις ευθύνες της, παρόλο που η κατάσταση πολλών προσφύγων είναι άμεσο αποτέλεσμα της απληστίας, που είναι εγγενές σε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
… Υπάρχουν πολλά σύνορα για να καταργηθούν, αλλά τα πιο σημαντικά είναι αυτά που βρίσκονται μέσα στις καρδιές και τα μυαλά μας – αυτά είναι τα σύνορα που χωρίζουν την ανθρωπότητα από τον εαυτό της.
~ Ai Weiwei

ένα κλικ στην παραπάνω εικόνα για να διαβάσεις το άρθρο (αγγλικά)

Nov 132017
 

Άρθρο της Αλεξάνδρας Χαβιάρα, από το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας «Άρηξις», των Δήμων Αγίας Βαρβάρας – Αιγάλεω – Χαϊδαρίου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δίαυλος» (αριθμός δελτίου 146, Οκτώβριος 2017), με αφορμή την 11η Πανελλήνια Συνάντηση Φορέων Πρόληψης της Εξάρτησης: «ΣυμΠλέοντας, Ξαναχτίζουμε Κοινότητες», που πραγματοποιήθηκε στην Ερμούπολη Σύρου, 18 – 21 Οκτωβρίου 2017.

May 312017
 

Ένα εξαιρετικό άρθρο από τη Θάλεια Δραγώνα και την Άννη Βασιλείου για την ιστορία των Δ.Ε.Ν. (Δημιουργικά Εργαστήρια Νέων) στη Θράκη.

The magic almond tree that could make wishes come true.

Educational activism across the divide: empowering youths and their communities

Thalia Dragonas & Anni Vassiliou

This paper tells the story of the Creative Youth Workshops (CYWs), a social space for youths, members of the minority/Muslim and the majority/Christian society, in jointly constructing alternative possibilities of living positively together in the conflict-ridden social environment of Thrace, a North Eastern Greek province bordering Bulgaria and Turkey. The CYWs constitute a sub-project within the overall frame of a comprehensive intervention inside and outside the classroom, called ‘Education of Muslim Minority Children’.

Apr 092016
 

14-4-630x420

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Μουσουλμάνοι δεν είναι μόνο οι τζιχαντιστές

Ντίνα ΔασκαλοπούλουΑφροδίτη Τζιαντζή

Πριν από λίγους μήνες δύο νεαροί Ολλανδοί δημοσιογράφοι-φαρσέρ πραγματοποίησαν ένα πρωτότυπο κοινωνικό πείραμα. Απήγγειλαν σε περαστικούς αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη, έχοντας ντύσει την Αγία Γραφή με κάλυμμα που έγραφε «Αγιο Κοράνι». Τα χωρία που επέλεξαν ήταν ιδιαζόντως αιμοσταγή, αναφερόμενα σε ακρωτηριασμούς γυναικών, θεόσταλτες τιμωρίες, στην ποινή της θανάτωσης για τους άντρες που κοιμούνται με άντρες…

Οι αντιδράσεις των περαστικών, όσο νόμιζαν ότι τους διάβαζαν το Κοράνι, ήταν αναμενόμενες: Οτι πρόκειται για θρησκεία μίσους σε αντίθεση με τη Βίβλο που «είναι πολύ πιο ειρηνική», ότι «αυτοί (σ.σ. οι μουσουλμάνοι) πρέπει να προσαρμοστούν στον κόσμο που αλλάζει» και ότι «εμείς (οι Δυτικοί) έχουμε ελευθερία έκφρασης και σκεφτόμαστε διαφορετικά».

Οταν τους αποκάλυψαν ότι όλα τα παραπάνω είναι η -μισή τουλάχιστον- βάση του χριστιανισμού, που ως αβρααμική θρησκεία μοιράζεται κοινή ιουδαϊκή καταγωγή με το Ισλάμ, έπεσαν από τα σύννεφα, πριν παραδεχτούν ότι είναι προκατειλημμένοι και αποδώσουν στα ΜΜΕ τη διαστρεβλωμένη αντίληψή τους.

Ο Νίκος, που όπως μας λέει «πάει στην Εκκλησία κάθε Κυριακή», δουλεύει και ξεσκάει μαζί με τον Αλί, που πάει σε τζαμί στην Κοκκινιά. Ο ξάδελφος και συνέταιρός του, ο Δημήτρης, είναι μουσουλμάνος, αλλά «δεν θα ήθελα η γυναίκα μου να φοράει μαντίλα» λέει. |

Αυτό το ολιγόλεπτο βίντεο δεν αρκεί για να καταδείξει την έκταση του σύνθετου φαινομένου που αποκαλούμε «ισλαμοφοβία», που δεν είναι παρά ένα άλλο όνομα για τον ρατσισμό απέναντι στους μουσουλμάνους, φωτίζει όμως ένα βασικό συστατικό του: την άγνοια.

Εν Ελλάδι Πολύ πιο πρόσφατα, στις 22 Μαρτίου, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ, ερωτώμενος για το αν «η Εκκλησία φοβάται γι’ αυτό που εθνικιστικοί κυρίως κύκλοι σχολιάζουν ως “ισλαμοποίηση της κοινωνίας” μέσα από τις προσφυγικές ροές», έδωσε την εξής απάντηση:

Αν μείνουν οι άνθρωποι αυτοί, δεν είναι δυνατόν παρά να επηρεάσουν. Γιατί δεν είναι αφομοιώσιμοι […] Και δυστυχώς θα χάσουμε αυτό που είχαμε μέχρι τώρα μάθει, τη γειτονιά μας την ελληνική, θα χαθεί τουλάχιστον για την πρώτη γενιά αυτή η ομορφιά της ζωής μας, που λέγαμε είμαστε, ξέρω ‘γω, μια χώρα καθαρή…

Ο Αλί, μουσουλμάνος από το Πακιστάν, και ο Γάιος, Ελληνας πολίτης, χριστιανός από την Αίγυπτο: «Εδώ είμαστε όλοι αδέλφια» |

Την απάντηση του προκαθήμενου της Ορθόδοξης Εκκλησίας επισήμανε και σχολίασε πρώτος ο Δημήτρης Παπανικολάου στο άρθρο του «Γκαούρ Τεντέν, η μόνιμη Ευρώπη και το χτίσιμο του Νότου», στο περιοδικό «Unfollow». Ελάχιστες μέρες αργότερα, δύο άλλες εικόνες στοίχειωσαν για λίγο την επικαιρότητα: Η πρώτη, η εικόνα της αριστούχου μουσουλμάνας σημαιοφόρου που παρέλασε, φορώντας μαντίλα, με το σχολείο της στο κέντρο της Αθήνας.

Η δεύτερη, ντροπιαστική αυτή τη φορά, εικόνα ήρθε από τη Βέροια της Ημαθίας, όπου μια χούφτα άνθρωποι, μεταξύ τους ακροδεξιά στοιχεία, πέταξαν γουρουνοκεφαλές σε λεωφορείο με Σύρους πρόσφυγες, ενώ ακούγονταν χρυσαυγίτικα συνθήματα και ουρλιαχτά «τι ψυχή θα παραδώσετε στον Χριστό»! Σύμφωνα με επώνυμες μαρτυρίες, την επόμενη μέρα οι κάτοικοι του χωριού, όπου κατέλυσαν οι πρόσφυγες, γνωρίστηκαν μαζί τους, έσπασε ο πάγος και κάποιοι χωριανοί που συμμετείχαν στα επεισόδια δήλωσαν μετανιωμένοι.

Περί «καθαρότητας»

Τα παραπάνω δείχνουν πόσο μάταιο, αν όχι επικίνδυνο, είναι να νοσταλγούμε μια υποτιθέμενη «καθαρότητα» της ελληνικής γειτονιάς, που δεν υπήρξε ποτέ. Γιατί είναι τουλάχιστον παρεξηγήσιμη η έννοια της «καθαρότητας» σε μια χώρα-σταυροδρόμι, μια χώρα όπου έζησαν, «ανταλλάχθηκαν», ήρθαν ξεριζωμένοι, έφυγαν διωγμένοι από τη φτώχεια γενιές προσφύγων και μεταναστών.

Μια χώρα στην οποία κατοικούν πάνω από 610.000 μουσουλμάνοι σύμφωνα με επίσημες καταγραφές (110.000 είναι οι Ελληνες μουσουλμάνοι της Θράκης). Το ότι σε αυτή τη χώρα σοκάρει και σχολιάζεται περισσότερο η μαθήτρια με τη μαντίλα (στις μεταξικής καταγωγής μαθητικές παρελάσεις) παρά οι χυδαία προσβλητικές γουρουνοκεφαλές δείχνει τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά της όποιας ανεκτικότητας.

Αφήνοντας τους ειδικούς να μας μιλήσουν για το πώς ορίζεται η ισλαμοφοβία, επιλέξαμε να κάνουμε μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας και να μιλήσουμε για το Ισλάμ, για τον Αλλάχ και τον Χριστό, με εργαζόμενους και ιδιοκτήτες καταστημάτων στη Βαρβάκειο Αγορά, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Μιλήσαμε με τον Αλί και τον Τάσο, μουσουλμάνους από το Πακιστάν, υπαλλήλους σε χασάπικο.

Με τον Δημήτρη, μουσουλμάνο, και τον Νίκο, χριστιανό, ξαδέλφια και συνεταίρους από την Αλβανία, ζουν 20 χρόνια στην Ελλάδα, έχουν παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, αλλά ακόμα δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα. Με τον Γάιο, Ελληνα πολίτη με καταγωγή από την Αίγυπτο, χριστιανό, ιδιοκτήτη χασάπικου, που πουλάει μεταξύ άλλων προϊόντα χαλάλ για μουσουλμάνους.

Ο… θεός της αγοράς

«Στην αγορά οι θρησκείες δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Ρόλο παίζει τι άνθρωπος είσαι. Αν είσαι χριστιανός, μπορεί να είσαι κακός; Μπορεί. Αυτό σημαίνει πώς είναι όλοι οι χριστιανοί κακοί; Οχι. Το ίδιο ισχύει για τους μουσουλμάνους» μας λέει ο Δημήτρης. «Χριστιανοί, μουσουλμάνοι, εδώ είμαστε όλοι ένα» επιμένει ο Αλί, που οι συνάδελφοί του περιγράφουν ως «και γαμώ τα παιδιά».

Με την ίδια έκφραση μας συστήνουν τον Γάιο, που ως χριστιανός συμφωνεί ότι «είμαστε όλοι αδέλφια από τον Αδάμ και την Εύα». Ο Νίκος είναι χριστιανός, πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, όμως δεν έχει πρόβλημα να πίνει μπίρες με τον Αλί, που προσεύχεται σε αυτοσχέδιο τζαμί στη Νίκαια. «Μουσουλμάνος και πίνεις;». «Ε, κάνω ότι πίνω για την παρέα». Ο Τάσος, όπως τον φωνάζουν, δεν θέλει φωτογραφίες.

Μας δείχνει τους καρπούς του. Μια βαθιά ουλή στο δεξί χέρι. «Μαχαίρωμα, Χρυσή Αυγή, πριν ενάμιση χρόνο». Μας λέει ότι «ο Θεός είναι ένας για όλους». Περισσότερο όμως τον απασχολεί πώς θα κυκλοφορήσει, γιατί η αστυνομία του έχει αφαιρέσει την άδεια παραμονής. «Δουλεύω τόσα χρόνια, πληρώνω τα πάντα, γιατί δεν μου δίνουν χαρτιά;».

«Αρρωστοι και παρανοϊκοί»

Οσο για τη φονταμενταλιστική τρομοκρατία του DAESH, όπως αποκαλούν το «Ισλαμικό κράτος», «αυτοί που σκοτώνουν δεν είναι μουσουλμάνοι, ούτε χριστιανοί, είναι άρρωστοι και παρανοϊκοί» συμφωνούν όλοι, ανεξαρτήτως θρησκείας.

Παραδέχονται ότι η θρησκεία μπορεί να είναι εμπόδιο, «μόνο όμως αν είσαι ρατσιστής». Ο Αλί είχε σχέση με Ελληνίδα για τέσσερα χρόνια. «Δεν με θέλουν οι γονείς της επειδή είμαι Πακιστανός και μουσουλμάνος». «Αυτό δεν είναι ρατσιστικό;» ρωτάει ο Δημήτρης. «Ξέρω Αιγύπτιους που παντρεύονται Ελληνίδες, με Αλβανό είναι συνηθισμένο. Γιατί να μην παντρευτεί η κόρη σου Πακιστανό; Νομίζουν ότι είναι κακοί άνθρωποι και καταπιέζουν τις γυναίκες, όμως ο Αλί δεν είναι έτσι, ούτε είναι όλοι ίδιοι».

Ο Αλί παραδέχεται ότι «στο Πακιστάν η μητέρα και η αδελφή μου πρέπει να συνοδεύονται παντού, όμως εδώ η γυναίκα κάνει ό,τι θέλει, ούτε θα της επιβάλω τι θα φορέσει. Αν και στο Πακιστάν κι εκεί τώρα όλα έχουν γίνει πουτάνα και ο καθένας κάνει ό,τι θέλει».

Για τη μαθήτρια που παρέλασε με μαντίλα, ο Δημήτρης, αν και μουσουλμάνος, διαφωνεί: «Λέω πως έκανε μαλακία. Στη χώρα που μένεις θα ζεις με τον τρόπο που ζουν εκεί. Η γυναίκα μου δεν θα φόραγε μαντίλα κι ας είναι μουσουλμάνα. Δεν ορίζει η μαντίλα αυτό που είσαι».

Κηρύγματα μίσους, «για να μη γίνουμε Πακιστάν»

Η έκθεση, που δημοσιεύουμε σήμερα, είναι μια πρώτη απόπειρα χαρτογράφησης της ισλαμοφοβίας στην ελληνική κοινωνία και δεν είχε εξ αρχής σκοπό να αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια της ανάδυσής της | 

Η ΕΡΕΥΝΑ Δημοσιεύουμε σήμερα την πρώτη έρευνα για την ισλαμοφοβία στην Ελλάδα του διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, Αλέξανδρου Σακελλαρίου.

Η έρευνα διεξήχθη για λογαριασμό του μη-κερδοσκοπικού ερευνητικού ιδρύματος πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ερευνών SETA, έπειτα από διεθνή πρόσκληση ενδιαφέροντος για τη συγγραφή εκθέσεων για την Ισλαμοφοβία σε 25 ευρωπαϊκές χώρες. Σκοπός των εκθέσεων ήταν η χαρτογράφηση της Ισλαμοφοβίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Όλες οι εκθέσεις είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του προγράμματος (http://www.islamophobiaeurope.com/ [1]).

Η μεθοδολογία περιελάμβανε παρακολούθηση και καταγραφή των εξελίξεων και συλλογή υλικού, έντυπου και ηλεκτρονικού, σε ποικίλα κοινωνικά πεδία (εκπαίδευση, εργασία, δικαιοσύνη), στα ΜΜΕ και στο διαδίκτυο, στο χώρο της πολιτικής, της Εκκλησίας, της κοινωνίας πολιτών, ποιοτικές ημι-δομημένες συνεντεύξεις με ειδικούς στο θέμα του Ισλάμ, με ειδικούς, Μ.Κ.Ο. και δίκτυα που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την καταπολέμηση του ρατσισμού, με στελέχη Υπουργείων, και με εκπροσώπους μουσουλμανικών οργανώσεων και μουσουλμάνους που ζουν στην Ελλάδα.

Η ισλαμοφοβία καταγράφεται από το λεξικό της Οξφόρδης το 1923, ωστόσο άρχισε να χρησιμοποιείται τη δεκαετία του 1990 στη Μ.Βρετανία. Το 1997 δημοσιεύθηκε μια έκθεση με τίτλο Islamophobia: A challenge for us all στην οποία η ισλαμοφοβία οριζόταν ως ο φόβος, το μίσος και η εχθρότητα εναντίον του Ισλάμ και των Μουσουλμάνων.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Εναντίον του Ρατσισμού (ENAR) η ισλαμοφοβία είναι ένα είδος ρατσισμού που περιλαμβάνει πράξεις βίας, διάκρισης και ρατσιστικού λόγου που τροφοδοτείται από καταχρήσεις της ιστορίας και αρνητικά στερεότυπα και οδηγεί στον κοινωνικό αποκλεισμό και στην απανθρωποποίηση των Μουσουλμάνων. Θεωρείται ρατσισμός διότι κατασκευάζει και αντιμετωπίζει μια θρησκευτική ομάδα με φυλετικούς όρους.

Η συγκεκριμένη έκθεση είναι μια πρώτη απόπειρα χαρτογράφησης της Ισλαμοφοβίας στην ελληνική κοινωνία και δεν είχε εξ αρχής σκοπό να αναζητήσει τα βαθύτερα αίτια της ανάδυσής της. Τα κύρια συμπεράσματα είναι δύο. Κατ’ αρχάς ότι σε ορισμένους τομείς (π.χ. εκπαίδευση, εργασία) δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την Ισλαμοφοβία. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι από τα υπάρχοντα στοιχεία η Ισλαμοφοβία εντοπίζεται κυρίως στα πεδία της πολιτικής, των ΜΜΕ και του διαδικτύου, και της Εκκλησίας (Μητροπολίτες και ιερείς).

«Κίνδυνος ισλαμοποίησης»

Στο πολιτικό πεδίο ο κύριος παίχτης είναι η Χρυσή Αυγή. Σε συζητήσεις στη Βουλή αλλά και μέσω των ιστοσελίδων και των εντύπων της η Χρυσή Αυγή προβάλλει συνεχώς τον κίνδυνο Ισλαμοποίησης της Ελλάδας, η οποία θα λάβει χώρα ιδίως εάν χτιστεί το τζαμί στην Αθήνα. Σύμφωνα με τη Χρυσή Αυγή όταν γίνει αυτό «οι Έλληνες θα ακούν τον μουεζίνη από τους μιναρέδες και όλοι θα βιώσουμε μια νέα Οθωμανική κυριαρχία».

Ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει για τη Χρυσή Αυγή και λόγω του μεταναστευτικού/ προσφυγικού ζητήματος καθώς υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση επιδιώκει την εξάλειψη αξιών όπως πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, Ορθοδοξία και είναι ο καλύτερος συνοδοιπόρος της Τουρκίας, η οποία χαίρεται να βλέπει χιλιάδες παράνομους μετανάστες να έρχονται στην Ελλάδα. Βασικό χαρακτηριστικό του δημόσιου λόγου της Χρυσής Αυγής είναι μεταξύ άλλων η αναφορά σε Μουσουλμανικές χώρες εν είδει απειλής.

Για παράδειγμα, ο Η.Κασιδιάρης πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 απευθυνόμενος στους πολίτες της Κω τους είπε ότι θα πρέπει να ψηφίσουν τη Χρυσή Αυγή αν δεν θέλουν το νησί τους να γίνει Πακιστάν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν έχουν προφανή στόχο να φοβίσουν, ιδίως όταν στις ιστοσελίδες τους και στα εντυπά τους συνοδεύονται από φωτογραφίες τρομοκρατικών επιθέσεων ή μαχών από τον πόλεμο στη Συρία και το Ιράκ με προφανή σκοπό να γίνει η σύνδεση του Ισλάμ με τη βία.

Βέβαια, εκτός από τη Χρυσή Αυγή υπάρχουν και πολιτικοί από άλλα κόμματα τα οποία έχουν εκφράσει απόψεις οι οποίες κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν Ισλαμοφοβικές. Για παράδειγμα ο Νικήτας Κακλαμάνης μέσω του λογαριασμού του στο twitter το καλοκαίρι του 2015 ανέφερε ότι αυτό που συμβαίνει στα ελληνικά νησιά με τους πρόσφυγες δεν είναι εισροή μεταναστών, αλλά κατευθυνόμενη απόβαση Ισλαμιστών. Επίσης, βουλευτές των ΑΝ.ΕΛΛ. έχουν υποστηρίξει στη Βουλή ότι οι Μουσουλμάνοι δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν και να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία.

ΜΜΕ-Εκκλησία

Τα ΜΜΕ είναι ένα άλλο πεδίο στο οποίο αναπαράγεται Ισλαμοφοβικός λόγος ιδίως μετά από τρομοκρατικές επιθέσεις. Για παράδειγμα η συγγραφέας Σ.Τριανταφύλλου σε κείμενό της μετά την επίθεση στο Παρίσι υποστήριξε ότι το Ισλάμ δεν είναι σαν τις άλλες θρησκείες, είναι εκ φύσεως πολεμικό και ότι είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια ιδεολογία βαρβαρότητας, ενώ βρίσκεται ακόμα στον Μεσαίωνα και είναι μονολιθικό, κατηγορώντας αποκλειστικά τους Μουσουλμάνους για την αδυναμία τους να ενσωματωθούν στις δυτικές κοινωνίες.

Επιπλεόν, υποστήριξε ότι μετροπαθείς Μουσουλμάνοι δεν υπάρχουν και ότι μετριοπαθής Μουσουλμάνος είναι εκείνος που σου κρατάει το κεφάλι για να σου το κόψει ο φανατικός. Ακροδεξιές εφημερίδες όπως «Ο Στόχος», η «Ελεύθερη Ώρα» και το «Εμπρός», αλλά και η εφημερίδα της Χρυσής Αυγής, αναπαράγουν διαρκώς Ισλαμοφοβικό λόγο, ιδίως έπειτα από κάθε τρομοκρατική επίθεση, αλλά και σε σχέση με το προσφυγικό.

Μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι είναι οι εξής: «Το Ισλάμ κήρυξε τον πόλεμο στην Ευρώπη», «Ο αντίχριστος θα έρθει από το Ισλάμ», «Η σφαγή των Ευρωπαίων από τους Ισλαμο-φασίστες μόλις ξεκίνησε: Έρχεται κόλαση στην Ελλάδα» (Ελεύθερη Ώρα) ή «Η Ελλάδα στο έλεος των Ισλαμιστών: Τα τζαμιά είναι φυτώρια τρομοκρατών» (Εμπρός).

Το διαδίκτυο είναι ένας από τους προνομιακούς χώρους που αναπτύσσονται και αναπαράγονται αυτού του είδους οι απόψεις. Ιδίως ακροδεξιές ιστοσελίδες όπως το ethnikismos.net [2], stoxos.gr [3], nikosxeiladakis.gr [4], αποτελούν τα κύρια οχήματα για την καλλιέργεια του φόβου και της εχθρότητας προς το Ισλάμ με σαφή άρνηση στην ανέγερση του τζαμιού.

Αναπαράγονται συνήθως στερεότυπα ότι όλοι οι Μουσουλμάνοι θέλουν να επιβληθεί η Σαρία στην Ευρώπη, ότι το Ισλάμ προωθεί την παιδοφιλία, ότι ο ξυλοδαρμός των γυναικών είναι υποχρέωση του Μουσουλμάνου, συνήθως μέσω κατασκευασμένων ή παραποιημένων γεγονότων, κ.ά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί το τρίτο πεδίο στο οποίο εντοπίζεται Ισλαμοφοβικός λόγος.

Ορισμένοι Μητροπολίτες (Πειραιώς Σεραφείμ, Καλαβρύτων Αμβρόσιος) εκφράζονται συχνά εναντίον του Ισλάμ θεωρώντας το τη μεγαλύτερη απειλή για την Ελλάδα και τη Δύση και στρέφονται εναντίον της ανέγερσης του τζαμιού ή του Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στο ΑΠΘ. Υποστηρίζουν ότι το Ισλάμ είναι αποκειστικά επιθετικό, βίαιο, φονταμενταλιστικό και ότι το Κοράνι διδάσκει τη βία και τον ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων προκειμένου να επικρατήσει (Σεραφείμ).

Σε άλλη περίπτωση (Αμβρόσιος) έχει υποστηριχθεί ότι «σε 2-3 δεκαετίες οι ισλαμιστές-μετανάστες θα κυριαρχήσουν στην Ελλάδα και οι Έλληνες θα γίνουν ξένοι στη χώρα τους. Όλα τα χωριά και οι πόλεις θα είναι γεμάτα μιναρέδες και τζαμιά». Παρόμοιες απόψεις εκφράζονται και από κατώτερους κληρικούς σε άρθρα στα οποία υποστηρίζεται ότι η κριτική σκέψη δεν υπάρχει στο Ισλάμ και ότι εάν συνεχιστεί η παράνομη είσοδος μεταναστών το μέλλον της Ελλάδας θα είναι μαύρο και το «Αλλάχ Ακμπάρ» θα ακούγεται στις γειτονιές της Αθήνας, αλλά τότε θα είναι αργά για δάκρυα. Το κύριο πρόβλημα με την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ότι δεν καταδικάζει αυστηρά αυτού του είδους τις απόψεις.

Oμάδες πολιτών εμφανίζονται να δραστηριοποιούνται κατά της ανέγερσης του τζαμιού (και με ομάδα στο Facebook) και εντός του 2015 διοργάνωσαν δύο συγκεντρώσεις μια μπροστά στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου εκδικαζόταν σχετική προσφυγή και μια στο Πολεμικό Μουσείο. Η Ισλαμοφοβία, όμως, εντοπίζεται και στην καθημερινή ζωή των Μουσουλμάνων με επιθέσεις σε χώρους προσευχής, για παράδειγμα με εμπρησμούς τζαμιών στην Κρήτη και στην Κομοτηνή, αλλά και μέσω φραστικών κυρίως επιθέσεων, όπως αναφέρουν οι ίδιοι.

Οι ειδικοί μιλούν στην «Εφ.Συν.»

Χαράλαμπος Πουλόπουλος, 
Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης 

Ζούμε στην εποχή των (πραγματικών και κατασκευασμένων) κινδύνων

Η ισλαμοφοβία άρχισε να παίρνει διαστάσεις μετά την καταστροφή των δίδυμων πύργων στη Νέα Υόρκη και μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες κλιμακώνεται.

Οι καταστροφές, οι επιθέσεις, οι απειλές δημιουργούν τρόμο και φέρνουν στην επιφάνεια συλλογικούς φόβους του παρελθόντος για το Ισλάμ. Φόβοι που είναι καταγεγραμμένοι εδώ και αιώνες στο συλλογικό ασυνείδητο σε μεγάλο μέρος της δυτικής κοινωνίας και σχετίζονται με σφαγές και αφανισμό. Έτσι, κάποιοι επιβεβαιώνουν την αντίληψή τους για το ανηλεές και απάνθρωπο πρόσωπο του Ισλάμ, το οποίο ταυτίζουν με το απόλυτο κακό.

Στα μάτια τους όλοι οι μουσουλμάνοι είναι ίδιοι. Πάνω στο φόβο οικoδομείται ένα κατασταλτικό σύστημα ελέγχου των πολιτών από την οικονομική και πολιτική εξουσία, η οποία συνεπικουρείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ορισμένοι επωφελούνται οικονομικά από την αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών, των συστημάτων ασφαλείας και των επενδύσεων για μεγαλύτερη αστυνόμευση και καταστολή των πολιτών.

Κάποιοι άλλοι ενισχύουν την εξουσία τους, αποδυναμώνοντας, με άλλοθι τη δημόσια ασφάλεια, τους μηχανισμούς λογοδοσίας. Συντηρητικές ακροδεξιές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες καλλιεργούν περαιτέρω τον φόβο, ο οποίος διαχέεται στα άτομα και στην κοινωνία σε σημείο που η γνωστική επεξεργασία της κατάστασης και η ανάλυση των αιτιών και παραγόντων που οδηγούν στη σύγκρουση μπλοκάρεται ή καταργείται.

Οι αποσπασματικές εικόνες που προβάλουν τα μέσα ενημέρωσης κυριαρχούν στη φαντασία των πολιτών και εκτρέφουν τον απόλυτο τρόμο. Ζούμε πλέον στην εποχή των κινδύνων και των απειλών, πραγματικών και κατασκευασμένων.

Κωστής Τσιτσελίκης,
πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου 

Η ισλαμοφοβία ως ακραία εκδοχή της εθνικής ορθότητας

Η ισλαμοφοβία έχει παγιωθεί τα τελευταία 15 χρόνια ως ιδεολογικό αντανακλαστικό που συνέχεται με το ίδιο το ισλάμ αλλά και κυρίως με το μεταναστευτικό φαινόμενο.

Επικάθεται σε ακόμα βαθύτερες και παγιωμένες αντιλήψεις που συνδέονται με τα συστατικά του εθνικού εαυτού που συγκροτήθηκε ιστορικά επί του αντι-οθωμανισμού ή του αντι-τουρκισμού. Η σύγχρονη ισλαμοφοβία δημιουργεί πολιτικές διαχωριστικές γραμμές που καθορίζουν το «εμείς» απέναντι στους «άλλους» οι οποίοι αξιωματικά μας «απειλούν». Η απειλή αφορά ένα αξιακό σύστημα που εδράζεται στην ανωτερότητα του «εμείς» και το οποίο απειλείται να αλλοιωθεί ή να μολυνθεί από την επαφή, την συνύπαρξη και την προοπτική κάθε είδους συμβίωσης.

Αφού λοιπόν οι μετανάστες/πρόσφυγες είναι οι «φορείς» αυτού του χαρακτηριστικού, «εμείς» πρέπει να προστατευτούμε με τη μικρότερη δυνατή επαφή. Πολιτικά, το ιδεολόγημα, που θεωρεί ουσιοκρατικά αναλλοίωτη στο διηνεκές την φύση των λαών, υλοποιείται από εκείνους που έχουν πατεντάρει και χρησιμοποιούν την ισλαμοφοβία: η ακραία εθνικιστική ρητορική διατρέχει ένα συνεχές του εθνικού χώρου από τμήματα της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά και των παλαιοημερεολογιτών μέχρι την Χρυσή Αυγή.

Ενίοτε, η ιδέα της επιμόλυνσης από το ισλάμ χρησιμοποιείται και από άλλους πολιτικούς χώρους. Η ισλαμοφοβία έτσι, ενεργοποιεί και ενεργοποιείται από την πανταχού παρούσα εθνική ορθότητα που διαπερνά τις βασικές αρχές της δημοκρατίας μας εκεί που τελικά καταδεικνύει την αδυναμία της.

Ότι γίνεται ανεκτή όσο και αν κανείς υπομειδιά με το γκροτέσκο της έκφρασής της. Τους πύρινους λόγους κάποιου μητροπολίτη ή τις γουρονοκεφαλές που εκτοξεύουν έξαλλοι συμπολίτες. Η ισλαμοφοβία, ως ακραία εκδοχή της εθνικής ορθότητας, είναι μεν περιθωριακή αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικής υποταγής μέσα από μια άκαμπτη και αδιάλλακτη υπενθύμιση της «δικής μας» εθνοθρησκευτικής καθαρότητας που οφείλουμε να διατηρήσουμε.

Κωστής Παπαϊωάννου, 
Γενικός Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Το σχολείο του ενός και οι άλλοι

Η συμμετοχή μαθήτριας με μαντήλα στη σχολική παρέλαση προσφέρεται για χρήσιμους προβληματισμούς. Κατά τη γνώμη μου, μείζον ζήτημα αποτελεί η ίδια η ύπαρξη σχολικής παρέλασης σε μια ευρωπαϊκή χώρα το 2016.

Εξίσου όμως σημαντική είναι η επίδραση της τζιχαντικής τρομοκρατίας στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, δηλαδή η επίδραση του βίαιου φονταμενταλισμού στις σχέσεις μας με το Ισλάμ στο εσωτερικό των κοινωνιών μας και μάλιστα σε συνδυασμό με την εγκατάσταση των νέων προσφύγων στη χώρα μας. Ποιο απόθεμα φυλετικού και θρησκευτικού μίσους μπορεί να απελευθερώσει αυτός ο συνδυασμός;

Ενόψει της αυξημένης πιθανότητας ενός κύματος ισλαμοφοβίας, είναι σημαντικό να δούμε εάν προετοιμάζεται η κοινωνία και οι οργανωμένοι θεσμοί, με πρώτη την εκπαίδευση, για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.

Ειδικά δε το σχολείο, που καλείται να υποδεχτεί κάποιες χιλιάδες αλλόγλωσσους -και επί το πλείστον αλλόθρησκους- μαθητές, είναι αντιμέτωπο με την πρόκληση της ανατροπής επαναλαμβανόμενων στερεοτύπων στον δημόσιο λόγο περί Μουσουλμάνων.

«Είναι όλοι ίδιοι», «έχουν όλοι μοναδικό κίνητρο τη θρησκεία», «είναι πολιτισμικά και ηθικά κατώτεροι», «αποτελούν απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια». Και βέβαια, όλα τα προηγούμενα οδηγούν στο «η συνεργασία μαζί τους είναι αδύνατη». Αποτελεί σήμερα η αποδόμηση αυτών των στερεοτύπων καθημερινό στόχο της εκπαιδευτικής πράξης; Φοβούμαι πως όχι. Τουλάχιστον όχι στο σχολείο του ενός: ένα έθνος, ένας πολιτισμός, μια θρησκεία.

Αυτή όμως η πρόκληση είναι μπροστά μας. Και γίνεται ακόμα δυσκολότερη από την ανάγκη να καταπολεμήσουμε την ισλαμοφοβία χωρίς αξιακές εκπτώσεις, χωρίς δηλαδή το σχολείο να πάψει να υπηρετεί –έστω στο βαθμό που την υπηρετεί- μια ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία.

Αλεξάνδρα Βασιλείου,
Δρ. Κοινωνικής Ψυχολογίας 

Το αντίδοτο στον φόβο

Ο φόβος προστατεύει, η φοβία απομονώνει – εν δυνάμει σκοτώνει. Δεν θα επιβιώναμε χωρίς φόβο. Ο φόβος προειδοποιεί για πιθανό κίνδυνο, βοηθά να υπολογίζουμε το ρίσκο που παίρνουμε, μας κάνει πιο προσεκτικούς. Αλλά ο εγκέφαλος μας δεν έχει εξελιχθεί αρκετά ώστε να μπορεί να διαχωρίσει τον πραγματικό από τον φανταστικό κίνδυνο.

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι ο εγκέφαλος καταγράφει εκείνους που θεωρούμε ότι είναι ξένοι περισσότερο ως αντικείμενα, παρά ως ανθρώπους.

Έτσι, σε συνδυασμό με την τρομολαγνεία πολλών ΜΜΕ, που προβάλουν κάθε διαφορετικότητα ως απειλή στην ταυτότητά μας, αυξάνεται το μίσος. Ο ανεπεξέργαστος φόβος περιορίζει την αντίληψη μας, δημιουργεί παράλογες σκέψεις και υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις. Εύκολα γίνεται φοβία. Ωστόσο, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα για ενσυναίσθηση και μια φυσική περιέργεια για κάθε τι καινούργιο.

Αυτό λειτουργεί ως αντίδοτο στο φόβο. Η δημιουργία σχέσης με τον ‘άλλο’, η διαπραγμάτευση των προσωπικών, διαπροσωπικών και κοινωνικών συγκρούσεων που πιθανά αναδύονται, μπορούν να γίνουν πολύτιμος πλούτος και δύναμη για την ταυτότητα.

—-

[1] http://www.islamophobiaeurope.com/

[2] http://ethnikismos.net

[3] http://stoxos.gr

[4] http://nikosxeiladakis.gr
 

 

Apr 082016
 

bauman quote

Πηγή: Hit & Run

Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν για τους πρόσφυγες

Όσο γενικευτικός, αυθαίρετος και ευφάνταστος κι αν ήταν ο συσχετισμός των τρομοκρατών με τους πολιτικούς πρόσφυγες και τους «οικονομικούς μετανάστες», πέτυχε το στόχο του: η εικόνα του «πολιτικού πρόσφυγα» (η οποία κάποτε προκαλούσε την ανθρώπινη συμπόνια και ωθούσε στην παροχή βοήθειας) σπιλώθηκε και κηλιδώθηκε, ενώ η ίδια η ιδέα του «ασύλου» (ζήτημα κάποτε πολιτικής υπερηφάνειας και πολιτισμού) θεωρείται σήμερα ένα φοβερό μείγμα επαίσχυντης αφέλειας και εγκληματικής ανευθυνότητας. Από την άλλη, έχουμε τους «οικονομικούς μετανάστες», οι οποίοι υποχώρησαν από τα πρωτοσέλιδα για να δώσουν τη θέση τους στους πολιτικούς πρόσφυγες, που θεωρούνται σκοτεινοί, δηλητηριώδεις και φορείς ασθενειών. Αλλά κι αυτούς, τους οικονομικούς μετανάστες, ουδόλως τους βοήθησε το γεγονός ότι, αν μη τι άλλο, αποτελούν την ενσάρκωση όλων των ιερών αξιών που πρεσβεύει η κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πίστη και που προωθεί ως πρότυπα τα οποία οφείλουν να διέπουν τη συμπεριφορά του καθενός από μας (δηλαδή της «επιθυμίας για πρόοδο και ευημερία, της ατομικής ευθύνης, της ετοιμότητας να ριψοκινδυνεύσουν κλπ»). Κατηγορούμενοι ήδη ότι μας «απομυζούν» και ότι παραμένουν πιστοί στις ανυπόληπτες δοξασίες τους και στα ρυπαρά τους έθιμα, οι οικονομικοί μετανάστες δεν θα μπορούσαν πια, όσο σκληρά κι αν προσπαθούσαν, να αποτινάξουν την αδιάκριτη κατηγορία της τρομοκρατικής συνωμοσίας που επικολλάται σε «ανθρώπους σαν κι αυτούς» – στα ναυάγια της πλανητικής παλίρροιας των ανθρώπινων απορριμμάτων. Αυτή είναι η νέα χρήση στην οποία υποβάλλονται οι απόβλητοι άνθρωποι, ιδιαίτερα όσοι κατάφεραν να αποβιβαστούν σε εύπορες ακτές. (σελ. 96-7)

(…) οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, καθώς έρχονται «από μακριά», αλλά εγκαθίστανται στις γειτονιές μας, είναι ιδανικοί για να παίξουν τον ρόλο ενός ομοιώματος προορισμένου να καεί σαν σύμβολο των «δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης», οι οποίες προξενούν φόβο και δυσαρέσκεια, επειδή ακριβώς δρουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη εκείνους που τα αποτελέσματά τους θα επηρεάσουν. Άλλωστε, οι «οικονομικοί μετανάστες» και οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν συλλογικούς αντικατοπτρισμούς (τον άλλο εαυτό; συνοδοιπόρους; αντίγραφα; καρικατούρες;) της νέας εξουσιαστικής ελίτ του παγκοσμιοποιημένου κόσμου που έχουμε κάθε λόγο να υποπτευόμαστε ως τον κακό όλης της υπόθεσης. Όπως ακριβώς η ελίτ αυτή, έτσι και οι οικονομικοί και πολιτικοί πρόσφυγες αλλάζουν θέση, δεν ριζώνουν πουθενά, είναι απρόβλεπτοι. Όπως ακριβώς η ελίτ αυτή, έτσι κι αυτοί αποτελούν την επιτομή του ακατανόητου «χώρου ζωής», όπου βρίσκονται οι ρίζες της σημερινής αβεβαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζητώντας μάταια κάποια άλλη, επαρκέστερη δίοδο, τα άγχη και οι φόβοι εκτονώνονται στους κοντινότερους στόχους και επανεμφανίζονται ως δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης και ως φοβία απέναντι στους «αλλοδαπούς που ζουν ανάμεσά μας». Η αβεβαιότητα δεν είναι δυνατόν να εξουδετερωθεί και να διασκορπιστεί με μια κατά μέτωπο σύγκρουση ενάντια στην άλλη προσωποποίηση της σύγχρονης ετεροδικίας, δηλαδή ενάντια στην παγκόσμια ελίτ που ολισθαίνει πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο. Η ελίτ αυτή είναι πολύ ισχυρή για μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση ή αμφισβήτηση του κύρους της, ακόμα κι αν γνωρίζαμε την ακριβή της θέση (κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει). Από την άλλη πλευρά, όμως, οι πρόσφυγες είναι ένας ορατός και ακίνητος στόχος για το πλεονάζον άγχος μας.

Ας μου επιτραπεί να προσθέσω το εξής. Όταν οι «κατεστημένες τάξεις» έρχονται αντιμέτωπες με τη συρροή των περιθωριακών (δηλαδή των απορριμμάτων του παγκόσμιου θριάμβου της νεοτερικότητας αλλά και μιας νέας παγκόσμιας αταξίας), έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ότι απειλούνται. Εκτός από το ότι αντιπροσωπεύουν τον «μεγάλο άγνωστο» που όλοι οι «ξένοι ανάμεσά μας» ενσαρκώνουν, οι συγκεκριμένοι περιθωριακοί (οι πρόσφυγες δηλαδή) φέρνουν μαζί τους μακρινούς απόηχους του πολέμου, τη δυσοσμία καμένων χωριών και κατεστραμμένων σπιτιών που δεν μπορούν παρά να υπενθυμίζουν στους μόνιμους κατοίκους πόσο εύκολα θα μπορούσε να τρωθεί ή να θρυμματιστεί το προστατευτικό περίβλημα της δικής τους, οικείας και ασφαλούς (οικείας, επειδή ακριβώς είναι ασφαλής) ρουτίνας και πόσο παραπλανητική είναι τελικά η ασφάλεια του δικού τους οικισμού. Ο πρόσφυγας (όπως επεσήμανε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ στο Die Landschaft des Exils), είναι ein Bote des Unglucks – «άγγελος κακών ειδήσεων». (σελ. 110-11)

Σίγκμουν Μπάουμαν, Σπαταλημένες Ζωές – Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας (εκδ. Κατάρτι, 2005)

για την αντιγραφή: Λευτέρης Βασιλόπουλος

 Posted by at 21:37  άρθρα  Comments Off on Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν για τους πρόσφυγες
Nov 282015
 

Ένα άρθρο της φίλης και συναδέλφου Julie Diamond γύρω από την εμπιστοσύνη, μεταφρασμένο στα ελληνικά. Αξίζει μια ανάγνωση!

trust

Πηγή: Julie Diamond blog

Πως να χτίσεις εμπιστοσύνη; Σπάσε την πρώτα.

της Julie Diamond, Ph.D.

Τον μήνα που μας πέρασε, έγινε στο Πόρτλαντ, Όρεγκον, το World Summit on Organizational Development. Ανάμεσα σε άλλα, απόλαυσα τη συμμετοχή μου σε μια παρουσίαση του Adam Kahane με θέμα «Ανάπτυξη Οργανισμών: τι απαιτείται για τη λύση των δυσκολότερων προβλημάτων του παρόντος».

Απόλαυσα την ομιλία του. Ήταν διορατική και πρακτική. Και αστεία. Μιλώντας για τη συνεργασία, ο Kahane ανάρτησε μια διαφάνεια που απαριθμούσε τις προϋποθέσεις για αποτελεσματική συνεργασία ανάμεσα σε διαφορετικούς, ακόμη και ανταγωνιστικούς ενδιαφερόμενους. Οι συνήθεις ύποπτοι ήταν παρόντες: κοινό όραμα, συμφωνία για τους στόχους, εμπιστοσύνη, κλπ. Και μετά τους κατέρριψε έναν-έναν. Η πραγματικότητα της συνεργασίας στον 21ο αιώνα είναι αυτή: να γνωρίζεις πώς να συγκρούεσαι, να μπορείς να εργάζεσαι χωρίς εμπιστοσύνη και να αποποιείσαι την πολυτέλεια των κοινών στόχων και οραμάτων.

Μετά ο Kahane είπε το ακόλουθο, μια φράση που έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές: η εμπιστοσύνη δεν είναι προϋπόθεση για τη συνεργασία, είναι το αποτέλεσμα. Το επαναλαμβάνω: η εμπιστοσύνη δεν είναι προϋπόθεση για τη συνεργασία, είναι το αποτέλεσμα.

Η υπόθεση ότι χρειάζεται να ξεκινήσουμε με εμπιστοσύνη δεν είναι μόνο αφελής, είναι και αδύνατη. Παρ’ όλα αυτά, το ακούω συνέχεια στη δουλειά μου με ομάδες και οργανισμούς. Όταν ρωτάω ποιο είναι το πρόβλημα, οι άνθρωποι συχνά λένε «δεν εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον» ή «χρειαζόμαστε περισσότερη εμπιστοσύνη σε αυτήν την ομάδα». Δεν καταλαβαίνω. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι αποτέλεσμα, όχι αιτία. Πως μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη πριν  τη συνεργασία;

Όταν οι άνθρωποι μιλούν για τη συνεργασία με αυτόν τον τρόπο, δεν μιλάνε για το χτίσιμο συνεργασίας, αλλά για την εγγύηση της: «πρώτα δημιούργησε τις συνθήκες για την απόλυτη επιτυχία δείχνοντας ότι δεν θα με απογοητεύσεις, κι έτσι αποδεικνύοντας ότι είσαι 100% έμπιστος και τότε μπορούμε να δουλέψουμε μαζί, να συνεργαστούμε.»

Η ζωή δεν λειτουργεί έτσι. Δεν μπορεί να εναποθέτουμε την ικανότητα μας για δράση και επιτυχία στις πράξεις του άλλου. Δεν μπορούμε να μετριάσουμε το ρίσκο. Δεν μπορούμε να εγγυηθούμε την επιτυχία ως αποτέλεσμα. Ούτε στην εργασία, ούτε στις σχέσεις. Εμπλεκόμαστε με ανθρώπους με τους οποίους δεν έχουμε δοκιμαστεί. Δεσμευόμαστε, παντρευόμαστε, υπογράφουμε δάνεια και κάνουμε παιδιά με ανθρώπους που δεν έχουν δοκιμαστεί. Γιατί; Γιατί χρειάζεται πολύς χρόνος για να γνωρίσεις πραγματικά έναν άλλον άνθρωπο.  Και τι γίνεται με εμάς; Κι εμείς δεν έχουμε αποδειχθεί. Ούτε εμείς γνωρίζουμε τον εαυτό μας ολοκληρωτικά. Δεν ξέρουμε ποιοι θα είμαστε σε πέντε χρόνια. Η ζωή μας αλλάζει. Η απώλεια, το πένθος, οικονομικές και προσωπικές δυσκολίες αλλάζουν το αξιακό μας σύστημα και την οπτική μας για τη ζωή. Ακόμη και στην κάθε στιγμή δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς για τα κίνητρα και τα συναισθήματα μας. Έχουμε όρια, συγκρούσεις, εντάσεις, για τα οποία δεν γνωρίζουμε αρκετά.

Κι αυτό μας φέρνει στο δεύτερο πρόβλημα με την εμπιστοσύνη. Αν δεν κάνουμε αυτό το αντιληπτικό άλμα που περιγράφω και αν δεν δούμε ότι η εμπιστοσύνη χρειάζεται να κατακτηθεί, τότε έρχεται η δεύτερη παρανόηση για το πώς κατακτάται.

Πως κερδίζουμε την εμπιστοσύνη; Φυσικά, αποδεικνύοντας ότι είμαστε αξιόπιστοι. Αλλά πως είναι δυνατόν αυτό; Κανείς δεν είναι ολοκληρωτικά αξιόπιστος. Το ένοχο μυστικό της βιομηχανίας δισεκατομμυρίων για το χτίσιμο ‘εμπιστοσύνης και συνεργατικότητας’ είναι ότι η απόλυτη αξιοπιστία δεν είναι εφικτή. Θα απογοητεύσουμε ανθρώπους. Θα αποδειχθούμε αναξιόπιστοι. Όσο υπάρχουν κομμάτια του εαυτού μας για τα οποία δεν έχουμε επίγνωση, όσο μεγαλώνουμε ως άνθρωποι, θα έχουμε τυφλά σημεία. Θα λέμε ένα πράγμα, θα αισθανόμαστε άλλο και θα θα πράττουμε κάτι άλλο, χωρίς να έχουμε επίγνωση για αυτό.

  • Συμφωνούμε σε κάτι, παραβλέποντας την εξάντληση μας γιατί δεν θέλουμε να απογοητεύσουμε τους άλλους, αλλά δεν έχουμε την ενέργεια να ολοκληρώσουμε αυτό που αναλάβαμε.
  • Συμφωνούμε να βοηθήσουμε γιατί παρακινούμαστε από την ανάγκη μας να είμαστε χρήσιμοι, αλλά φορτωνόμαστε περισσότερα από όσα αντέχουμε και τα παρατάμε.
  • Στην απελπισία μας για αναγνώριση συμμετέχουμε σε μια ομάδα με υψηλό προφίλ, αλλά αισθανόμαστε έξω από τα νερά μας και δεν μπορούμε να εκτελέσουμε αυτά που αναλαμβάνουμε.
  • Πληγωνόμαστε από την απόρριψη μιας ιδέας μας και ασυνείδητα κωλυσιεργούμε και γινόμαστε δύσκολοι στη συνεργασία.

Σε κάθε δεδομένη στιγμή, υπάρχουν εκατομμύρια λόγοι που η συμπεριφορά μας  υπονομεύει την αξιοπιστία μας. Πως χτίζουμε λοιπόν εμπιστοσύνη; Ποιον εμπιστεύομαι, αν κανείς δεν είναι πλήρως αξιόπιστος; Εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που κάνουν λάθη, που αποτυγχάνουν στους στόχους τους, που μπορούν να το παραδεχτούν, να ζητήσουν συγγνώμη και να είναι ειλικρινείς για τις ελλείψεις τους. Η εμπιστοσύνη δεν αναπτύσσεται με την αποφυγή λαθών, αλλά με τα λάθη και την επιδιόρθωση τους. Η εμπιστοσύνη δεν αναπτύσσεται με το να τηρείς τα λόγια σου, αλλά από το τι κάνεις όταν δεν τα τηρείς.

Σύμφωνα με την εμπειρία μου, η εμπιστοσύνη αναπτύσσεται με τα ακόλουθα:

1. Σταμάτα να μετράς την εμπιστοσύνη ως ‘όλα ή τίποτα’. Είμαι άξια εμπιστοσύνης για κάποια πράγματα, αλλά όχι για άλλα. Να γνωρίζεις για ποια πράγματα είσαι άξια εμπιστοσύνης και να το κάνεις γνωστό και στους άλλους. Συμφιλιώσου με το γεγονός ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς αναξιόπιστοι και μάθε να δουλεύεις με αυτό αντί να παριστάνεις ότι μπορεί να το αποτρέψεις.

2. Μάθε πώς να αναγνωρίζεις και να παραδέχεσαι τις ελλείψεις σου. Όσο περισσότερο γνωρίζουμε για τα όρια μας κι όσο περισσότερο μπορούμε να τα κουβεντιάζουμε με τους άλλους, τόσο πιο ενημερωμένοι και προετοιμασμένοι είναι όλοι. Η επιθυμία μας για τελειότητα μας κάνει να κρύβουμε τις ελλείψεις μας, κι αυτό μας κάνει αναξιόπιστους.

3. Μάθε την τέχνη της συγγνώμης. Οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ζητήσουν συγγνώμη προστατεύουν τον εαυτό του εις βάρος της συνεργασίας. Η συγγνώμη δεν είναι μόνο παραδοχή λάθους. Η συγγνώμη χρειάζεται να περιλαμβάνει κατανόηση, να εκφράζει την ενσυναίσθηση για τη δυσφορία ή δυσκολία που βιώνει ο άλλος άνθρωπος εξ αιτίας των πράξεων σου. Αν δεν γνωρίζεις και δεν αισθάνεσαι πραγματικά τις συνέπειες των πράξεων σου, δεν ζητάς πραγματική συγγνώμη.

Θα απογοητεύσουμε ο ένας τον άλλον. Αλλά ό,τι συμβαίνει μετά από αυτό είναι αυτό που χτίζει εμπιστοσύνη. Αυτό που βάζει τα θεμέλια για την εμπιστοσύνη είναι η ειλικρινής συζήτηση ανάμεσα στους ανθρώπους για τους περιορισμούς και τα θέματα τους.

Το βιβλίο της Julie Power: A User’s Guide (Ισχύς: Οδηγός Χρήσης), θα εκδοθεί τον Μάρτιο του 2016.

Nov 242015
 

misthoti-sklavia

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Από τη μισθωτή στην… αμισθί σκλαβιά

Συντάκτης: Ντίνα Δασκαλοπούλου

«Η απελπισία δεν διαθέτει φτερά, δεν κάθεται απαραιτήτως σε ένα ξεστρωμένο τραπέζι, σε μια βεράντα, στην ακροθαλασσιά […] Γνωρίζω σε γενικές γραμμές την απελπισία με μακριές λεπτές εκπλήξεις, την απελπισία της υπερηφάνειας, την απελπισία της οργής […] Σε γενικές γραμμές η απελπισία δεν έχει καμία σημασία. Είναι μια αγγαρεία από δέντρα που πάνε πάλι να σχηματίσουν ένα δάσος, είναι μια αγγαρεία από αστέρια που πάνε πάλι να δημιουργήσουν μια μέρα λιγότερη, είναι μια αγγαρεία από όλο και λιγότερες μέρες που πάνε πάλι να αποτελέσουν τη ζωή μου» – Αντρέ Μπρετόν, «Γαιόφως και άλλα ποιήματα»

Το χαρακτηρίζουν πανδημία. Είναι το μεγαλύτερο παράδοξο και το πιο δύσκολο να ερμηνευθεί. Η ανεργία, η δουλειά-λάστιχο, η μαύρη εργασία, όλα αυτά είναι απολύτως κατανοητά κι εξηγήσιμα σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και με πολιτικές λιτότητας και νεοφιλελευθερισμού. Τι είναι αυτό που κάνει 1.200.000 εργαζομένους, που δεν πληρώνονται από τα αφεντικά τους, να εξακολουθούν να παρέχουν την εργασία τους κάθε μέρα; Η απλήρωτη εργασία έχει μετατραπεί σε νέα κανονικότητα κι είναι ίσως η ουσιωδέστερη α-συνέχεια του κόσμου, όπως τον ξέραμε επί δεκαετίες: ο εργαζόμενος παρέχει εργατική δύναμη και σε αντάλλαγμα παίρνει μισθό. Τώρα πια όμως είμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα νέο φαινόμενο, παράδοξο μεν, αλλά μέρος της νέα κανονικότητας εκτάκτου ανάγκης: την άμισθη σκλαβιά.

«Μουγκή» δύναμη

Στην Ελλάδα των Μνημονίων μιλάμε πολύ για την ανάπτυξη, λιγότερο για την ανεργία και καθόλου για την απλήρωτη εργασία. Εχουμε γίνει η πολιτεία που περιγράφει ο Αζίζ Νεσίν: «Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε τον σύλλογο του “σώπα” και μαζευτήκαμε πολλοί, μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!».

Οχι μόνο πια δεν εξεγειρόμαστε για την ανεργία, αλλά και θεωρούμε κανονικό το να μην πληρωνόμαστε, όταν εργαζόμαστε. Το νούμερο είναι εξωπραγματικό: ένα εκατομμύριο (1.000.000) είναι οι απλήρωτοι εργαζόμενοι, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, στους 1.200.000 τούς ανεβάζει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Τα 2/3 όσων έχουν ακόμα δουλειά στον ιδιωτικό τομέα πληρώνονται με καθυστέρηση.

Τα αφεντικά έχουν προσχωρήσει μαζικά στο κίνημα «δεν πληρώνω»: περίπου δύο στις τρεις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν προχωρήσει σε στάση πληρωμών. Έτσι, ο ένας μήνας χωρίς αμοιβή δεν θεωρείται πια καν καθυστέρηση, ο μέσος χρόνος απληρωσιάς είναι οι πέντε μήνες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα αφεντικά μπορεί και να μην πληρώνουν ακόμα και επί δύο χρόνια.

Μια απλή αναζήτηση στο google με τον όρο «απλήρωτοι εργαζόμενοι» δίνει 396.000 αποτελέσματα σε 0,40 δευτερόλεπτα και μια ατελείωτη λίστα: από τον «Αγγελιοφόρο» μέχρι το ΙΓΜΕ, από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι μεγάλα ξενοδοχεία, από το Πάρκο Τρίτση μέχρι τους εργαζομένους σε πτηνοτροφεία, από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο μέχρι το μπακάλικο της γειτονιάς σου. Ακόμη και τα κόμματα, που δηλώνουν πως θέλουν να σώσουν τον τόπο από τη μάστιγα της ανεργίας, έχουν καθυστερήσει κατά περιόδους την πληρωμή των εργαζομένων τους –κι αυτό ισχύει και για τη Νέα Δημοκρατία και για το ΠΑΣΟΚ και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι και οι εργαζόμενοι του Ινστιτούτου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας, που λειτουργεί υπό την αιγίδα της ΓΣΕΕ, βρέθηκαν απλήρωτοι από 3 έως 6 μήνες!

«Πρόκειται για επιδημία τα τελευταία πέντε χρόνια», μας λέει η Μαργετίνα Στεφανάτου, μάχιμη δικηγόρος κι εξαιρετικά έμπειρη στα εργατικά. «Το ‘’φαινόμενο’’ εμφανίστηκε αρχικά με τη μορφή της πολύμηνης καθυστέρησης μισθοδοσίας. Σταδιακά -και δη τα τελευταία 2-3 χρόνια- υπάρχουν εργαζόμενοι που δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται καθόλου πάνω από 5-6 μήνες, μέχρι και 10-12 μήνες.

»Το ‘’φαινόμενο’’ δεν αφορά μόνο τον ιδιωτικό τομέα, αλλά εμφανίζεται συχνά και σε επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και σε αναπτυξιακές εταιρείες δήμων ή εταιρείες που δουλεύουν με προγράμματα ΕΣΠΑ κ.λπ. Το ‘’φαινόμενο’’ πολλές φορές αιτιολογείται και δικαιολογείται λόγω της υστέρησης και εν τέλει της στάσης πληρωμών εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου, γεγονός πραγματικό που έχει φέρει σε οικονομικό αδιέξοδο πολλές επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα».

Υπάρχουν κι άλλες κατηγορίες στη στρατιά των απλήρωτων, όπως μας εξηγεί η νομικός Μαρίλη Ζαλαώρα, που εργάζεται στη ΓΣΕΕ:

«Υπάρχουν εργαζόμενοι, θύματα μιας συχνά προσχηματικής κι ανειλικρινούς εργοδοτικής συμπεριφοράς που έχουν να πληρωθούν κανονικά ακόμα και περισσότερο από τρία χρόνια, ζώντας με τα “έναντι”. Παράλληλα με αυτούς συμπορεύεται μια ακόμα κατηγορία απλήρωτων εργαζομένων, εκείνη των “δοκιμαστικών” υπαλλήλων, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα από τον εργοδότη κι αντικαθίστανται αμέσως μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου, χωρίς να λάβουν την παραμικρή αμοιβή.

»Πρόκειται επομένως για κατ’ όνομα εργαζομένους, αλλά στην πραγματικότητα για κατ’ ουσία ανέργους. Καμιά στατιστική δεν ασχολείται μαζί τους ενώ εκείνοι, συνεχώς αυξανόμενοι, εξακολουθούν να ακροβατούν στωικά στο τεντωμένο σκοινί μιας ιδιότυπης ομηρίας».

Μια κατηγορία μόνοι τους

«Σύγχρονη δουλεία» χαρακτηρίζει την απλήρωτη εργασία η νομικός Σοφία Παπαοικονόμου στη μελέτη της «Η απλήρωτη εργασία στα χρόνια των Μνημονίων και της κρίσης»:

«Οι απλήρωτοι εργαζόμενοι αποτελούν “sui generis” κατηγορία: ενώ αναγκάζονται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με τους ίδιους ή και σκληρότερους όρους, δεν απολαμβάνουν το αυτονόητο αντίτιμο της εργασίας τους. Ενώ δεν είναι τυπικώς άνεργοι, βρίσκονται όμηροι σε επιχειρήσεις και διαβιούν χειρότερα από τους ανέργους, αφού δεν δικαιούνται ούτε κι αυτό το γλίσχρο επίδομα ανεργίας.

»Είναι οι σύγχρονοι δούλοι, που υπομένουν στωικά ως αναγκαία κατάσταση τα έναντι-ψίχουλα, που “βάζουν πλάτη” για τη “διάσωση” της επιχείρησης, για να μη χαθούν ολότελα οι θέσεις εργασίας. Κι έτσι “επιχορηγούν” τις επιχειρήσεις, στις οποίες εργάζονται, με τους “βερεσέ” μισθούς τους.

»Με τη συνέργεια του κράτους, μέσω των συνεχών μειώσεων του μισθολογικού και συνταξιοδοτικού κόστους, των κοινωνικών παροχών και της συστηματικής καθιέρωσης της απλήρωτης εργασίας, πραγματοποιείται μια γιγαντιαία μεταφορά εισοδήματος από τους εργαζομένους και τα ασφαλιστικά ταμεία προς τις επιχειρήσεις, σε όφελος του μεγάλου κεφαλαίου».

Εργασιακές γαλέρες στα ΜΜΕ

Ο κλάδος των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα, προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τι έχει συμβεί στον κόσμο της εργασίας τα τελευταία χρόνια. Σε… κρίση πολύ πριν από την κρίση, οι εργαζόμενοι του Τύπου ήταν τα πρώτα θύματα της «ευελιξίας» που έφερε ο Κώστας Σημίτης, όταν έχτιζε τον μύθο της ισχυρής Ελλάδας και κατεδάφιζε, ακολουθώντας τα βήματα Σρέντερ, τα εργασιακά δικαιώματα.

Αργότερα, όταν η χώρα μπήκε (και επισήμως) σε κρίση, οι βαρονίες του Τύπου άρχισαν να κλυδωνίζονται: η αρχή έγινε με το λουκέτο που έβαλε εν μιά νυκτί η Γιάννα Αγγελοπούλου στον «Ελεύθερο Τύπο». Στη συνέχεια βυθίστηκε αύτανδρο το «Αλτερ» κι ακολούθησε το ναυάγιο της «Ελευθεροτυπίας». Ακολούθησαν μαζικές απολύσεις, ατομικές συμβάσεις και ο χώρος του Τύπου γέμισε γαλέρες.

Ο μισθός στον μαγικό κόσμο των ΜΜΕ κατάντησε μαγική εικόνα ή -αλλιώς- «μια πονεμένη ιστορία», όπως μας λέει συνάδελφος που εργάζεται στον «Ελεύθερο Τύπο», απλήρωτος εδώ κι 9 μήνες: «Από το 2012 μέχρι σήμερα οι εκδότες έχουν κάνει τρεις… εθελούσιες και δύο μειώσεις μισθών. Ήδη ετοιμάζονται για την τρίτη. Κάθε φορά μάς έλεγαν τα ίδια πράγματα: “Δεν θα υπάρξουν άλλες μειώσεις. Έτσι κατοχυρώνετε τις θέσεις εργασίας και δεν θα κάνουμε απολύσεις. Θα πληρώνεστε κανονικά”. Το 2013 είχαμε μπει ήδη δυόμισι μήνες μέσα. Το 2014 νέα μείωση μισθών με τα ίδια επιχειρήματα. Τη μια φταίει η πολιτική κατάσταση, την άλλη η διαπραγμάτευση, την τρίτη τα capital controls. Φτάσαμε να πληρωνόμαστε, όποτε οι εργοδότες θυμούνται.

»Κι όταν γίνεται αυτό το… θαύμα, ο μισθός δεν ξεπερνάει τα 400 ευρώ. Υπάρχουν συνάδελφοι που δεν έχουν στο πορτοφόλι τους ούτε ένα ευρώ για βενζίνη. Οι περισσότεροι δεν πληρώνουν τους λογαριασμούς τους στις τράπεζες, στις ΔΕΚΟ, σε όσους τέλος πάντων χρωστάνε. Τώρα οι εκδότες ετοιμάζουν… καινούργιες μειώσεις μισθών, φαντάζομαι με τα ίδια επιχειρήματα. Πέρασαν πάνω από δύο χρόνια από τότε που πήραμε για τελευταία φορά ολόκληρο μισθό. Μάλλον θα περιμένουμε πολύ. Εκτός αν τα 400 ευρώ τα λες ολόκληρο μισθό»…

Από το 2012!

Η Μαργαρίτα Συγγενιώτου είναι μέτζο σοπράνο και συνεργάζεται με το Μέγαρο, που έχει να πληρώσει τους εργαζομένους από το 2012. Η Μαργαρίτα είναι γραμματέας της Ενωσης Λυρικών Πρωταγωνιστών και μέλος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος –εξ ου και τολμά να μιλήσει επωνύμως:

«Στην αρχή της κρίσης (η οποία φαίνεται τελικά να παίρνει διαστάσεις Νέας Τάξης Πραγμάτων) νόμιζα ότι εμείς οι ελεύθεροι επαγγελματίες του πολιτισμού θα τη βιώναμε πιο εύκολα από τους άλλους: η οικονομική αστάθεια είναι μέρος της δουλειάς.

»Μετά γνωρίστηκα με τον νεοφιλελευθερισμό. Χωρίς ΣΣΕ, τι να διεκδικήσεις; Η αγορά καθορίζει την τιμή. Με τόση ανεργία, λοιπόν, οι τιμές έπεσαν στο επίπεδο ενός καλού φιλοδωρήματος. Και δεν είναι μόνο η ανεργία, ο καλλιτέχνης θέλει να πατήσει στη σκηνή, ποια αγορά δεν θα εκμεταλλευόταν αυτή την ανάγκη; Έβλεπες παντού αγγελίες για εθελοντές. Και πάντα έβρισκαν.

»Ταυτόχρονα μας επέβαλλαν έναν άλλον, ακούσιο εθελοντισμό: το Μέγαρο μας χρωστάει από το 2012. Η Λυρική χρωστάει έως κι έναν χρόνο στους εξωτερικούς της συνεργάτες (εξαιρούνται οι ξένοι κι ελάχιστοι Έλληνες…), για τους δήμους να μη μιλήσω καλύτερα.

»Όταν είμαι στις καλές μου, το παίρνω χαλαρά: η μποέμικη ζωή του καλλιτέχνη δικαιώνεται μέσα από την αφραγκία. Μετά, όμως, γυρίζω σπίτι και βλέπω έναν λογαριασμό, η μικρή θέλει λεφτά για την εκδρομή του σχολείου και η μποέμικη ελευθερία εξαερώνεται μέσα στον καταναγκασμό της αναγκαιότητας. Αδιέξοδο».

  • Το φαινόμενο της απλήρωτης εργασίας πλήττει κυρίως τον κλάδο του τουρισμού και επισιτισμού, της καθαριότητας, των εταιρειών φύλαξης, τον χώρο των ΜΜΕ (εφημερίδες-ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί), τις ιδιωτικές κλινικές, τη ναυτιλία, τις κατασκευές, το λιανεμπόριο.

Πρόκειται για τους ίδιους κλάδους που εμφανίζουν θλιβερή πρωτιά στην παραβατικότητα της εργατικής νομοθεσίας, ενώ ταυτόχρονα υπέστησαν τις μεγαλύτερες μειώσεις στις κατώτατες συμβατικές πραγματικές αποδοχές τους.

2/3 επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν προχωρήσει σε στάση πληρωμών.

550.000 εταιρείες (μικρομεσαίες και μεγάλες) πληρώνουν με έναντι, καταγράφοντας καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων τους από έναν έως και… 24 μήνες!

200% αυξήθηκε το ποσοστό των επιχειρήσεων που πληρώνουν με έναντι από το 2012 μέχρι σήμερα!

2014 χρονιά-ορόσημο, καθώς διπλασιάστηκαν τόσο ο αριθμός των εργαζομένων όσο και οι μήνες στην καθυστέρηση πληρωμής.

1.000.000 εργαζόμενοι δεν πληρώνονται επίδομα άδειας, χιλιάδες εργαζόμενοι πληρώνονται το δώρο Χριστουγέννων ή Πάσχα σε είδος (κουπόνια για τρόφιμα ή καύσιμα).

1.000.000 είναι οι «αόρατοι»: εργάζονται ανασφάλιστοι ή εργάζονται ως μισθωτοί, αλλά αμείβονται με μπλοκάκι ελεύθερου επαγγελματία ή εργάζονται με πλήρες ωράριο, δηλώνονται όμως ως μερικώς απασχολούμενοι.

 Στοιχεία από τη μελέτη«Η απλήρωτη εργασία στα χρόνια των Μνημονίων και της Κρίσης» της νομικού και επιστημονικής συνεργάτιδας της κ. Κούνεβα, Σοφίας Παπαοικονόμου

Ψυχολογικές επιπτώσεις

Απλήρωτη εργασία ή ένας «μικρός θάνατος»;

Τι είναι αυτό που οδηγεί τους εργαζομένους να αποδέχονται μια τέτοια ταπεινωτική κι αβίωτη συνθήκη; «Οι μακροχρόνια απλήρωτοι εργαζόμενοι είναι πολύ επιφυλακτικοί, ακόμη και να ασκήσουν τα ελάχιστα δικαιώματα που τους δίνει η εργατική νομοθεσία», μας λέει η Μαργετίνα Στεφανάτου.

«Προτιμούν να διατηρούν μια “δουλειά”, όπου δεν εισπράττουν τίποτα, παρά να πέσουν στη χοάνη της μακροχρόνιας ανεργίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιχειρήσεις τελικά πτωχεύουν, οπότε και άνεργοι και απλήρωτοι παραμένουν».

Υπάρχουν κι άλλοι, βαθύτεροι λόγοι που εξηγούν την απλήρωτη εργασία, όπως μας εξηγεί η δρ Κοινωνικής Ψυχολογίας, Αλεξάνδρα Βασιλείου:

«Η εργασία υπηρετεί διαφορετικές ανθρώπινες ανάγκες ταυτόχρονα. Πρώτη μπορεί να μοιάζει η ανάγκη για επιβίωση, αλλά εξίσου σημαντική και η ανάγκη του ανθρώπου να νιώθει χρήσιμος και συνδεδεμένος με την κοινωνία. Αν χάσει τη δουλειά του, χάνει κι αυτή την αίσθηση αξίας και σύνδεσης. Χιλιάδες άνθρωποι παραμένουν στον χώρο εργασίας τους απλήρωτοι, ακόμη κι όταν ξέρουν ότι οι πιθανότητες να πληρωθούν τα δεδουλευμένα τους είναι απειροελάχιστες έως μηδενικές.

»Αυτό συνδέεται άμεσα με την ανεργία, άρα και με την απώλεια ελπίδας ότι θα βρουν κάτι καλύτερο. Καλύτερα εν ενεργεία και απλήρωτος, παρά αφημένος στην απελπισία της ανεργίας. Καλύτερα “έξω στον κόσμο” κι ενεργός, παρά στο σπίτι μόνος κι απελπισμένος. Από τη μια, ο φόβος για την απελπισία της ανεργίας, από την άλλη η ματαίωση γύρω από κοινωνικούς αγώνες, ότι μπορεί να είναι έστω και ελάχιστα αποτελεσματικοί. Αυτά δημιουργούν ψυχολογική παράλυση.

»Μένοντας απλήρωτος, ο εργαζόμενος αποδέχεται εργασιακές συνθήκες που δεν φανταζόμασταν πριν από λίγα χρόνια, αλλά κι ελπίζει για κάτι που δεν υπάρχει πια. Αν εγκαταλείψει την απλήρωτη εργασία, έχει να αντιμετωπίσει έναν μικρό θάνατο. Έχει να αποδεχτεί την ήττα στον αγώνα για εργασιακή αξιοπρέπεια και να αναθεωρήσει την πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζει.

»Χρειάζεται να αναρωτηθεί: Τι μου δίνει αξία, πώς εξασφαλίζω την επιβίωσή μου, πώς συνδέομαι με τον κόσμο γύρω μου. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δίνονται προσωπικά και συλλογικά, όταν αναθεωρήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ζούμε και τον τρόπο με τον οποίο η ζωή, εμείς και οι άλλοι αποκτούμε αξία».

Οι δύο (αδιέξοδοι) δρόμοι για τη διεκδίκηση του αυτονόητου

Άοπλοι οι εργαζόμενοι στον εργοδοτικό παράδεισο

Τι γίνεται, όταν οι εργαζόμενοι αποφασίσουν να διεκδικήσουν το αυτονόητο; Οι δρόμοι που έχουν, για να αντιδράσουν, είναι δύο: ο συνδικαλιστικός και ο νομικός. Άλλοτε επιλέγουν μόνο τον έναν, άλλοτε και τους δύο μαζί ταυτόχρονα. Δυστυχώς, με δεδομένο τον εργοδοτικό παράδεισο που δημιούργησαν τα μνημόνια, σε ελάχιστες περιπτώσεις οι μάχες είναι νικηφόρες.

Το πρώτο βήμα που κάνει ένας απλήρωτος εργαζόμενος είναι ή να καταφύγει στο σωματείο του ή να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Το πώς θα αντιδράσει το σωματείο του εξαρτάται από το πόσο μαχητικό κι αποτελεσματικό είναι (τα παραδείγματα ποικίλλουν όσο και τα σωματεία, αν και ο μαχόμενος κι αποτελεσματικός συνδικαλισμός είναι μάλλον είδος σπάνιο και εν ανεπαρκεία).

Οι καταγγελίες στην Επιθεώρηση Εργασίας για καθυστέρηση ή μη καταβολή δεδουλευμένων από το 2008 έως το τέλος του 2013 αυξήθηκαν κατά 56%. Σήμερα έξι στις δέκα καταγγελίες είναι από απλήρωτους. Το 2014 ερευνήθηκαν από το ΣΕΠΕ συνολικά 13.840 υποθέσεις μπαταχτσήδων εργοδοτών: 6.700 επιλύθηκαν, χωρίς να καταλήξουν στα δικαστήρια, κι οι εργοδότες πλήρωσαν συνολικά 15 εκατ. ευρώ.

Τα νούμερα αποδίδουν την πραγματική εικόνα; Μάλλον όχι, όπως μας εξηγεί η Μαρίλη Ζαλαώρα:

«Οι Επιθεωρήσεις Εργασίας αδυνατούν να βοηθήσουν ουσιαστικά τον εργαζόμενο, όπου τις περισσότερες φορές το μόνο κέρδος που αποκομίζει από την καταγγελία του είναι μια ανώφελη και αδιέξοδη στοχοποίηση. Έτσι, οι περισσότεροι απλήρωτοι αρνούνται πεισματικά να απευθυνθούν στις Επιθεωρήσεις Εργασίας ή τη Δικαιοσύνη, αντίθετα αποδέχονται με ακατανόητη (;) μοιρολατρία να ζουν με την ελπίδα ότι κάποτε η κατάσταση θα διορθωθεί.

»Η καθημερινή επαφή μας στο Κέντρο Πληροφόρησης της ΓΣΕΕ με τους απλήρωτους εργαζομένους δεν μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Προσπαθώντας να βοηθήσουμε κυρίως στην ψυχολογική υποστήριξή τους κι αμήχανοι απέναντι στο μέγεθος του προβλήματος, αναρωτιόμαστε πόσο ουτοπικό είναι πλέον να επιμένουμε στο στερεοτυπικά χιλιοειπωμένο ευχολόγιο ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί θα πρέπει επιτέλους να κάνουν σωστά τη δουλειά τους».

Η ολομέτωπη επίθεση που δέχεται ο κόσμος της εργασίας αντανακλάται και στις δικαστικές διεκδικήσεις των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, όπως μας εξηγεί η νομικός Ευαγγελία Κουβέλη:

«Σήμερα κύρια διεκδίκηση αποτελεί το άλλοτε αυτονόητο: η καταβολή του μισθού για την προσφερόμενη εργασία. Το πλέγμα διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας προστατεύει θεωρητικά τους αναρίθμητους πλέον απλήρωτους εργαζομένους, οι οποίοι -εγκλωβισμένοι- εξακολουθούν να εργάζονται με την προσδοκία πληρωμής και την ελπίδα της μη απώλειας των κεκτημένων.

»Στην πράξη η θετική δικαστική έκβαση της “προσωπικής υπόθεσης” του εργαζομένου δεν συνιστά λύση του προβλήματος, καθώς αυτή συνοδεύεται από πολυδάπανη και μακρόχρονη μάχη για την είσπραξη των μισθών, αναζήτηση τρόπου εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης σε βάρος του πρώην εργοδότη και, συνήθως, αδυναμία είσπραξης.

»Πώς άλλωστε να καταφέρει να εισπράξει από έναν πρώην εργοδότη, ο οποίος είτε δεν δύναται να καταβάλει είτε οχυρώνεται πίσω από το “δικό του προστατευτικό νομικό πλέγμα”; Οταν οι εργοδότες είχαν κέρδη, ξεχνούσαν τους εργαζομένους. Σήμερα τους ζητούν να μοιραστούν τη ζημιά».

«Αυτονόητη συνέπεια»

Ο Αποστόλης Καψάλης είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Στην πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς ανέλαβε ειδικός γραμματέας στο τιμόνι του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και παραιτήθηκε αμέσως μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου.

Η εμπειρία του κάνει τη μαρτυρία του εξαιρετικά σημαντική:

«Το φαινόμενο της απλήρωτης εργασίας αποτελεί μια από τις πλέον σημαντικές εκφάνσεις της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα μια αυτονόητη συνέπεια της καταστροφικής επίδρασης της ύφεσης και των μνημονιακών πολιτικών στην ελληνική οικονομία.

»Η διαπίστωση και ο κολασμός τέτοιων παραβατικών συμπεριφορών σε ελάχιστες περιπτώσεις μπορούν, εν τέλει, να αποβούν προς όφελος του αδύναμου πόλου της εργασιακής σχέσης. Οι διαστάσεις και η διακλαδικότητα του φαινομένου απαιτούν τη συμπερίληψη της αντιμετώπισής του στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στην προστασία/εξακολούθηση της απασχόλησης μέσα από σχήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, εργατικής-συνεργατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και πολιτικής αμφισβήτησης, τόσο του διευθυντικού δικαιώματος όσο και της απόλυτης προστασίας της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής».

Nov 142015
 

metanastes_52

(φωτογραφία  EUROKINISSI/Στέλιος Μισίνας)

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Ο ξένος μέσα μας

του Τάσου Τασκίρογλου

«Ο ξένος είναι μέσα μας. Και όταν τον αποφεύγουμε ή τον καταπολεμούμε, παλεύουμε ενάντια στο ασυνείδητό μας – αυτό το “αλλότριο” της ανέφικτης “προσωπικής μας επικράτειας”». Αυτό αναφέρει για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες η Τζούλια Κρίστεβα, παραθέτοντας ουσιαστικά τον Φρόιντ, ο οποίος, όπως λέει η μεγάλη Γαλλίδα ψυχαναλύτρια, δεν μιλάει για ξένους: «μας μαθαίνει να ανακαλύψουμε το ξένο μέσα μας. Είναι ίσως ο μόνος τρόπος για μην το καταδιώκουμε έξω».

Με αυτή την έννοια είμαστε όλοι ξένοι. Επιτομή της ανθρώπινης κατάστασης, περιστασιακά άρνηση ή επιβεβαίωσή της. Αντιφατικά όντα που αναζητούν διαρκώς ταυτότητα, που ψάχνουν εναγωνίως το «εμείς», που μαθαίνουν να το βρίσκουν στην ομοιότητα και να απορρίπτουν τη διαφορά.

Ομως είναι ακριβώς αυτή η διαφορά στο πρόσωπο του ξένου που αποδεικνύει τον πλούτο της ανθρώπινης ποικιλομορφίας και φανερώνει κατά την Κρίστεβα την «ανυπαρξία της κοινοτοπίας στον άνθρωπο». Κάθε ένας και ένα δακτυλικό αποτύπωμα, κάθε ένας και μια προσωπική ιστορία, μια νέα εκδοχή της ανθρώπινης περιπέτειας, ένα πρωτότυπο σενάριο.

Οι ξένοι προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία σ΄ εμάς τους (συγκυριακά) προνομιούχους, στους βολεμένους: να δούμε μια εκδοχή της δικής μας κατάστασης, να εκπαιδευτούμε να βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια των άλλων, να μάθουμε να μπαίνουμε στη θέση τους.

Προπαντός το τελευταίο. Ο ατομικισμός, ο εγωκεντρισμός και η περιχαράκωση που έχουν καλλιεργήσει οι συνθήκες του όψιμου καπιταλισμού δημιουργούν όχι μόνο την «Ευρώπη-φρούριο», αλλά και τον άνθρωπο-στρείδι. Κλειστό στο καβούκι του, φυλακισμένο στον περιοριστικό ορίζοντα των προσωπικών του εμπειριών και των ατομικών του συμφερόντων.

Τα μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα, μέχρι ενός ορισμένου βαθμού ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός, αλλά και η παράδοση του ουμανισμού στον Διαφωτισμό λειτούργησαν στο παρελθόν ως εκπαίδευση στην αποδοχή και ως ανάχωμα στην απόρριψη. Ο ίδιος ο Ιησούς εμφανίζεται ως «ξένος επί γης», ο οποίος ζητά την αποδοχή και την προσέγγιση. Αυτό δεν συνάδει με τον σημερινό φανατισμό των θρησκειών, με τους διαχωρισμούς, τις εντάσεις και τους αποκλεισμούς. Η διδασκαλία σήμερα δεν γίνεται στο όνομα της αλήθειας που, υποτίθεται, ότι εμπεριέχει ένα δόγμα, αλλά για να επιβεβαιώσει την ταυτότητα και να αποκλείσει την ετερότητα. Σ΄ αυτό το φως πρέπει να δούμε και τη θέση της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, θέμα που επανήλθε για ακόμα μία φορά στην επικαιρότητα, βγάζοντας από τη μακαριότητα την κεφαλή της Εκκλησίας.

Η τραυματική εμπειρία του ναζισμού αποτελεί την επιτομή της προσπάθειας να επιβληθεί η ταυτότητα στην ετερότητα. Σ΄ αντίθεση με τη ρήση του Τερέντιου «Είμαι άνθρωπος, τίποτα από τ΄ ανθρώπινα δεν μου είναι ξένο», ο εθνικοσοσιαλισμός ενστερνίστηκε το δόγμα «Είμαι Γερμανός και κάθε τι άλλο μου είναι ξένο». Εξ ου και η τάση καθυπόταξης, εξόντωσης και εξαφάνισης κάθε ετερότητας: των αλλοεθνών, των ανάπηρων, των ομοφυλόφιλων, των Εβραίων, των κομμουνιστών κ.λπ..

Ο Φρόιντ μιλά για την προσπάθεια να προβάλουμε έξω από τον εαυτό μας αυτό που θεωρούμε μέσα μας επικίνδυνο και δυσάρεστο και να κατασκευάσουμε έναν ανησυχητικό «δαιμονικό σωσία». Ετσι, ο «άλλος» καταλήγει να είναι το (δικό μου) ασυνείδητο: ένας ξένος μέσα μου.

May 172015
 

Pablo Picasso – Child playing with a toy truck

Pablo Picasso – Child playing with a toy truck

Πηγή: Ενθέματα

Τρεις ζωές χάθηκαν…

του Γιώργου Νικολαΐδη

Δεν νομίζω πως υπήρξε άνθρωπος σ’ αυτή τη χώρα που να μη συγκλονίστηκε από τον φρικτό θάνατο της μικρής Άννυς. Η υπόθεση έχει τρεις διακριτές διαστάσεις. Η πρώτη είναι η ανθρώπινη και αφορά τις ψυχολογικές διαδρομές των πρωταγωνιστών του δράματος: Είχαν ενεργή ψυχοπαθολογία και τι είδους; Πώς οδηγήθηκαν στις μοιραίες αποφάσεις; Έπαιξε ρόλο η εξάρτηση από ουσίες ή η επήρειά τους τις κρίσιμες ώρες; Ποια η ατομική τους διαδρομή, ποια η προοδευτική ψυχοκοινωνική τους έκπτωση που οδήγησε σε αυτή την κατάληξη; Ερωτήματα τα οποία μπορούν να απαντηθούν μόνον ύστερα από καιρό και -ίσως μόνο εν μέρει- από τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και της δικαιοσύνης, που θα εμπλακούν. Τα υπόλοιπα, που λέγονται με ευκολία από γνωστούς τηλεψυχίατρους, τηλεψυχολόγους, πανελίστες εγκληματολόγους και νομικούς είναι εντελώς εκ του περισσού: ούτε διάγνωση ούτε πραγματογνωμοσύνη ούτε δικαστική απόφαση εκδίδεται με μια ματιά ή εξ αποστάσεως. Η κωμικοτραγική ιστορία της αυτόκλητης ψυχίατρου-μαϊμού τα λέει όλα επ’ αυτού.

Κι αυτό μας πάει στη δεύτερη διάσταση, την επικοινωνιακή, που αφορά τη διαχείριση του συμβάντος. Αυτή η διάσταση είναι πιο σημαντική όσο περισσότερο μια κοινωνία προχωράει στον δρόμο της «κοινωνίας του θεάματος». Οι δημοσιογράφοι ζητούν «να χυθεί άπλετο φώς», οι επαγγελματίες της κλειδαρότρυπας κοινοποιούν φρικιαστικές λεπτομέρειες του ειδεχθούς φονικού, οι νοσταλγοί της θανατικής ποινής βρίσκουν ξανά ευκαιρία να προπαγανδίσουν λυσσαλέα τη δολοφονία ανθρώπων από το κράτος, οι ανθρωπιστές αναμασούν κοινοτοπίες περί της κοινωνίας που διαφθείρει τους αρχικά καλούς καγαθούς ανθρώπους, οι φιλάνθρωποι σπεύδουν να δηλώσουν παρόντες στο εγχείρημα της προστασίας των παιδιών. Όλοι αυτοί δεν αποτελούν πλέον ένα χωριστό φαινόμενο από το αρχικό (το στυγερό έγκλημα), αλλά μάλλον την ουσία του για τον δημόσιο διάλογο. Με αφορμή μια ανθρώπινη τραγωδία, προωθεί ο καθένας την προαποφασισμένη ατζέντα του, αδιαφορώντας αν αυτό περνάει μέσα από την επίταση ενός γενικευμένου πανικού στην κοινωνία, είτε ηθικού («πού οδηγούμαστε;») είτε πραγματικού («πώς θα προστατέψουμε τα παιδιά μας;»).

Με μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση όλα τα παραπάνω φαίνονται εντελώς άστοχα. Είναι άλλωστε πλέον δεδομένο (βλ. και τις περιπτώσεις του μικρού Άλεξ και του Β. Γιακουμάκη) πως η υπερβολική δημοσιότητα και η εμπλοκή άσχετων δεν βοηθούν καθόλου στη διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων, ούτε από ψυχοκοινωνική πλευρά ούτε από ανακριτική, αλλά μάλλον τη δυσχεραίνουν. Ο δημόσιος λόγος είναι επίσης ενδεικτικός. Οι χαρακτηρισμοί «τέρας» δώσανε και πήρανε, εξυπηρετώντας βασικά τον καθησυχασμό των νοικοκυραίων πως «αυτοί» σε καμία περίπτωση δεν θα έφταναν ως εκεί. Οι ιστορίες των μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα, οι γενοκτονίες και πλείστα άλλα, ωστόσο, έχουν αποδείξει πως ο καθένας μας έχει μέσα του σε κάποιο βαθμό τη δυνατότητα να μεταστραφεί σε σαδιστική, καταστρεπτική μηχανή. Γι αυτό οι κοινωνίες οφείλουν να διαθέτουν νόμους, θεσμούς και ιδεολογίες συνύπαρξης, διαλόγου, ανοχής και σεβασμού της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας.

Γι’ αυτό, άλλωστε, η θανατική καταδίκη καταργήθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες. Γιατί η δημοκρατία δεν παίρνει κάτι που δεν μπορεί να δώσει πίσω. Στις ΗΠΑ, σε αρκετές αναδρομικές έρευνες, βρέθηκε πως εκτελεσμένοι θανατοποινίτες είχαν πέσει θύματα δικαστικής πλάνης, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά… Μερικοί μάλιστα, ιδιαίτερα έγχρωμοι, είχαν κατηγορηθεί για ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα ενάντια σε μικρά παιδιά. Η επιλεκτική στοχοποίηση ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες και η συνειρμική επικύρωση ρατσιστικών στερεοτύπων («μόνο αυτοί οι μαύροι/μετανάστες/χρήστες/γύφτοι κ.ο.κ. τα κάνουν αυτά στα παιδιά τους») δεν απουσίασε και στην περίσταση που συζητάμε. Ο δράστης αναφερόταν ως «27χρονος Βούλγαρος» ή «27χρονος χρήστης». Βέβαια, ξεχάστηκε ότι θανάτους και κακοποιήσεις παιδιών από τους γονείς έχουμε δυστυχώς κάθε χρόνο στη χώρα μας, με δράστες όλων των φυλών και των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων.

Μιλώντας για τις ευθύνες μιας συντεταγμένης δημοκρατικής πολιτείας φτάνουμε στην τρίτη διάσταση, την κοινωνική. Τι θα μπορούσε να είχε κάνει μια αλληλέγγυα πολιτεία ώστε να μην είχε συμβεί ένα τέτοιο δράμα; Πώς μπορεί να προστατευτεί από παρόμοιες ενδοοικογενειακές τραγωδίες; Ετούτη η πολύ σημαντική διάσταση λίγο απασχόλησε τον δημόσιο λόγο. Παρόλο που στη χώρα μας ούτε συγκροτημένο σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών υπάρχει ούτε εξειδικευμένες υπηρεσίες παιδικής προστασίας για όλο τον πληθυσμό.

Σε πρόσφατη έρευνά μας, στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, σε μεγάλο αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών 11, 13 και 16 χρόνων, ενώ τα παιδιά σε ανώνυμο ερωτηματολόγιο ανέφεραν πως είχαν μία τουλάχιστον εμπειρία έκθεσης σε σωματική βία σε ποσοστό 47% (πάνω από 5% αφορούσε πολλαπλές εμπειρίες σωματικής κακοποίησης) το σύνολο των αρμόδιων φορέων, κυβερνητικών και μη, είχαν γνώση αναφορών για μόνο 0,18% των παιδιών της ίδιας ηλικίας. Σχετικά με τις σοβαρές περιπτώσεις σεξουαλικής βίας, τα μεν παιδιά ανέφεραν τέτοιο ιστορικό σε ποσοστό 4,5%, ενώ οι φορείς γνώριζαν μόνο το 0,07%.

Φυσικά, το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας κατά των παιδιών και της γονεϊκής επάρκειας δεν επιλύεται με την απομάκρυνση του παιδιού από τους γονείς τους, με την πρώτη υπόνοια, αφού μιλάμε για πάνω από 4.000 περιστατικά κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών στην Ελλάδα ετησίως, ενώ η τοποθέτηση των παιδιών σε ιδρυματικά πλαίσια φιλοξενίας εγκυμονεί συχνά την περαιτέρω θυματοποίησή τους.

Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν λειτουργούν συγκροτημένα προγράμματα πρώιμου εντοπισμού των οικογενειών με παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα βίας ή παραμέλησης. Κατά τραγική σύμπτωση, την περίοδο αυτή επιχειρούμε ως Ινστιτούτο, σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας, την πιλοτική εφαρμογή ενός προγράμματος πρώιμης ανίχνευσης προβληματικών σχέσεων φροντίδας βρεφών και νηπίων στο 10% των Μονάδων Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης της χώρας, με τη φιλόδοξη ελπίδα κάτι τέτοιο να γενικευτεί.

Σε άλλες πάντως χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού, εδώ και δεκαετίες, αναγνωρίζουν την αξία που έχει η ζωή και η ευεξία ενός παιδιού, επομένως οι οικογένειες ήδη από τη γέννηση δέχονται την επίσκεψη, συνδρομή αλλά και εποπτεία των κοινωνικών υπηρεσιών. Ιδιαίτερα σε οικογένειες που ζουν σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού ή περιθωρίου ή με επιρρέπεια σε εγκληματικότητα, σε οικογένειες με προβλήματα χρήσης ουσιών, αλκοόλ ή ενεργού ψυχοπαθολογίας, οι επισκέψεις συνεχίζονται στο σπίτι μετά την έξοδο από το μαιευτήριο, για όσο χρειαστεί προκειμένου να διασφαλιστεί πως είναι δυνατή η ανατροφή του νεογέννητου παιδιού ή αλλιώς να ληφθούν μέτρα προστασίας του. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι με την πλαισίωση αυτή, την υποστήριξη αλλά και την εποπτεία μιας συντεταγμένης πολιτείας, και τα παιδιά προστατεύονται και αρκετοί γονείς κινητοποιούνται, οριοθετούνται και, αντί της αυτοκαταστροφικής τους διαδρομής, μπορούν να οικοδομήσουν καινούργια ζωή. Γιατί η πλειοψηφία των γονέων αυτών –ίσως και οι γονείς της άτυχης Άννυς– δεν έχουν εξαρχής την πρόθεση να οδηγηθούν σε μια τραγική έκβαση, αλλά χάνονται βήμα-βήμα σε μια διαδρομή όπου ουδείς βρίσκεται να τους κρατήσει.

Φυσικά, ατομικές διαφοροποιήσεις πάντα υπάρχουν. Kάποιοι ανταποκρίνονται περισσότερο, κάποιοι ίσως καθόλου. Ωστόσο, από τη σκοπιά μιας συντεταγμένης κοινωνίας της αλληλεγγύης το ερώτημα είναι αν είναι διαθέσιμη κάθε δυνατότητα φροντίδας (ή και επιτήρησης) που θα έκανε, έστω και κάποιους, να αλλάξουν ρότα και να σωθούν ζωές βιολογικά και ψυχικά. Γιατί, κακά τα ψέματα, στο συγκεκριμένο συμβάν χάθηκαν τρεις ζωές. Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε νομική έκβαση ή καταλογισμό ευθυνών, ποιος φαντάζεται πως οι γονείς αυτοί μπορούν να ζήσουν μια ζωή πια;

Ετούτο καθόλου δεν σημαίνει οποιαδήποτε επιείκεια ή συμψηφισμό των ευθυνών ούτε συνιστά ελαφρυντικό: η εξίσωση των κοινωνικών ευθυνών με την ατομική ατιμωρησία αποτελεί αυθαίρετο λογικό άλμα. Ωστόσο, το κοινωνικό σύνολο απέτυχε να αποτρέψει κάποια μέλη του να ακολουθήσουν διαδρομές καταστροφής, και δικής τους και άλλων, κάποιους ίσως απέτυχε να τους προστατέψει από τον ίδιο τους τον εαυτό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, η κοινωνία πιθανότατα ούτε καν προσπάθησε να τους αποτρέψει. Ενδεχομένως δεν γνώριζε καν την ύπαρξή τους και τη δυνητική επικινδυνότητα της κατάστασής τους.

Αντί λοιπόν να ζητάμε κρεμάλες, είναι προτιμότερο να σκεφτούμε πως πρέπει και στη χώρα μας να συγκροτηθεί ένα σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών που θα αποτρέπει περιστατικά λιγότερο ή περισσότερο τραγικά στο μέλλον. Αλλιώς, αργά ή γρήγορα θα ζούμε εθισμένοι σε αυτά.

Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.