Jan 062014
 

Πηγή: Γελωτοποιός

images

Ο θαυμαστός αυτιστικός κόσμος της Τεμπλ Γκράντιν

Ο κόσμος απαρτίζεται από περιπτώσεις – Λ. Βίτγκενσταϊν

(Αυτό είναι ένα κείμενο κάπως… μεγάλο. Αλλά, πιστέψτε με, αξίζει να αφιερώσετε δέκα λεπτά από τη ζωή σας, προτού συνεχίσετε την περιήγηση στον απέραντο κόσμο του διαδικτύου. Θα γνωρίσετε μια γυναίκα που κατάφερε να μας βάλει μέσα στο μυαλό των αυτιστικών ανθρώπων (στο μυαλό της), και κατέδειξε ότι ο αυτισμός καθώς και κάθε άλλη “ψυχασθένεια” είναι μια παραλλαγή της ανθρώπινης σκέψης, εξίσου σεβαστή και εποικοδομητική όπως και η σκέψη των “φυσιολογικών”. Και κάτι παραπάνω: Χωρίς αυτά τα γονίδια, της παράδοξης νοητικής λειτουργίας, το ανθρώπινο είδος ίσως και να μην είχε κατέβει ποτέ από τα δέντρα).

Ο αυτισμός περιγράφτηκε σχεδόν ταυτόχρονα -και ανεξάρτητα- τη δεκαετία του ’40 από τον Leo Kanner (Βαλτιμόρη) και τον Hans Asperger (Βιέννη). Παραδόξως (ένα ωραίο παράδειγμα ιστορικού συγχρονισμού) του έδωσαν το ίδιο όνομα, «αυτισμός».

Ο Κάνερ έμοιαζε να τον αντιμετωπίζει σαν μία αμετρίαστη συμφορά. Ο Άσπεργκερ πίστευε ότι ίσως είχε κάποια θετικά ή αντισταθμιστικά χαρακτηριστικά –«μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία στη σκέψη και στην εμπειρία, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε εξαιρετικά επιτεύγματα».

Πράγματι, η συχνότητα της ιδιοφυΐας στον αυτισμό -γύρω στο 10%- είναι χιλιάδες φορές μεγαλύτερη απ” ό,τι στο σύνολο του γενικού πληθυσμού!

Τώρα πια είναι ασαφές αν ο αυτισμός και το Άσπεργκερ βρίσκονται στο ίδιο συνεχές ή αν πρόκειται για δύο διαφορετικές καταστάσεις σε βιολογικό επίπεδο.

Ασαφές είναι ακόμα αν στο συνεχές αυτό θα πρέπει να περιληφθούν και άτομα που παρουσιάζουν μεμονωμένα «αυτιστικά χαρακτηριστικά» -ιδιορρυθμίες, έντονες ενασχολήσεις και καθηλώσεις, συχνά σε συνδυασμό με μια σχετική κοινωνική απόσυρση και απομάκρυνση.

Τέτοιες περιπτώσεις συναντά κανείς σε οποιονδήποτε πληθυσμό ανθρώπων και συμβατικά θεωρούνται «φυσιολογικοί» και αντιμετωπίζονται ως ιδιόρρυθμοι, εκκεντρικοί, σχολαστικοί ή μοναχικοί.

Hans Asperger

Όταν μιλάμε για ακραίες περιπτώσεις τότε έχουμε από νωρίς διάγνωση:

  • Τα παιδιά με κλασικό αυτισμό, τύπου Κάνερ, έχουν συχνά νοητική καθυστέρηση βαριάς μορφής.
  • Τα παιδιά τύπου Άσπεργκερ (aspies) έχουν φυσιολογική -και κάποτε πολύ ανώτερη ευφυΐα.

Αλλά δεν υπάρχουν ούτε δύο αυτιστικοί (ή aspies) με την ίδια ακριβώς συμπεριφορά και χαρακτήρα. Κάθε ένας είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Η ειδοποιός διαφορά είναι η εξής: Οι aspies μπορούν να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους, τα εσώτερα αισθήματα και τις καταστάσεις τους, ενώ εκείνοι που έχουν κλασικό αυτισμό δεν μπορούν. Στον κλασικό αυτισμό δεν υπάρχει παράθυρο και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι υποθέσεις.

~~{}~~

 Η Τεμπλ Γκράντιν είναι αυτιστική, αλλά εκείνη κατάφερε να ανοίξει το παράθυρο, όχι μόνο για τον εαυτό της, αλλά και για πολλούς άλλους. Είναι κάτοχος ενός διδακτορικού στη ζωολογία, διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο, διευθύνει τη δική της επιχείρηση, έχει γράψει αρκετά βιβλία και δίνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο για τον αυτισμό και τη συμπεριφορά των ζώων. Οι γνώσεις της γύρω από την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των αγελαίων ζώων είναι περιζήτητες, από τις κτηνοτροφικές μονάδες, τα πάρκα και τους ζωολογικούς κήπους (ακόμα και τους κουρείς προβάτων στην Νέα Ζηλανδία). Ίσως όμως η μεγαλύτερη συνεισφορά της είναι ότι με το αυτοβιογραφικό «Διάγνωση: Επίσημα Αυτιστική», που εξέδωσε το 1986 έδωσε μια άμεση πρόσβαση στον αυτιστικό κόσμο.

Η αυτοβιογραφία της Τεμπλ ξεκινάει από τον πρώτο χρόνο της ζωής της. Τα αυτιστικά άτομα μπορούν να ανακαλούν αναμνήσεις από το δεύτερο, συχνά και από τον πρώτο χρόνο της ζωής τους, κάτι το οποίο δεν μπορούν να κάνουν οι «φυσιολογικοί».

Η Τεμπλ ήταν ιδιαίτερη περίπτωση από μωρό. Έξι μηνών σφιγγόταν με όλη της τη δύναμη στην αγκαλιά της μητέρας της, αλλά δέκα μηνών ξεκίνησε να την γρατζουνά «σαν παγιδευμένο ζώο». Η φυσιολογική επαφή μαζί της ήταν αδύνατη.

Η Τεμπλ περιγράφει έναν κόσμο ακραίων οξυμμένων εντυπώσεων. Στην ηλικία των δύο ετών θυμάται ότι τα αυτιά της λειτουργούσαν σαν μικρόφωνα, μεταφέροντας την κάθε λεπτομέρεια με την ένταση στο μέγιστο. Το ίδιο συνέβαινε με όλες τις αισθήσεις της. Το παιδί κατακλυζόταν από ανυπόφορα (λόγω της έντασης) ερεθίσματα. (Μήπως ο Πόε, στο βιβλίο του «Η πτώση του οίκου των Άσερ» περιγράφει μια οικογένεια με αυτιστικά χαρακτηριστικά;)

Στα τρία της άρχισε να γίνεται καταστροφική και βίαιη. Χρησιμοποιούσε τα κόπρανα της αντί για πλαστελίνη και μετά πετούσε τα έργα της ολόγυρα στο δωμάτιο. Μασούσε τα κομμάτια του παζλ και έφτυνε το πολτοποιημένο χαρτόνι (ένας ευφάνταστος τρόπος για να «ενώσεις τα κομμάτια»). Έσπαγε ό,τι έβρισκε και ούρλιαζε διαρκώς.

Ταυτόχρονα είχε μια απέραντη δύναμη αυτοσυγκέντρωσης. Μπορούσε να παίζει με την άμμο (όχι φτιάχνοντας κάστρα, απλά βλέποντας ‘την να τρέχει από τα χέρια της) για ατελείωτες ώρες, χωρίς τίποτα να μπορεί να την αποσπάσει από το παιχνίδι της.  Εκείνες τις στιγμές οι άνθρωποι τριγύρω της ήταν σαν σκιές.

Σε εκείνη την ηλικία, τριών χρονών, διαγνώστηκε ως αυτιστική και έγινε νύξη για την πιθανή αναγκαιότητα μιας δια βίου τοποθέτησης σε ίδρυμα. Όμως η μητέρα της Τεμπλ, καθώς και μια θεία που ήταν πολύ κοντά της, πίστευαν ότι της άξιζε κάτι περισσότερο από τον αποκλεισμό.

Την έστειλαν σε ένα ειδικό νηπιαγωγείο, όπου έγινε μια απόπειρα λογοθεραπείας (η Τεμπλ δεν είχε μιλήσει ακόμα). Ο λογοθεραπευτής την ανέσυρε από την «άβυσσο» -όπως η ίδια χαρακτηριστικά αποκαλεί την άγλωση περίοδο.

(Το πόσο αλληλένδετα είναι η γλώσσα με τη σκέψη το έχουμε αναφέρει σε παλιότερο κείμενο “Η tweetοποίηση της γλώσσας, της σκέψης και της κοινωνίας”)

Δεν «θεραπεύτηκε». Η Τεμπλ θα παραμείνει αυτιστική σε ολόκληρη τη ζωή της. Αλλά στα έξι της είχε πετύχει ένα σαφώς ικανοποιητικό επίπεδο γλώσσας. Έτσι άνοιξε το παράθυρο και άρχισε να έχει επαφή με τους άλλους και ειδικά με έναν ή δύο δασκάλους που ήταν σε θέση να εκτιμήσουν την ευφυΐα της, όντας ταυτόχρονα ικανοί να αντέξουν την απεραντολογία της, τις εμμονές της, τα ξεσπάσματα θυμού.

Ως παιδί δεν μπόρεσε να αποκτήσει φίλους. Ενώ τη θαύμαζαν για την εξυπνάδα της, ποτέ δεν την έκαναν δεκτή ως μέλος της κοινότητας τους, αφού η Τεμπλ δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί όπως και εκείνοι.

Στα δεκαπέντε της συνέβει ένα καίριο γεγονός: Έφτιαξε τη «ζουληχτική» της μηχανή. Από μικρό κορίτσι, όπως κάθε παιδί, η Τεμπλ λαχταρούσε να την αγκαλιάσουν, αλλά ταυτόχρονα κάθε σωματική επαφή την τρομοκρατούσε.

(Ένα χαρακτηριστικό που συναντάται σε πολλούς αυτιστικούς και όχι μόνο. Ο Τ.Ε. Λώρενς, ο «Λώρενς της Αραβίας», δεν μπορούσε ούτε χειραψία να κάνει. Διαβάστε παλιότερο κείμενο «Ο Δον Κιχώτης της Ερήμου».)

Άρχισε να οραματίζεται τότε, από πέντε χρονών, μια μαγική μηχανή που θα την έσφιγγε machineδυνατά, αλλά και τρυφερά, σαν μια αγκαλιά. Όταν είδε ένα συσφιγκτικό αγωγό, που χρησιμοποιείται για την καθήλωση των βοοειδών, κατάλαβε ότι είχε βρει τη μαγική της μηχανή.

Είχε την τύχη ο καθηγητής των φυσικών επιστημών να πάρει την εμμονή της στα σοβαρά. Αυτός της πρότεινε να την κατασκευάσει μόνη της και της έδωσε τα κατάλληλα βιβλία.

Μετά την κατάκτηση της γλώσσας, αυτή ήταν η πιο κρίσιμη στιγμή στη μεταμόρφωση της Τεμπλ, η γνωριμία της με την επιστημονική γλώσσα.

Ενώ δεν μπορούσε να κατανοήσει την κοινωνική γλώσσα –τους υπαινιγμούς, την ειρωνεία, τις μεταφορές, τα αστεία, τα θεωρούμενα ως δεδομένα- βρήκε στη γλώσσα της επιστήμης και της τεχνολογίας μια απέραντη ανακούφιση. Ήταν ξεκάθαρη, ρητή, και δεν βασιζόταν σε εξαρτημένες ή μη δηλωμένες παραδοχές.

Οι πρώτες κατασκευές ήταν χονδροειδείς, με ανωμαλίες και μηχανικά ελαττώματα, τελικά όμως κατάφερε να φτιάξει μια απολύτως άνετη μηχανή, ικανή να της παρέχει μια αγκαλιά, με οποιεσδήποτε παραμέτρους επιθυμούσε. Αυτή η μηχανή ήταν που την βοήθησε να περάσει από την εφηβεία και το πανεπιστήμιο αλώβητη (μαζί με μικρές δόσεις αντικαταθλιπτικών, τα οποία μόνη της αποφάσισε να παίρνει).

Σήμερα η «ζουληχτική» της μηχανή, με διάφορες τροποποιήσεις, αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένων κλινικών δοκιμών. (Και η Τεμπλ είναι ο σημαντικότερος σχεδιαστής συμπιεστικών αγωγών για βοοειδή.)

Ενώ η Τεμπλ σκεφτόταν πάντα με εικόνες, δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να σχεδιάζει, μέχρι τα είκοσι οκτώ της, οπότε συνάντησε έναν σχεδιαστή και τον παρατήρησε να κάνει σχέδια.

Δεν χρειάστηκε να ακολουθήσει μαθήματα. Πήγε και αγόρασε μολύβια και εργαλεία (ακριβώς τα ίδια με εκείνα που χρησιμοποιούσε ο σχεδιαστής) και –απλά- ξεκίνησε να σχεδιάζει.

~~{}~~

 Ως εδώ αναφερθήκαμε στην Γκράντιν «αυτοβιογραφικά». Όμως πως θα ήταν αν τη γνωρίζαμε από κοντά; Ο Όλιβερ Σάκς το έκανε για μας.  Ας πούμε, σε περίπτωση που δεν τον γνωρίζετε, ότι ο Σακς είναι ένας πρωτοπόρος νευρολόγος καθώς και συγγραφέας. Στα βιβλία παρουσιάζει με απλότητα (χωρίς να ξεπέφτει σε θυμοσοφικές αυθαιρεσίες τύπου Μπουκάι και Γιάλομ) τα μυστήρια του ανθρώπινου εγκεφάλου.

Ο Σακς πιστεύει ότι για να κατανοήσουμε έναν άνθρωπο πρέπει να ζήσουμε μαζί του, στο χώρο και στο χρόνο του, όχι απλώς να διαβάσουμε για αυτόν. Έτσι αποφάσισε να περάσει ένα Σαββατοκύριακο με την Τεμπλ Γκράντιν.

~~{}~~

Την πρωτοσυνάντησε στο γραφείο της. Η Γκράντιν μιλούσε ωραία και καθαρά, αλλά με μια ακατάσχετη ορμή και σταθερότητα. Μια πρόταση, ένα θέμα, από τη στιγμή που ξεκινούσε όφειλε να ολοκληρωθεί: Τίποτα δεν αφηνόταν υπαινικτικό, τίποτα δεν έμενε να αιωρείται στον αέρα. Ταυτόχρονα δεν φαινόταν να την απασχολούν οι κοινωνικές συμβάσεις.

Όταν μετά από μια ώρα υπεραναλυτικών προτάσεων ο εξαντλημένος, πεινασμένος και διψασμένος Σακς της θύμισε ότι μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο και της ζήτησε λίγο καφέ, η Γκράντιν δεν κοκκίνισε ούτε απολογήθηκε όπως θα έκανε κάποιος «φυσιολογικός» άνθρωπος. Απλά του έδωσε ό,τι ζήτησε και συνέχισε.

Όπως δεν μπορεί να κατανοήσει την κοινωνική αλληλεπίδραση (αυτές τις συμβάσεις που όλοι μαθαίνουμε από παιδιά), έτσι δεν μπορεί να καταλάβει τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά με τις πολύπλοκες και σύνθετες συγκινήσεις, αφού δεν μπορεί να συμπάσχει με τους χαρακτήρες ούτε να παρακολουθήσει το μπλεγμένο παιχνίδι ανάμεσα σε κίνητρα και προθέσεις.

«Ποτέ δεν κατάλαβα τι σκοπούς είχαν, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα», λέει στον Σακς.

Δυσκολεύεται να καταλάβει τους υπαινιγμούς και τα «παιχνίδια» που παίζουν οι άνθρωποι.

«Τον περισσότερο καιρό», λέει, «νιώθω σαν ένας ανθρωπολόγος από τον Άρη.»

(Εδώ πρέπει να αναφέρουμε μια ιστορία για τον Αϊνστάιν, η οποία, σε συνδυασμό και με άλλα χαρακτηριστικά, υποδηλώνει μια ελαφρώς (;) Άσπεργκερ πλευρά του. Κάποια στιγμή του έδωσαν τη «Δίκη» του Κάφκα να διαβάσει. Ο Αϊνστάιν την επέστρεψε μετά από λίγες μέρες λέγοντας: «Δεν μπόρεσα να το διαβάσω. Ήταν υπερβολικά πολύπλοκο.»)

Η Τεμπλ είναι ανίκανη να προσποιηθεί ή να αντιληφθεί την υποκρισία. Εξαιτίας αυτής της μονολιθικής εντιμότητας ήταν εξ αρχής στόχος κάθε κοροϊδίας και εκμετάλλευσης.

(Η υπερβολική της εντιμότητα μου θυμίζει τον Τιούρινγκ: “Πως να ευνουχίσετε μια μεγαλοφυΐα”).

Με τον καιρό άρχισε να καταλαβαίνει τα κίνητρα, με λογική διεργασία, όχι με τη διαίσθηση όπως κάνουν οι “φυσιολογικοί”.

Η Τεμπλ δεν στερείται αισθημάτων ούτε έχει κάποια αδυναμία συμπάθειας. Η αίσθηση της για τις διαθέσεις και τα αισθήματα των ζώων είναι τόσο ισχυρή που, μερικές φορές, σχεδόν τη διακατέχει, την συγκλονίζει. Μπορεί να νιώσει συμπάθεια για κάτι φυσικό -όπως τον πόνο και τον τρόμο του ζώου- αλλά στερείται συμπάθειας για τις καταστάσεις του νου.

Η αδυναμία αυτή, σύμφωνα με την Γκράντιν, έχει να κάνει την άρρητη γνώση των κοινωνικών συμβάσεων και κωδικών, των πολιτιστικών προϋποθέσεων κάθε τύπου που κατέχουν οι φυσιολογικοί άνθρωποι. Η άρρητη αυτή γνώση μοιάζει να λείπει εντελώς από την Τεμπλ. Στερημένη από αυτήν είναι αναγκασμένη να υπολογίζει τις προθέσεις των άλλων και τις καταστάσεις του νου τους, προσπαθώντας να μετατρέψει σε αλγόριθμους αυτό που εμείς κάνουμε αυτόματα, μηχανικά. Πόσο δύσκολο είναι αυτό;

Φανταστείτε ότι πρέπει να πιάσετε ένα μπαλάκι που σας πετάνε. Είναι κάτι πολύ εύκολο, ούτε καν θα το σκεφτείτε, αφού ο εγκέφαλος εκπαιδεύεται σε αυτό από έξι μηνών (συντονισμός ματιού-χεριού). Αν όμως ήσασταν τυφλός μέχρι σήμερα τότε για να πιάσετε το μπαλάκι (αν μπορούσατε να το αναγνωρίσετε ως μπαλάκι) θα έπρεπε να κάνετε υπολογισμούς που υπερβαίνουν τις δυνατότητες των περισσότερων φυσικών.

Η Τεμπλ δεν έμαθε να είναι φυσιολογική, προσπαθεί να συμπεριφέρεται ως τέτοια. Η φυσιολογικότητα της είναι ένα είδος βιτρίνας, την οποία κατασκεύασε νοητικά για να προσαρμοστεί στους ανθρώπους -και να την αποδεχτούν ως άνθρωπο. Γνωρίζει τους κανόνες και τις συμβάσεις των φυσιολογικών, αλλά δεν τους έχει πραγματικά προσλάβει. Έμαθε, κατά κάποιον τρόπο, να πιθηκίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται τι υπάρχει πίσω από τις κοινωνικές συμβάσεις.

 ~~{}~~

 Άλλο ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Τεμπλ είναι η οπτική της σκέψη. Η Τεμπλ δεν σκέφτεται με λέξεις, αλλά με εικόνες. Μάλιστα τις φάνηκε παράξενο όταν ανακάλυψε ότι η ψευδαισθητική σχεδόν δύναμη να φαντάζεται οπτικά, να σκέφτεται με εικόνες, δεν ήταν οικουμενικό -ότι υπήρχαν άλλοι που σκέφτονταν με διαφορετικό τρόπο. Η δύναμη αυτής της οπτικής σκέψης φαίνεται καλύτερα αν αναφερθούμε στον τρόπο που σχεδιάζει η Τεμπλ: Συνεχώς προβάλλει στο μυαλό της προσομοιώσεις.

“Βλέπω στη φαντασία μου το ζώο να μπαίνει στον αγωγό, από διάφορες οπτικές γωνιές, είτε εστιάζοντας πάνω του είτε βλέποντας “το μέσα από έναν ευρυγώνιο φακό ή ακόμα και από ελικόπτερο. Ή μεταμορφώνομαι η ίδια σε ζώο και νιώθω ό,τι θα ένιωθε μπαίνοντας στον αγωγό.”

(Θα αναφερθώ πάλι στον Αϊνστάιν. Εκείνος συνέλαβε τη θεωρία της σχετικότητας με το να φαντάζεται ότι καβαλάει μια ακτίνα φωτός για να τρέξει μαζί του.)

~~{}~~

Μια άλλη ιδιαιτερότητα του μυαλού της είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η μνήμη της. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ανθρώπους η Γκράντιν δεν ανακατασκευάζει τις αναμνήσεις, αλλά τις αναπαράγει επακριβώς, κάθε φορά, με όλα τα σύνοδα αισθήματα και συναισθήματα, σαν να παίζει -στο μυαλό της- μια ταινία.

“Το μυαλό μου μοιάζει με CD-ROM μέσα σε έναν υπολογιστή και οι αναμνήσεις με βιντεοταινία ταχείας πρόσβασης. Από τη στιγμή που θα τη φτάσω πρέπει να παίξω ολόκληρο το κομμάτι, το ίδιο ακριβώς κάθε φορά.”

Αυτό μπορεί να το κάνει και με καινούριες κατασκευές.

Κάθε σχέδιο, ακόμα και τα πιο εκλεπτυσμένα συστήματα, το σχεδιάζει (ολόκληρο και με κάθε λεπτομέρεια) στο μυαλό της. Όταν το νοερό σχέδιο ολοκληρωθεί “παίζει μια προσομοίωση” -που σημαίνει ότι φαντάζεται ολόκληρη τη μονάδα σε λειτουργία. Έτσι εντοπίζει κάθε πρόβλημα, αν υπάρχει, και κάνει τις τροποποιήσεις -πάλι νοερά. Μόλις το νοερό σχέδιο είναι τελείως έτοιμο το σχεδιάζει και στο χαρτί. Στη φάση αυτή δεν χρειάζεται καμιά προσοχή, τα πάντα γίνονται μηχανικά.

(Και μη μου πείτε ότι αυτή η ικανότητα δεν σας θύμισε τις θρυλικές ικανότητες του Μότσαρτ, να έχει μια ολόκληρη συμφωνία μέσα στο μυαλό του και απλά να την αντιγράφει.)

Η Τεμπλ ήταν η πρώτη που επισήμανε πως υπάρχουν πολλοί μη-αυτιστικοί που έχουν την ικανότητα να “βλέπουν” όσα χρειάζεται να κάνουν, που ελέγχουν τα σχέδια τους και τις ιδέες τους με προσομοιώσεις.

~~{}~~

Ο Σάκς εντυπωσιάστηκε με τον μαγικό σχεδόν τρόπο που η Τεμπλ επικοινωνεί με τα ζώα. “Όταν είμαι με τα μοσχάρια νιώθω ότι είμαι στο σπίτι μου”, λέει η Τεμπλ. Και εκείνα αισθάνονται το ίδιο για εκείνη. Όσο παράδοξο και να ακούγεται η Τεμπλ δεν είναι χορτοφάγος ούτε μάχεται για την επικράτηση της χορτοφαγίας.

Γέννημα-θρέμμα μιας περιοχής όπου η κτηνοτροφία είναι ταυτόσημη με τη ζωή (των ανθρώπων) και προερχόμενη από έναν παππού που είχε φάρμα (ο άλλος ήταν εφευρέτης, είχε εφεύρει τον αυτόματο πιλότο για τα αεροπλάνα) έχει ως φιλοδοξία να επαναφέρει στην κτηνοτροφία την αντίληψη πως τα ζώα (εκτροφής) έχουν αισθήματα, ότι δεν είναι μηχανές.

Εκείνο που της φαίνεται φοβερό, ειδικά αφού μπορεί να αποφευχθεί, είναι ο πόνος και η ωμότητα, η εισβολή του φόβου και της αγωνίας, των βασανιστηρίων, πριν από τη μοιραία μαχαιριά. Και αυτό που την απασχολεί πιο πολύ είναι να καταργήσει αυτόν ακριβώς τον προθανάτιο φόβο.

Πιστεύει ότι ο μόνος σωστός τρόπος για να σκοτώνεις ένα ζώο είναι τελετουργικά, χωρίς εκείνο να καταλάβει ούτε για μια στιγμή ότι θα το σκοτώσουν και χωρίς να ζει πριν σαν μια μηχανή παραγωγής κρέατος.

“Θέλω να αναμορφώσω τη βιομηχανία κρέατος”, λέει. “Οι ακτιβιστές θέλουν να την κλείσουν… Εγώ έχω μια ακραία απώθηση για τους ακραίους.”

Η Τεμπλ δεν έχει κάνει ποτέ ερωτική σχέση με κάποιον ούτε, όπως λέει η ίδια, έχει ερωτευτεί ποτέ. Το αίσθημα του έρωτα, για το οποίο ακούει συνεχώς, είναι κάτι που δεν μπορεί να καταλάβει.  “Και η αγάπη;” την ρωτάει ο Σακς. “Τι σημαίνει: Να αγαπάς;”  “Να νοιάζεσαι για κάποιον άλλον…” απαντάει εκείνη. “Νομίζω ότι πρέπει να έχει μέσα του κάτι από ευγένεια και καλοσύνη.”  λλά δεν είναι βέβαιη γι” αυτή την τόσο δύσκολη έννοια (όχι μόνο για τους αυτιστικούς φυσικά).

Η Τεμπλ έχει συνείδηση ότι στερείται κάποια πολύ σημαντικά πράγματα, εξαιτίας της αυτιστικότητας της, αλλά χωρίς να αισθάνεται θλίψη γι” αυτό. Απλώς το καταλαβαίνει.  Για παράδειγμα, ενώ έχει απόλυτο μουσικό αυτί (κάτι σαν ένα cd-player στο μυαλό της) η μουσική δεν καταφέρνει να τη συγκινήσει.  Τη βρίσκει ωραία, αλλά δεν της προκαλεί τίποτα βαθύ.  “Το κύκλωμα των συγκινήσεων δεν είναι συνδεδεμένο, αυτό είναι το πρόβλημα”, λέει η ίδια (χωρίς καμία θλίψη, επαναλαμβάνω).

Για τον ίδιο λόγο δεν έχει υποσυνείδητο.

“Δεν υπάρχουν απωθημένα αρχεία στη μνήμη μου”, βεβαιώνει. “Εσείς (οι γήινοι;) έχετε αρχεία που είναι μπλοκαρισμένα. Για μένα κανένα δεν είναι τόσο επώδυνο ώστε να μπλοκάρεται.”

~~{}~~

Αυτή η διαφορά λειτουργιών ανάμεσα στους αυτιστικούς και τους φυσιολογικούς είναι μία από τις προτεραιότητες της Τεμπλ. Θεωρεί (και μάλλον δεν έχει άδικο) ότι έχει δοθεί πολύ μεγάλη έμφαση στις αρνητικές πλευρές του αυτισμού και ανεπαρκής προσοχή ή σεβασμός στις θετικές πλευρές.

Και αυτό, θα συμπληρώσω εγώ, συμβαίνει με κάθε άνθρωπο “μη-φυσιολογικό”, τους μανιοκαταθλιπτικούς, τους σχιζοφρενείς, αυτούς που έχουν σύνδρομο Τουρέτ (και οι οποίοι γίνονται εξαιρετικοί χειρουργοί, όπως μας δείχνει ο Σακς σε άλλο μέρος του βιβλίου του) κλπ. Πιστεύει (η Τεμπλ) ότι, παρά τα αναμφισβήτητα μεγάλα προβλήματα τους σε κάποιους τομείς, οι αυτιστικοί μπορούν να έχουν εξαιρετικές και κοινωνικά πολύτιμες δυνάμεις σε άλλους -αρκεί να τους επιτραπεί να είναι ο εαυτός του, αυτιστικοί.

(Πράγμα το οποίο μου θυμίζει ότι πρόσφατα μια μεγάλη εταιρεία υπολογιστών ζήτησε να προσλάβει αποκλειστικά άτομα με Άσπεργκερ και αυτισμό, όχι για λόγους κοινωνικής πολιτικής, αλλά ακριβώς επειδή αυτοί έχουν συχνά εξαιρετικές επιδόσεις στα μαθηματικά).

Η Τεμπλ Γκράντιν μας δίνει και μια πολύ σημαντική θεωρία γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν τα γονίδια του αυτισμού και των άλλων ψυχικών εκτροπών:

“Συχνά οι συνειδητοί ενήλικοι με αυτισμό και οι γονείς τους νιώθουν θυμό για τον αυτισμό. Αναρωτιούνται γιατί η φύση ή ο θεός δημιούργησαν αυτές τις φοβερές καταστάσεις, όπως ο αυτισμός, η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια.

Είναι, όμως, δυνατόν άτομα που έχουν ίχνη αυτών των χαρακτηριστικών να είναι πιο δημιουργικά. Ίσως, αν η επιστήμη εξαφάνιζε αυτά τα γονίδια ολόκληρος ο κοσμος να κυριευόταν από λογιστές.”

(Και δεν μπορώ να καταλάβω αν η Τεμπλ λέει αυτή τη φράση μεταφορικά ή κυριολεκτικά, έχοντας στο μυαλό της μια εικόνα σαν από ταινία των Μόντι Πάιθονς, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι λογιστές).

~~{}~~

Κάνοντας μια εκδρομή στα βουνά ο Σάκς τη ρωτάει αν αντιλαμβάνεται το “μεγαλείο της θέας”.  “Είναι όντως όμορφα”, απαντάει εκείνη. “Μεγαλειώδη, δεν ξέρω.”  Παραδέχεται ότι έχει περάσει πολύ καιρό με τα λεξικά προσπαθώντας να καταλάβει τέτοιες λέξεις. Είχε ψάξει για το “μεγαλειώδης”, το “θείο”, το “δέος”, όλα όμως ορίζονται παραπέμπτοντας το ένα στο άλλο.  “Τα βουνά είναι όμορφα, αλλά δεν μου γεννούν κάποιο ειδικό συναίσθημα, όπως αυτό που φαίνεται να απολαμβάνεις.”

Η Τεμπλ αναγνωρίζει όλα τα φυτά (με την επιστημονική τους ονομασία), όλα τα πουλιά, όλους τους γεωλογικούς σχηματισμούς, αλλά δεν τρέφει κάποιο “ειδικό αίσθημα” για αυτά.

(Παρεμπιπτόντως: Οι περισσότεροι σύγχρονοι μας αυτιστικοί και aspies ταυτίζονται με τον Μίστερ Σποκ, του Σταρ Τρεκ. Το γιατί θα το καταλάβετε αν δείτε ξανά ένα επεισόδιο του Σταρ Τρεκ.)

~~{}~~

Ο Σακς τελειώνει το κείμενο του (και την επίσκεψη του) γράφοντας ότι η Τεμπλ είναι ένα απέραντα ηθικό πλάσμα. Ότι έχει μια παθιασμένη αίσθηση του σωστού και του λάθους.

“Δεν θέλω οι σκέψεις μου να πεθάνουν μαζί μου”, του λέει. “Θέλω να έχω κάνει κάτι. Δεν μ” ενδιαφέρει η εξουσία, δεν θέλω να τσουβαλιάζω λεφτά… Θέλω να αφήσω κάτι πίσω μου, μια θετική συμβολή -να ξέρω πως η ζωή μου έχει νόημα.”

~~{}~~

Θα τελειώσω κι εγώ το κείμενο με μία επισήμανση (την οποία έχω επαναλάβει αρκετές φορές):

Ξεχάστε τη “διαφορετικότητα”, είναι ρατσιστικός όρος, αφού οδηγεί εξ ορισμού στη διαφοροποίηση, ανάμεσα σε “εμάς” και στους “διαφορετικούς”.

Όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, δεν υπάρχουν ούτε δύο ίδιοι, ανάμεσα στα δισεκατομμύρια του πληθυσμού.

Οι ομοιότητες μας, μας φέρνουν πιο κοντά, αλλά είναι οι διαφορές μας που μας κάνουν υπέροχους.

Κάθε άνθρωπος είναι εξίσου σημαντικός με κάθε άλλον, κάθε άνθρωπος είναι απαραίτητος και αναντικατάστατος.

~~{}~~

(Βιβλιογραφία: Αυτό το κείμενο είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του συρραφή αποσπασμάτων από το βιβλίο του Όλιβερ Σακς, “Ένας ανθρωπολόγος στον Άρη”, εκδόσεις Άγρα, μτφ Πόταγας-Σπυράκου

Το κείμενο του Σάκς για την Γκράντιν είναι 80 σελίδες, οπότε καταλαβαίνετε ότι οι 12 που μόλις διαβάσετε, είναι κάτι σαν εικονίδιο μιας προσωπογραφίας. Διαβάστε το ίδιο το βιβλίο για να καταλάβετε περισσότερα.

Εξαιρετικό είναι και ένα άλλο βιβλίο του Σάκς, το “Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο”, εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ Κώστας Πόταγας (διαβάστε και παλιότερο κείμενο: “Μια υπόθεση νευροψυχολογίας: Οι άνθρωποι που μπέρδεψαν μια χώρα με το καπέλο τους”.)

Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ένα -τουλάχιστον- βιβλίο της Γκράντιν: “Τα ζώα σε μετάφραση”, εκδόσεις Polaris, μτφ Μητσομπόνου

Μπορείτε να παρακολουθήσετε και την ομιλία της Γκράντιν στο TED: «The world needs all kind of minds»

Ή να δείτε μια εξαιρετική ταινία το “Temple Grandin”, ελληνικός τίτλος: “Ζωή σαν τριαντάφυλλο” (!!!)

Επίσης δείτε (ή ξαναδείτε) την ταινία “Ξυπνήματα” (Awakenings) με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς και το Ρόμπερτ Ντε Νίρο, το οποίο είναι αληθινή ιστορία και βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Σακς -αυτόν υποδύεται ο Γουίλιαμς.)

ΥΓ: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Βίτγκενσταϊν είχε το σύνδρομο Άσπεργκερ. Και αν αρχίσουμε να απαριθμούμε τους “ψυχασθενείς” στην τέχνη θα γράψουμε άλλες δέκα σελίδες. Ας αναφέρουμε μόνο τον Γιαννούλη Χαλεπά.

Βικιπαίδεια: Γιαννούλης Χαλεπάς

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας (αφού καταφέρατε να φτάσετε ως το τέλος).

Dec 182013
 

Η Ηλέκτρα Αναγνωστοπούλου γράφει στο Ψυχή, Λόγος, Επικοινωνία, για το προσωπικό, το συλλογικό και την αμφίδρομη σχέση τους…

mewe

Όνειρο: πώς το προσωπικό είναι συλλογικό κι αμφίδρομα

Ονειρεύτηκα πως έπρεπε να κάνω μια ομιλία για τις ψυχικές παθήσεις στην εποχή μας. Μιλούσα σ’ ένα μεγάλο προαύλιο – σαν προαύλιο σχολείου – μόνο που αντί για μαθητές, ήταν εκεί όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους εργάζομαι: οι λήπτες των υπηρεσιών αλλά και οι συνάδελφοι. Δεν ήξερα τι να τους πω. Ούτε ήξερα ποιος (άνθρωπος, επίσημος φορέας ή συγκυρία) με είχε εξουσιοδοτήσει να τους μιλήσω ως «ειδικός».

Ένιωθα μια δυσφορία, σαν τον κόμπο στο στομάχι όταν ως μαθήτρια πήγαινα να δώσω εξετάσεις, γνωρίζοντας πως «πρέπει» να αντεπεξέλθω αλλά διερωτώμενη το «γιατί», «για ποιον» και το «πώς». Άρχισα να μιλάω χωρίς να ξέρω αν με ακούει κανείς. Δεν είχε σημασία αν το ακροατήριο περπατούσε, κουβέντιαζε ή κοιτούσε αλλού. Εγώ τους έβλεπα όλους θολά, σαν να ‘χε πέσει ομίχλη κι «έπρεπε» να πω αυτά που με βασάνιζαν, χωρίς να ξέρω πια ποιος ήταν ο αρχικός «στόχος».

Άρχισα να μιλάω για τα προσωπικά μας βάσανα, αυτά που μας θλίβουν, μας καταθλίβουν, μας αγχώνουν, μας πανικοβάλλουν, μας εξοργίζουν, μας οπλίζουν με τυφλή επιθετικότητα ή αυτοκαταστροφή. Και για τα βάσανα του διπλανού μας, του συντρόφου μας, του παιδιού μας, του γονιού μας, του φίλου μας, του συναδέλφου μας, που δεν είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αλλά δεν είναι και ίδια. Και για το πώς σχετιζόμαστε ο ένας με τον άλλο μέσα από αυτά τα «βάσανα».

Κι έτσι καθώς μιλούσα γι’ αυτό, άρχισαν να μπερδεύονται οι κτητικές αντωνυμίες των «βασάνων», δεν ήταν πια «τα βάσανά μου», ή «τα δικά τους», ήταν «τα δικά μας» αλλά και κάτι πιο πέρα από αυτό… Έψαχνα να βρω ένα καινούριο παράγωγο, με πολλά συνθετικά μιας πολύμορφης έννοιας, που ίσως να μην υπάρχει ακόμα στη γλώσσα μας. «Είναι κοινωνικό το ζήτημα» άκουγα μια φωνή από τη θολούρα στο προαύλιο. «Ναι αλλά είναι και προσωπικό» κάποια άλλη φωνή. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ο δυισμός και το ψευδοδίλλημα της μιας ή της άλλης «αντικειμενικότητας» δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου.

Θυμήθηκα τον αγαπημένο μας καθηγητή Χημείας στο Λύκειο. Ζωντάνεψε στη μνήμη μου η ατμόσφαιρα στην τάξη όταν μας μιλούσε ενθουσιώδης για τα φαινόμενα της φύσης και της ζωής. Έλεγε πως η χημική ισορροπία είναι η διαλεκτική της ζωής. Εξηγούσε γιατί η χημική ισορροπία δεν υπονοεί την στατική ισορροπία, αλλά είναι ακριβώς μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας στην οποία φτάνουν κάποιες χημικές αντιδράσεις μέσα από αμφίδρομη πάλη σε συγκεκριμένες – ή αλλιώς κατάλληλες – συνθήκες. Βασική αρχή: ότι η ποιοτική και ποσοτική σύσταση των αντιδρώντων (δηλαδή των στοιχείων στη μια πλευρά της χημικής αντίδρασης) και των προϊόντων (των στοιχείων στην άλλη πλευρά) παραμένει σταθερή. Ενώ λοιπόν τα μόρια αλλάζουν, παραμένουν ωστόσο τα ίδια αριθμητικά, κι έτσι αυτό που μοιάζει να είναι το ίδιο, στην πραγματικότητα αλλάζει διαρκώς και αμφίδρομα.

Δεν είναι το ίδιο βέβαια οι χημικές ενώσεις και οι άνθρωποι. Ούτε είναι το ζητούμενο να εξηγήσουμε τις ανθρώπινες υποκειμενικότητες βάσει «αντικειμενικών» αξιωμάτων. Το σημαντικότερο εξάλλου δεν ήταν η επιστημονική θεωρία της χημικής ισορροπίας, αλλά ο τρόπος που ο καθηγητής εκείνος μας προσέγγιζε χτίζοντας μιαν ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και ισοτιμίας. Αυτό το βίωμα έδινε νόημα στην οποιαδήποτε χημική ισορροπία ή ανισορροπία. Αυτό το βίωμα κουβαλούσα κι εγώ μέσα μου.

Συνειδητοποίησα ότι η δική μου αμηχανία μπροστά στο θολό τοπίο των ανθρώπων του προαυλίου πήγαζε από την έλλειψη ενός τέτοιου βιώματος. Στο θολό τοπίο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιος είναι ποιος, ποιοι συγκρούονται, ποιοι συνενώνονται, ποιοι πονάνε, ποιοι εξουσιάζουν, ποιοι εξεγείρονται, ποιοι συνθλίβονται, ποιοι βασανίζονται, ποιοι ελπίζουν. Ήξερα όμως πως σχετίζονται μεταξύ τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με δική τους βούληση – ή και άθελά τους – φτάνοντας πότε πότε σε κάποια δυναμική ισορροπία, χάνοντάς τη πάλι και αναζητώντας τη ξανά. Ξαφνικά κατάλαβα πως οι άνθρωποι που είχα μπροστά μου με αυτόν τον τρόπο προχωράνε από το παρόν προαύλιο σ’ έναν άλλο χώρο (γνωστό ή άγνωστο). Δεν χρειαζόταν να δώσω καμιά απάντηση και καμιά ομιλία. Απλά να μείνω στο προαύλιο και να – επιλέξω πώς να – σχετιστώ μαζί τους.

Ηλέκτρα Αναγνωστοπούλου, εξελικτική ψυχολόγος

Dec 122013
 

faros

Πηγή: Καθημερινή

«Σκοτώσαμε τον Θεό και ορφανέψαμε»

Ο πατήρ Φιλόθεος Φάρος αποτιμά με λόγο οξύ στην «Κ» τη σχέση μερίδας πιστών με το Θείο και τον ρόλο της Εκκλησίας

του Νικου Παπαχρηστου

«Ο Θεός είναι νεκρός. Τον έχουμε σκοτώσει και είμαστε ορφανοί». Με τα λόγια αυτά που καταρχήν ξαφνιάζουν, σοκάρουν, ο 78χρονος ιερέας π. Φιλόθεος Φάρος αποτιμά τη σημερινή σχέση μεγάλης μερίδας πιστών με το Θείο, μια σχέση «καταναλωτική» την οποία όπως υποστηρίζει ενισχύουν με τη στάση ζωής τους πολλοί κληρικοί. Με λόγο τολμηρό, ενίοτε καυστικό αλλά και αυτοκριτικό ο π. Φιλόθεος είναι ο πρώτος ιερέας που δεν διστάζει να χαρακτηρίσει σωστή την απόφαση για το «σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης» αφού η Πολιτεία απευθύνεται σε πολίτες και όχι σε πιστούς. Χαρακτηρίζει «φαρισαίους» και «υποκριτές» ιεράρχες και κληρικούς που έσπευσαν να μιλήσουν για «πορνεία» και «κουσούρια», υποστηρίζοντας ότι όσοι εμφανίζονται αυστηροί στην πραγματικότητα αναζητούν «άλλοθι» για να αποπροσανατολίσουν από δικές τους «αμαρτωλές» πράξεις. Αυτούς μάλιστα θεωρεί υπεύθυνους για το γεγονός ότι πολλοί νέοι άνθρωποι καταλήγουν σε ψυχιάτρους φορτωμένοι ενοχικά σύνδρομα. «Μακάρι να ενδιαφερόντουσαν για την ελληνική οικογένεια αλλά αδιαφορούν πλήρως», επισημαίνει. Οσο για εκείνους που βλέπουν μια νέα επίθεση κατά της Εκκλησίας απαντά με νόημα: «Η Εκκλησία του Χριστού δεν κινδυνεύει από εξωτερικούς εχθρούς». Οι θέσεις του πατρός Φιλόθεου Φάρου, όπως τις αναπτύσσει σήμερα στην «Κ», που θίγουν και το πλαίσιο σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας, σίγουρα θα αποτελέσουν αφορμή διαλόγου, αφού πολλοί θα συμφωνήσουν πολλοί θα διαφωνήσουν, άλλοι θα συνυπογράψουν, άλλοι θα θυμώσουν…

«Η Πολιτεία ορθώς πράττει και προωθεί το Σύμφωνο. Το ερώτημα όμως είναι αν η Ελλάδα είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία ή μια θεοκρατία τύπου «Χομεϊνί». Φαίνεται πως σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η Ελλάδα είναι θεοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό πως υποψήφιοι βουλευτές, δήμαρχοι και άλλοι πολιτευόμενοι πριν ξεκινήσουν την προεκλογική τους εκστρατεία πρέπει να περάσουν να φιλήσουν το χέρι του Δεσπότη. Και θα φροντίσουν οι κάμερες να το απαθανατίσουν αυτό, για να τους δουν οι ψηφοφόροι τους γιατί αλλιώς δεν έχουν ελπίδες…», λέει ο π. Φιλόθεος Φάρος.

Χωρίς περιστροφές δηλώνει στην «Κ» αντίθετος με το πνεύμα της πρόσφατης αυστηρής απόφασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου που χαρακτήριζε «πορνεία» κάθε συζυγική σχέση εκτός του ορθοδόξου γάμου. «Δείχνει την ουσιαστική απομάκρυνση από το πνεύμα του Ευαγγελίου. Κατά την γνώμη μου διαστρέφεται το πνεύμα της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού. Οι κανόνες, σύμφωνα με την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, είναι φάρμακα και παιδαγωγικά μέτρα που χρησιμοποιούνται κατά την κρίση του πνευματικού. Δεν είναι νόμοι. Ο Χριστός άλλωστε ήρθε για να αλλάξει το καθεστώς της ιουδαϊκής παράδοσης και ιδιαίτερα της φαρισαϊκής. Και ζητάει την επιδίωξη της εσωτερικής αναπτύξεως. Οχι την αντιμετώπιση του κακού με μια νομική και αστυνομική αντίληψη. Ομως μέσα στη ζωή της Εκκλησίας το ιουδαϊκό φαρισαϊκό πνεύμα έχει εισχωρήσει από πολύ νωρίς» σημειώνει και προσθέτει: «Ο Χριστός λέει ότι πορνεία και άλλα κακά πράγματα έρχονται από την καρδιά του ανθρώπου. Δεν καταδικάζει κανέναν αμαρτωλό. Μόνο τον υποκριτή. Το πνεύμα του Χριστού δεν είναι νομικό, αλλά προσπαθεί να δείξει ποια είναι η ουσία της αμαρτίας. Δεν είναι μια εξωτερική συμπεριφορά. Για παράδειγμα φόνος για τον Χριστό είναι η απόρριψη του άλλου. Συνεπώς στη διδασκαλία του δεν χωράει η “αυτοδικαίωση”. Κανείς δεν μπορεί να λέει εγώ είμαι ενάρετος και να κατηγορεί κάποιον άλλο σαν αμαρτωλό»…

«Υποκριτές και Φαρισαίοι»

Πολλοί μητροπολίτες αφήνουν να εννοηθεί πως θα πρέπει να επιβληθούν πνευματικές κυρώσεις σε βάρος όσων προχωρήσουν στη σύναψη «Συμφώνου Συμβίωσης». Τι λέει για αυτό ο πατέρας Φιλόθεος;

«Ο Χριστός ήταν σαφής όταν είπε πως δεν ήρθε να κρίνει αλλά να σώσει τον κόσμο. Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε. Αντιθέτως, καταδικάζει ξεκάθαρα συγκεκριμένες συμπεριφορές όπως την υποκρισία. Μιλώντας στους Φαρισαίους, οι οποίοι έκαναν όσα κάνουμε εμείς οι κληρικοί σήμερα, στηλίτευσε το ενδιαφέρον τους για τα περίτεχνα κοσμήματα, τα περίλαμπρα άμφια, την επιδίωξή τους να κάθονται στις πρώτες θέσεις των δείπνων αλλά και την εκμετάλλευση φτωχών ανθρώπων. Ο Χριστός συνεχώς καταδικάζει την υποδούλωση στα υλικά αγαθά, τη χλιδή και την πολυτέλεια. Ολα αυτά αφορούν εμάς τους παπάδες. Ζούμε ζωή πριγκιπική, μετακινούμεθα με τις κράισλερ και τις μερσεντές, μας υπηρετεί ένα σωρό κόσμος, φορτωνόμαστε όλα αυτά τα χρυσά και έχουμε και την απόλυτη εξουσία στην ψυχή των ανθρώπων. Είναι ανατριχιαστικά πράγματα αν σκεφτείτε ότι γίνονται στο όνομα του Χριστού που περπατούσε ξυπόλητος και δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι. Ε, λοιπόν, είμαστε ανακόλουθοι με όσα δίδαξε ο Χριστός. Και επομένως το λιγότερο που θα περίμενε κάποιος από εμάς είναι να μην πετάμε πέτρες στους άλλους. Οι δικές μας αμαρτίες είναι εκείνες που κυρίως καταδίκασε ο Ιησούς Χριστός. Πώς να το κάνουμε· δεν μίλησε για τις προγαμιαίες σχέσεις, αλλά είπε ξεκάθαρα πως δεν γίνεται να υπηρετεί κάποιος δύο Κυρίους, τον Θεό και τον Μαμωνά. Είπε επίσης πως όποιος έχει δύο χιτώνες να δίνει τον ένα».

«Εμείς οι παπάδες έχουμε πολλές νευρώσεις σχετικά με τον ερωτισμό. Και πολλά από αυτά που λέμε μπορεί να είναι συνέπεια των νευρώσεών μας», υποστηρίζει μιλώντας στην «Κ» ο π. Φιλόθεος. «Πιστεύω ότι οι αυστηρότεροι από εμάς τους κληρικούς στα θέματα της σεξουαλικής ηθικής είναι είτε πιο νευρωτικοί σε σχέση με τον ερωτισμό είτε κρύβουν τα περισσότερα και θέλουν να έχουν ένα άλλοθι. Εμφανίζονται δηλαδή αυστηροί για να μην επιτρέψουν στον απλό άνθρωπο να σκεφθεί πως αυτοί μπορεί να έχουν μια έντονη προσωπική ζωή, σχετική με αυτό που εξίσου έντονα καταδικάζουν. Αναμφισβήτητα, πάντως, όταν κάποιος ελέγχει τον ανθρώπινο ερωτισμό έχει στα χέρια του αλυσοδεμένους τους ανθρώπους».

Το χάσμα

Τη στιγμή που η Ιεραρχία υποστηρίζει πως το «Σύμφωνο» στρέφεται εναντίον του θεσμού της οικογένειας, ο π. Φιλόθεος κάνει λόγο για πλήρες χάσμα με την κοινωνία. «Ακούω κάποιους μητροπολίτες να λένε ότι ενδιαφέρονται για την ελληνική οικογένεια. Μακάρι να ενδιαφέρονταν, αλλά αδιαφορούν πλήρως και είναι και ανίκανοι να κάνουν κάτι για να αντιμετωπίσουν την κρίση στην οικογένεια. Οι περισσότεροι δεσποτάδες και παπάδες είναι ποιμαντικά ανύπαρκτοι και δεν έχουν σταθεί ποτέ στο πλευρό ενός ανθρώπου που έχει ανάγκη. Οχι να του δώσουμε ρετσέτες, αλλά απλά να σταθούμε πλάι του. Γιατί πολλές φορές αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος που έχει μια δυσκολία δεν είναι να του δώσουμε μια λύση, αλλά να δει ότι νοιαζόμαστε γι’ αυτόν.

Αυτήν τη στιγμή η ελληνική οικογένεια βρίσκεται σε τρομερή κρίση. Σήμερα, ένα τεράστιο ποσοστό νέων είναι παροπλισμένοι με ψυχικές διαταραχές· πολλές από τις οποίες οφείλονται σε κάποιους παπάδες που είναι λαύροι κατά των σαρκικών αμαρτημάτων. Εμείς οι παπάδες οδηγούμε τα παιδιά στους ψυχιάτρους. Οταν ακούω ψυχίατρο παπά να λέει ότι έχει θεραπεύσει ομοφυλοφίλους ξέρω ότι έχει αποπειραθεί να τους κάνει ψυχολογική λοβοτομή. Και τους έχει παραδώσει σε τρομερά βασανιστήρια και ενοχικά σύνδρομα. Ο διεθνούς κύρους κατάλογος της ψυχοπαθολογίας που εκδίδει η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία εδώ και 50 χρόνια δεν θεωρεί την ομοφυλοφιλία αρρώστια. Υπάρχουν όμως Ελληνες παπάδες που τη θεωρούν αρρώστια. Και πιστεύω πως εκείνος που προσπαθεί να θεραπεύσει έναν ομοφυλόφιλο είναι ο ίδιος άρρωστος που χρησιμοποιεί ταλαίπωρους ανθρώπους για να δώσει τη δική του νευρωτική μάχη».

Με έντονη αυτοκριτική διάθεση, ο π. Φιλόθεος καταδικάζει την εξουσιαστική συμπεριφορά ορισμένων κληρικών. «Κοιτάξτε, εμείς οι κληρικοί στο μεγάλο μας ποσοστό εσωτερικά είμαστε τενεκέδες ξεγάνωτοι. Και προσπαθούμε να καλύψουμε την αίσθηση της εσωτερικής μας ανεπάρκειας. Γιατί πολλοί από εμάς, αν μας βγάλετε τα γένια και τα ράσα, δεν είμαστε τίποτα. Θα ήμασταν σκέτα μηδενικά. Ομως με αυτά τα συμπράγαλα που φοράμε αποκτάμε κύρος, μπορούμε να καθορίζουμε τις ζωές των άλλων, κρέμονται οι άλλοι από το στόμα μας, αποκτάμε εξουσία. Και έτσι νομίζουμε ότι θα αυξήσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Κούνια που μας κούναγε. Δεν αφορά βέβαια τους πολλούς ότι δεν αυξάνουμε την αυτοεκτίμησή μας. Τους αφορά όμως ότι τους βασανίζουμε και τους οδηγούμε στον Καιάδα των ψυχοφαρμάκων που είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Επίσης, πολλοί κληρικοί θέλουμε να βρούμε κάποιον άλλο τρόπο να δείξουμε ότι έχουμε λόγο υπάρξεως. Ασχολούμαστε με το Σκοπιανό ή με άλλα παρεμφερή πράγματα –άσχετα με την αποστολή μας– για να δείχνουμε ότι κάτι έχουμε κάνει. Εχουν καμία σχέση αυτά με όσα δίδαξε ο Χριστός;».

Για τον π. Φιλόθεο η απάντηση της Εκκλησίας στο «Σύμφωνο» δεν πρέπει να είναι η τιμωρία όσων το επιλέξουν, αλλά η πρόταση ζωής που κάνει ο Χριστός. «Οι βασικές αρχές του Χριστού είναι η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό και η αγάπη για τον συνάνθρωπο. Η σχέση με τον άλλο είναι βασική πηγή ζωής για τον άνθρωπο. Αλλά οι σχέσεις είναι περίπλοκες και χρειάζεται αγώνας για να είναι όσο γίνεται περισσότερο υγιείς. Η ερωτική πλευρά τους είναι η πιο καίρια. Και εκεί εύκολα γίνονται πολλές εκτροπές. Οσες περισσότερες τόσο λιγότερη πληρότητα ζωής υπάρχει. Και η πληρότητα στη ζωή έρχεται μέσα σε σχέσεις ουσιαστικές, που παίρνουν χρόνο, κόπο, θέλουν αγώνα. Αν ζητούν οι νέοι κάποιο συγχωροχάρτι δεν είναι πολύ διαφορετικοί από τους παπάδες που τους το αρνούνται», επισημαίνει. «Στις μέρες μας ο Θεός είναι νεκρός. Τον έχουμε σκοτώσει και είμαστε ορφανοί. Τα λόγια που λέμε, τα μεγάλα, τα επουράνια, τα πνευματικά όχι μόνο δεν ακτινοβολούν πίστη, αλλά φανερώνουν την αγωνία μας να καλύψουμε την έλλειψη της πίστεώς μας. Γιατί η πίστη δεν μεταδίδεται με μπλα μπλα, αλλά ακτινοβολεί. Δεν λες εγώ πιστεύω, αλλά ο τρόπος που ζεις δείχνει ότι πιστεύεις. Σήμερα ο τρόπος ζωής όλων μας δείχνει ότι δεν πιστεύουμε. Προσεγγίζουμε την πίστη σαν ένα καταναλωτικό αγαθό. Εχουμε από αυτό, από εκείνο, τα έχουμε όλα και λέμε άντε τώρα να εξασφαλίσουμε και ένα οικοπεδάκι στον παράδεισο».

Ποιος είναι

Ο π. Φιλόθεος Φάρος σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο Σχολή, Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ποιμαντική Ψυχολογία στις ΗΠΑ. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερέας το 1962 στην Ελλάδα. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως εφημέριος στις ΗΠΑ. Δίδαξε Ποιμαντική Ψυχολογία στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη από το 1969 έως το 1976. Υπηρέτησε ως ιερέας-σύμβουλος στο νοσοκομείο J.B. Thomas Day Care παρέχοντας ποιμαντική υποστήριξη σε νεαρά ζευγάρια που τα παιδιά τους αντιμετώπιζαν σοβαρές ασθένειες καθώς επίσης και ως προϊστάμενος του τμήματος Οικογενειακής Στήριξης στην πρότυπη ψυχιατρική κλινική Human Resource Institute στη Βοστώνη από το 1970 μέχρι το 1976.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1976, ασχολήθηκε συστηματικά με το συγγραφικό έργο καθώς επίσης, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90, με το Συμβουλευτικό Κέντρο Νεότητας της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Σήμερα, συνταξιούχος πλέον, λειτουργεί κάθε Κυριακή στον Αγιο Νικόλαο Ραγκαβά της Πλάκας. Πάντοτε μετά τη λειτουργία συζητάει με νέα ζευγάρια και νέους για τα θέματα που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους.

Dec 122013
 

x

Πηγή: tvxs.gr

H χαρά ως εκπαιδευτικό αίτημα

του Βασίλη Συμεωνίδη

Πάω πίσω στον χρόνο της εκπαιδευτικής πολιτικής αυτής της κυβέρνησης για να ξεκινήσω τις σκέψεις μου από λεπτομέρειες. Μέσα στα πολλά που εξαγγέλθηκαν από υπουργικά χείλη είναι και σχεδιασμοί για κινητά εργαστήρια πληροφορικής. Πρόκειται για κονδύλιο περίπου 15-19 εκατομμύριων ευρώ (ανάλογα με το δημοσίευμα) την τύχη του οποίου δεν ξέρω, αν και πέρασε ένας χρόνος από τον δημοσιογραφικό θόρυβο που προκάλεσαν εγκύκλιοι και δηλώσεις.

Το πιο ενδιαφέρον που είχε ειπωθεί τότε για να δικαιολογηθεί η επιλογή φορητών υπολογιστών/ εργαστηρίων ήταν ότι «δίνει τη δυνατότητα να μετακινείται εξοπλισμός στη σχολή αίθουσα, σε διαφορετικές τάξεις, για οιοδήποτε μάθημα, αντί να μετακινούνται οι μαθητές στο εργαστήριο πληροφορικής». Αυτό παρατίθεται πρώτο «διότι»/εξήγηση σε έγγραφο που διαβίβασε το Υπουργείο στη Βουλή.

Το ζήτημα δεν είναι μόνο ότι επανήρθαμε από τους διαδραστικούς πίνακες της Διαμαντοπούλου στα λαπτόπ του Σπηλιωτόπουλου, ούτε ότι πρόκειται για εργαλειακή αντίληψη των Νέων Τεχνολογιών. Το ζήτημα είναι ότι βλέπουν με εργαλειακή αντίληψη όλη την εκπαίδευση και πράττουν αναλόγως. Έτσι, ο θόρυβος για τα κινητά εργαστήρια σκεπάστηκε από κραυγές θυσιασμένων μαθητών και εκπαιδευτικών.

Για όσους μένουν στις σχολικές αίθουσες ο χώρος στένεψε. Μετρήθηκε πόσοι μαθητές μπορεί να χωρέσουν σε κάθε αίθουσα. «Η προσθήκη της νέας στήλης στο σύστημα έγινε με σκοπό την συγκεντρωτική ενημέρωση για ένα επιπλέον στοιχείο των σχολικών μονάδων, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη μέγιστη χωρητικότητα των μαθητών ανά τάξη, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ΟΣΚ, προκειμένου να ελεγχθεί η ορθή ή μη κατανομή των μαθητών». Όσα συμφραζόμενα τριγυρίζουν τη συγκεκριμένη φράση «μέγιστη χωρητικότητα των μαθητών ανά τάξη» δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα. Η μέτρηση της χωρητικότητας των σχολικών αιθουσών έδειξε ότι μπορούν να μπουν και άλλοι μαθητές μέσα, αρκεί να μην κινούνται… Το ζήτημα είναι αν χρειάζεται να αναπνέουν…

Τη λογική της καθήλωσης, λοιπόν, συναντάμε. Της σωματικής καθήλωσης για να οργανωθεί «μια καινούρια οικονομία του χρόνου μαθητείας…, να λειτουργεί ο σχολικός χώρος σαν μια μηχανή μάθησης, αλλά και επιτήρησης, ιεράρχησης, ανταμοιβής». «Το ζητούμενο είναι η εδώ οργάνωση του πολλαπλού, η απόκτηση ενός μέσου για την επισκόπησή του και για την εξουσίασή του· το ζητούμενο είναι η επιβολή σ’ αυτό μιας ‘τάξης’ (Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία, η γέννηση της φυλακής, Κέδρος 2008, σ. 195, 197).

Σ’ ένα σχολείο που συνθλίβει τη ζωντάνια, που νεκρώνει τη δημιουργικότητα, που απαιτεί χωρίς να προσφέρει (ακόμα και με όρους αγοράς), που ακινητοποιεί τους νέους ασκώντας ελέγχους, καλλιεργώντας ενοχές και τύψεις, δεν μπορεί παρά να έχουμε εκρήξεις. Είτε με τη μορφή αυξημένης παραβατικότητας είτε ως κραυγή «θέλουμε ν’ αναπνεύσουμε!». Και τότε δειλοί μοιραίοι και άβουλοι, πάλι το ίδιο θα πούμε: «μα, δεν έχουν αιτήματα».

Όσοι αντιδρούμε στις αλλαγές που επιβάλλονται με άλλοθι την κρίση και τους τροϊκανούς δεχόμαστε συχνά την κριτική ότι υπερασπιζόμαστε το παλιό και το ξεπερασμένο. Όμως, αν δούμε καθαρά τα πράγματα τότε φαίνεται ότι η λύση που απορρίπτουμε οδηγεί στο σχολείο της αμάθειας και της επιβίωσης. Η λύση που απορρίπτουμε οδηγεί στην μόρφωση που αγοράζεται και παύει να είναι δημόσιο αγαθό για την κοινωνία που την έχει ανάγκη· στους μαθητές που δεν μαθαίνουν αλλά γίνονται πελάτες και αγοράζουν συσκευασμένες οδηγίες χρήσης· στους εκπαιδευτικούς που παύουν να είναι δάσκαλοι και γίνονται ανεύθυνοι πωλητές (ξεχνώντας ότι υπήρξαν και πολίτες). Οδηγεί στο σχολείο της ολοένα και μεγαλύτερης λύπης, στο σχολείο της νεοφιλελεύθερης κόλασης.

Αυτό που ζητάμε δεν είναι το σχολείο της λύπης, ούτε της θλίψης, είναι το σχολείο της χαράς, δηλαδή το σχολείο της γνώσης και της ζωής, της παιδείας ως κοινωνικού αγαθού για όλους, το σχολείο με τους ελεύθερους ανθρώπους που γίνονται υπεύθυνοι πολίτες. Αυτή τη συζήτηση πρέπει ν’ ανοίξουμε.

Oct 312013
 

H Julie Diamond γράφει στο blog της για την ισχύ και τις παγίδες της…

Navigating the traps of power
by Julie Diamond

Nearly all men can stand adversity, but if you want to test a man’s character, give him power.

So said Abraham Lincoln.

He’s right. Power is hard to get it right. And most of us don’t grow up learning how to use it wisely and well. And one reason for that, is that it’s a taboo. Like with any taboo –sex or death for instance – we have a truly irrational relationship with it. We hate power yet crave it. We criticize those in power, while staying unaware of how we use it ourselves. We overestimate the power of others, while underestimating that of ourselves. We try to do away with hierarchy and replace it with consensus but fail to see that it just pushes power underground, where it thrives in the endless rounds of arguing and debating, gossip and alliances.

But the taboo against power is most evident in how we pathologize its misuse. We talk about it like a medical condition: people who do so are ‘psychopaths,’ ‘narcissists,’ and ‘deviants.’ We analyze the perpetrator’s personality, wondering if he was abused or bullied as a child.

Maybe it is a psychological condition, but it’s also an everyday occurrence. The outrageous abuses of power we see in the headlines lull us into a false sense of security because we don’t see ourselves in those stories. And so we feel safe and smug about ourselves, confident we’d never embezzle funds, harass subordinates, molest students, or cover up an affair with campaign contributions. But you don’t have to be a sadist or psychopath to misuse power. Average people, like you and me, from time to time, misuse our role, rank and influence. And we’re not monsters; most of us are trying hard to do well. We are just victims of a culture that doesn’t teach us how to use power well.

And we need to be taught, because power is really ‘misuable” – not because we lack awareness but because power comes with the means for its own abuse. Like slipping on Sauron’s Ring of Power, when we step into a position of power we think, feel and behave differently. The pressure of the role, isolation from others, the expectations and projections from others, all of this conspires to alter our perceptions of ourselves and others. There’s a lot of research now showing how power and status changes behavior: people in higher power roles display more confidence, are less concerned with others’ opinions, have less empathy, and take their subjective perceptions more seriously than others.’ These psychological influences, along with the perks and privileges of power, provide easy access and temptation to fall prey to the shadow side of power.

Because of the sensationalist way abuse of power is talked about, to get better at using power ourselves, we need to understand how it manifests in common , everyday ways. Until we see how we do it ourselves, it’s hard to get better. From what I’ve seen in my work with people in positions of leadership and authority, these are the 5 most common, and avoidable, traps of power:

  1. Avoiding using your authority. Believe it or not, one of the most common ways people misuse power is by trying not to have it. Determined not to misuse power, they shy away from taking a stand, being definitive, taking risks, or having tough conversations. They try to be supportive and collaborative, but it backfires because people don’t know what to do, how they’re doing, or what’s expected of them. It can be stressful, chaotic and confusing working with or for someone who doesn’t own their power. To work on this: Look at your own biases against power. The more you hate it, or think ill of it, chances are, the worse you’ll use it. You can’t enact your power simply by vowing “never to be like others.”
  2. Using too much ammo. It’s easy to underestimate your own power and overestimate the other’s. But when were convinced we’re the weaker party, out of fear we’ll be defeated, or won’t get our point across, we increase our fire power. This happens even if we have higher positional rank. Whenever we feel one-down, we use extra force. We don’t see that we come across as an aggressor, and then we interpret the other’s defensive response as proof that they are the aggressor. It’s a runaway escalation and a self-fulfilling prophecy. To work on this: Just like in a negotiation, start with a generous and open hand. Think of yourself as having power, even if you don’t feel it. We all have some power, somewhere. You might be surprised how powerful you look to others. Discover your power, because feeling powerless and weak makes you overcompensate.
  3. Using power to boost your self-esteem. Rank is like a drug: it can be a short cut to feeling better. If we doubt our intelligence, having people nod when we speak soothes that wound. If we feel unworthy, the respect of those around us becomes addicting. If we feel weak, our righteous activism and anger can make us feel strong. Over time, we lose the muscle to do our own emotional development work, and become reliant on our rank, and on the reaction, flattery and attention of those around us. To work on this: Don’t take short cuts in your development. It’s easy to do but not so good for us. Confront what’s difficult. The growth you get from doing so increases your self-esteem and ultimately gives you the personal power you need to be effective.
  4. Buying your own pitch. When you have a lot of clout in your organization or community, and people follow what you say, it’s easy to fall prey to your self-confirming beliefs. Others don’t challenge you much, and you can cherry-pick the feedback that confirms your beliefs. You measure your progress and evaluate your work using your own yardstick. And your high power position keeps you shielded from social contexts outside your influence, which limits the opportunity to grow beyond what you already know. To work on this: Actively learn – outside your field, not just within it. It’s good to stretch yourself, and be a beginner and feel deskilled. It’s healthy to entertain self-criticism and doubts, to embrace threat and seek challenge, from within and from without. We need to shake up the “cognitive egg”, to be challenged by reflections of ourselves that may be hard to take.
  5. Getting drunk on your role. It’s really easy to lose touch with the human inside the role. Roles have magical qualities and when they have high rank, even more so. The teacher in front of the classroom feels wiser at work than she does at home. Leaders micromanage or refuse to delegate, thinking they are smarter than everyone else. Therapists or social workers can become heroic, get entangled with their clients’ lives, and ultimately burn out. Parents control and over-protect their children when they over identify with the caretaker role. To work on this: Share the role. Children need to learn responsibility, team members need to think like the boss, clients need to access their capacity to work through their own problems. If we “hog” the role, we don’t develop the people around us.

This is just a start. We each can find out where we use the role or rank to take short cuts in our development.

I’ll be looking into this more with a dynamic group of leaders and facilitators at the next year-long Deep Democracy training sponsored by Anima Leadership in Toronto, starting in March 2014. Hope to see some of you there.

Anima founder and principal, Shakil Choudhury and I just did an interview about the course and what to expect in 2014. Check back here and on the Anima website for the interview.

Sep 142013
 

es

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Μια εκπαιδευτική τερατογένεση

των Κ. Παπαϊωάννου* & Δ. Χριστόπουλου**

Αργά ή γρήγορα, θα ερχόταν και η σειρά της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης να «μεταρρυθμιστεί» κατά το γνωστό μοντέλο που επιτάσσει η πολιτική ρητορική του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού λαϊκισμού της Ελλάδας των Μνημονίων.

Οι συνθήκες υπό τις οποίες ξεκινά η νέα σχολική χρονιά δημιουργούν έντονη ανησυχία σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο στην Ελλάδα. Οι συνθήκες αυτές δεν θέτουν απλώς σε αμφισβήτηση τις ελάχιστες εναπομείνασες καταπονημένες λειτουργικές σταθερές του εκπαιδευτικού συστήματος. Κάνουν κάτι πολύ σοβαρότερο. Θέτουν σε σοβαρή αμφισβήτηση την ίδια την πρόσβαση στην εκπαίδευση για έναν πολύ μεγάλο αριθμό μαθητών και αποδομούν με ριζικό τρόπο το εκπαιδευτικό περιβάλλον για τους υπόλοιπους.

Αργά ή γρήγορα, θα ερχόταν και η σειρά της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης να «μεταρρυθμιστεί» κατά το γνωστό μοντέλο που επιτάσσει η πολιτική ρητορική του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού λαϊκισμού της Ελλάδας των Μνημονίων. Η ρητορική αυτή δεν διαλύει απλώς αυτό που κάποτε λογιζόταν ως ο χώρος της κοινωνικής ευθύνης του κράτους, αλλά και απομακρύνει κάθε προοπτική ανάδειξης και βελτίωσης των υπαρκτών κακώς κειμένων και παθογενειών στον χώρο της δημόσιας διοίκησης. Και φυσικά στη θέση της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης μπορεί να μπει ο οποιοσδήποτε τομέας άσκησης δημόσιας πολιτικής. Με απλά λόγια: τα ελληνικά σχολεία απείχαν πολύ από το να είναι αυτό που θα θέλαμε. Ωστόσο, αυτό στο οποίο μετατρέπονται τώρα δεν απέχει καθόλου από ό,τι σίγουρα αποστρεφόμαστε: μια εκπαιδευτική τερατογένεση.

Αυτό σημαίνει η περίφημη φράση «η κρίση ως ευκαιρία», με την οποίο μας έχουν εξουθενώσει. Τι είδους ευκαιρία; Να κλείσουν τα σχολεία που παράγουν ανεπάγγελτους, θα λένε κάποιοι από όσους κυβερνούν. Απλώς αυτό δεν λέγεται δημόσια. Γιατί οι εχέφρονες άνθρωποι γνωρίζουν πως η ευκαιρία να διορθωθούν τα κακώς κείμενα του προ της κρίσης καθεστώτος δεν δίνεται τη στιγμή της κατάρρευσης. Το σπίτι δεν συγυρίζεται στον σεισμό, ούτε το σκάφος καθαρίζεται στα μποφόρια.

Τη στιγμή αυτή, οι άνθρωποι παλεύουν να σωθούν σε μια λογική αγωνιώδους αυτοσυντήρησης της ατομικότητας, που θυμίζει αυτούς που παλεύουν με τα κύματα, πατώντας ακόμη και πάνω σε αυτούς που καταφτάνουν για να τους σώσουν. Αυτό γίνεται σήμερα. Για τον λόγο αυτό, εξάλλου, δοκιμάζονται τέτοιες πολιτικές. Διότι απλώς μόνο σε μια κατακερματισμένη κοινωνία μπορούν να υλοποιηθούν και φυσικά σε μια ακόμη πιο κατακερματισμένη κοινωνία αποσκοπούν.

Επισημαίνουμε το ιδιαίτερα επικίνδυνο τρίπτυχο που ουσιαστικά συνθέτει μια κρατική πολιτική αποδιάρθρωσης της εκπαίδευσης και της εκπαιδευτικής κοινότητας. Σε ένα πρώτο επίπεδο, στο όνομα υπαρκτών διαρθρωτικών αναγκών και μιας ορθολογικότερης αξιοποίησης υλικών και ανθρώπινων πόρων, προκαλούνται τεράστια κενά σε διδακτικό προσωπικό, ιδίως σε μικρότερες σχολικές μονάδες, εκεί όπου οι εκπαιδευτικές ανάγκες είναι υψηλότερες. Επιπλέον, τα τελευταία ίχνη επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα εξαρθρώνονται πλήρως. Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση προκαλείται λειτουργική ασφυξία στα ιδρύματα με απροσμέτρητες συνέπειες.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι προωθούμενες αλλαγές σε Γυμνάσιο και Λύκειο αποκαλύπτουν μια αδιανόητα ρηχή και διαχειριστική πρόσληψη του εκπαιδευτικού αγαθού, η οποία οδηγεί σε ανούσιες εξετασιοκεντρικές ασκήσεις επί χάρτου, χωρίς καμιά απολύτως ουσιαστική διαβούλευση, με αδιαφάνεια στην επιλογή στελεχών και με πλήρη περιφρόνηση σε εκπαιδευτικούς μηχανισμούς που το ίδιο το υπουργείο Παιδείας έχει θεσπίσει με αντικείμενο τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό. Οι εξετάσεις αυτές θα έχουν απολύτως προβλέψιμο αποτέλεσμα, την ένταση της σχολικής εγκατάλειψης και μάλιστα με τους πιο στυγνούς ταξικούς όρους: τα ολοένα και πιο πολυάριθμα κοινωνικά στρώματα τα οποία εισοδηματικά δεν θα μπορούν να ανταποκριθούν στην ανάγκη ιδιωτικής ενισχυτικής διδασκαλίας θα ωθούνται εκτός σχολείου νωρίτερα. Οσες μάλιστα καινοτομίες είχαν εισαχθεί στην εκπαίδευση, όπως οι ερευνητικές εργασίες και οι πιλοτικές εφαρμογές των ωρολόγιων και αναλυτικών προγραμμάτων, απαξιώνονται ή ακυρώνονται. Οι παλιές καλές συνταγές της προώθησης του «ελληνοχριστιανικού πνεύματος» διά της θρησκευτικής κατήχησης ενισχύονται. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις κοινοβουλευτικές τοποθετήσεις της Μ. Ρεπούση ως επικοινωνιακό αντιπερισπασμό. Ετσι, το φοβισμένο συντηρητικό εκλογικό ακροατήριο θα ξεχάσει όσα αποδομούν την εκπαίδευση και θα ασχολείται με τα φαντάσματα του έθνους. Παλιά συνταγή και αυτή…

Σε ένα τρίτο επίπεδο, οι εκπαιδευτικοί καθίστανται πλάνητες, ζωντανές αποδείξεις κατίσχυσης μιας νέας απόλυτης εργασιακής ευελιξίας. Η δημιουργία ενός εξαθλιωμένου εκπαιδευτικού προλεταριάτου το οποίο μάλιστα στοχοποιείται για δήθεν συντεχνιακή νοοτροπία και αντιμετωπίζει διαρκώς την απειλή της επιστράτευσης, έχει αποτέλεσμα τη διάχυση της απόγνωσης και του φόβου στους ανθρώπους από τους οποίους η ελληνική κοινωνία προσδοκά να εμπνεύσουν στα παιδιά της τη δίψα για μάθηση.

Θα ανέμενε κανείς –αφελώς ίσως- ότι η κυβέρνηση μιας χώρας σε βαθιά πολύπλευρη κρίση και με οξύτατα προβλήματα κοινωνικής συνοχής θα αντιλαμβανόταν την εκπαίδευση σαν έναν μοχλό υπέρβασης της κρίσης. Αυτό όμως φυσικά αξιώνει άλλες στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης. Οι βαριές προσβολές του δικαιώματος στην εκπαίδευση καταδεικνύουν το αντίθετο. Η κυβερνητική πολιτική ανοίγει διάπλατα τις πόρτες των σχολείων στη σχολική διαρροή, την όξυνση των φαινομένων ενδοσχολικής βίας και παραβατικότητας και τις αδηφάγες ορέξεις των νεοναζιστικών πυρήνων.

Τη στιγμή που (και) η εκπαίδευση τελεί υπό κατάρρευση, το άρθρο 16, παρ. 2 του Συντάγματος που προβλέπει πως «η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους» ηχεί σαν ένας μελαγχολικός πολιτειακός σαρκασμός.

Καλή πρόοδο και καλή σχολική χρονιά, κύριε υπουργέ!

…………………………………………………………
* Εκπαιδευτικός
** Πανεπιστημιακός

Jul 122013
 

NBA Draft Basketball

Greece and the right to citizenship
Want to become a Greek citizen? Sorry, only if you score behind the three-point line…
by Anna Gkiouleka

The recent story of a young basketball player, who acquired Greek nationality due to his talent, has been a hot topic in the local media for the last few days. The story exposes the Greek State’s dominant discriminatory ideology and raises more general questions about citizenship rights and migration policies inside Europe.

The success story

At first, I would like to describe the story briefly. Giannis Antetokounmpo, is a 18- year-old man, a Nigerian descendant. He was born in Greece, but until May he did not have any citizenship or passport (he was considered to be a stateless person), as it happens to almost all second-generation immigrants in Greece.

What is special with him is the fact that he is a potential NBA all-star talent. Last Thursday, he was picked at the 15th position in the NBA draft by Milwaukee Bucks. Since that night, the photo of Giannis celebrating his success waving the Greek flag is everywhere in the press, television and on-line media, and everyone feels the right to speak about him. The prime minister himself invited Giannis to his office to congratulate him.

Only two months ago, when Giannis had no passport, this success would seem like an illusion, not because Giannis had a lack of talent, but because he had a lack of travelling documents. Fortunately, NBA sports agents showed their interest in the young boy on time. This was the sole fact which could give a good reason to the Greek side to put forward his citizenship application.

Citizenship law in Greece

Unfortunately, Giannis is an exceptional case. Greece presents one of the strictest legal frameworks for citizenship acquisition in Europe. This framework is based mainly on the principle of jus sanguinis, which means that a person is eligible for acquiring the Greek citizenship when he/she can claim to be descent of Greek parents. In reference to migrants who cannot claim Greek origin, even if they are born in Greece, the state only recognizes the right to long-term residence permission, which however, is given only after certain requirements are met.

One of these requirements refers to the existence of legal residence permission for the last five years before one applies for the long- term permission. However, the majority of second-generation immigrants, although they may have been born or lived in Greece for most of their life, often do not have the required legal permission to stay in the country.

This happens either due to the ignorance of their parents, either due to the fact that they lost their legal permission because it had been acquired with an older legal framework and mainly due to the reluctance of the Greek state to provide immigrants with clear and understandable information about their responsibilities and the rules that apply for them. As a result, the majority of such people remain without legal papers, and when they come at the age of eighteen not only cannot they apply for long-term residence permission or for university attendance, but also they face the threat of expulsion.

Racism as a barrier ahead of law-making

At the same time, racism and discrimination have settled their foot inside the Greek society. The existence of the far-right “Golden Dawn” in the parliament and the alarming increase in incidents of racist violence are the explicit forms of the problem. The implicit forms of prejudice and racism lie in the political discourse of the mainstream parties, in the media discourse but also in the minds of a big share of the people.

In this frame, any serious attempt for the formation of a legal framework which would promote the integration of the immigrants in the Greek society is quickly abandoned. This is what has happened recently with the legal plan known as “citizenship law” introduced by the former government. “Citizenship law” was a big step towards a more progressive integration policy as it provided immigrants with civil rights, participation in organizations and local elections and made the procedure of citizenship acquisition a feasible option for the second-generation immigrants. Unfortunately, this law was not only abolished by the current government but also this abolition was promoted as an example of the decisiveness of the government to defend the rights of the native Greeks “who are threatened by the immigrants”. The prime minister himself has promised to “clean the neighborhoods from the clandestine immigrants” in his pre-election campaign and after his success he is the one who assigned ministers of far-right ideology in critical ministries like Health Ministry and Ministry of Justice.

The case from different(?) viewpoints

Considering all the above, Giannis’ success was enough to bring the issue of second-generation immigrants to the spotlight again. The pro-immigrants organizations used his case to state again how important it is to recognize the right of citizenship to all the young individuals who remain without papers. They support their argument saying that these children feel that Greece is their motherland and do the best they can for it. On the other hand, mainstream parties used Giannis case to gain some extra publicity. The photo of the prime minister congratulating the young man has definitely reached some American newspapers and websites. Those loyal to their nationalist ideology, question the procedure with which Giannis managed to acquire the Greek passport. The responsible ministry have made a public announcement to make clear that Giannis acquired citizenship and passport following the legal procedure in which the state has intervened only to expedite it, as they do for any exceptional case like when a second-generation immigrant needs to travel for health reasons; and that this time it was for the good of the country.

But what do we understand if we read between these lines? The rhetoric of the opposing sides is not dramatically different. The pro-immigrants side – without probably realizing it- sets a “moral” requirement to the immigrants. They build their argumentation in favor of giving the citizenship right to the second-generation immigrants based on the fact that these children recognize no other motherland than Greece. They use the image of Giannis with the Greek flag as an evidence for his loyalty to this motherland. One wonders, if Giannis had chosen to keep also the Nigerian flag or no flag, what would this mean? Would there be any proof for his “loyalty”? Would he deserve the Greek citizenship then or not?

On the other side, the prime minister’s behaviour and the statement of the ministry make clear that the Greek state will guarantee rights for immigrants only in exceptional cases. When it is a matter of life or death or when the state itself has a clear benefit from it, only then a young individual will be considered eligible to Greek citizenship. Only in exceptional cases, immigrants will be treated as equal and will be respected, in all other cases they will be described as “intruders” and as “intruders” they will be treated.

Both sides, in a way seem to put the responsibility on the weakest chain link, on the immigrants. One side expresses the obligation of “loyalty” and “love for the motherland” while the other highlights the benefits for the state. The issue raises critical questions that go beyond Giannis’ personal story. The issue of citizenship is approached only from the aspect of “who deserves to have it” but maybe the right approach would be from the aspect of “who deserves to share it”. Who is the one who can set the rules? And since when citizenship has become a reward for being “loyal” or “benefiting”? Why do some individuals have to prove that they deserve a citizenship right and others do not? Probably, most European citizens born inside Europe have never thought of how it would be to be born without citizenship. As they probably do not wonder how it would be to be born without legs, eyes or mouth. However, Someone has decided that they deserve their citizenship and it is the one who has also decided that some others do not. Probably it is time to see, who is this Someone and which are his motives…

Anna Gkiouleka has lived in Greece, Egypt and the Netherlands and she has been involved with non-governmental sector with a special focus on immigrants’ integration and minorities’ rights. She endorses the values of “Process Oriented Psychology” and she has an experience in facilitating experiential workshops and self-development groups. She has been an active blogger for the last five years and she currently runs her own blog “greekcrisisreview”. Her interests lie in the fields of migration, national identity, nationalism and the rise of extreme right in Europe.

Πηγή: one-europe

Jul 092013
 

skbones

Ο φίλος και συνάδελφος process worker David Bedrick, έγραψε χθες ένα άρθρο για το Huffington Post με θέμα τις προβολές μας στους ανθρώπους που είναι οροθετικοί στον HIV. Αξίζει μια ανάγνωση και λίγη σκέψη. Η ψυχολογική ματιά σε ένα θέμα που είναι έντονα πολιτικό και κοινωνικό.

Νεκροκεφαλές: προβολές πάνω στους ανθρώπους που είναι οροθετικοί στον HIV
του David Bedrick(μετάφραση στα ελληνικά από εδώ)

Ξέρεις πως είναι να έχεις AIDS;” ρώτησε ο φίλος μου. “Ο καθένας σε κοιτάζει σαν να έχεις μια νεκροκεφαλή στο κεφάλι σου. Σε αντιμετωπίζουν σαν να είσαι ήδη νεκρός.”

Ένας άλλος άντρας με AIDS που γνώριζα πίστευε o,τι έπεσε σε κώμα, γιατί δεν είχε τη δύναμη να καταπολεμήσει τις συνεχείς προβολές των ανθρώπων. “Είναι δύσκολο να συνεχίσω να ζω, όταν οι άνθρωποι επιμένουν να με βλέπουν ως νεκρό ή ετοιμοθάνατο“, είπε. “Δεν έχω πεθάνει ακόμα. Εύχομαι οι άνθρωποι να σταματήσουν να με θάβουν.”

Στην κουλτούρα μας, η άρνηση του θανάτου είναι πάντα παρούσα. Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν, αλλά αντιστέκονται στη δική τους αίσθηση ευαλωτότητας. Γίνονται μάρτυρες του θανάτου των άλλων, αλλά αρνούνται τη δική τους θνησιμότητα. Μεγαλώνουν, αλλά αγωνίζονται ενάντια σε κάθε δυνατή ορατή υπενθύμιση αυτού του μεγαλώματος. Ως εκ τούτου, είναι υποχρεωμένοι να προβάλλουν τη θνησιμότητα και το θάνατο πάνω σε κάποιον άλλο, και τα άτομα με HIV έχουν γίνει πρωταρχικοί στόχοι. Είτε κάποιος είναι φροντιστικός, απορριπτικός ή περιφρονητικός, ο προβολέας ξεφεύγει από την ανησυχητική εμπειρία του να δει το δικό του θάνατό στον καθρέφτη, χάνοντας έτσι τα δώρα του – τον τρόπο που ο θάνατος μπορεί να αναδιοργανώσει τις προτεραιότητες του και να φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά και στους οικείους τους και στην πνευματικότητα τους.

Όταν δε σε αντιμετωπίζουν ως άρρωστο ή μελλοθάνατο, χάνεται όλη σου η ενέργεια, υποτιμάται η ζωή που ήδη ζεις, υπνωτίζεσαι να σταματήσεις να ζεις πριν την ώρα σου. Ωστόσο, επειδή αυτή η προβολή είναι τόσο διαδεδομένη, είναι δύσκολο για πολλούς να αντεπιτεθούν, να υπερασπιστούν την ανθρωπιά τους, να θυμούνται ότι είναι γεμάτοι από ζωντανές εμπειρίες – συναισθήματα, συζητήσεις, αγγίγματα, πνευματικές εμπειρίες, οτι αγαπούν και αγαπιούνται.

Αυτή η προβολή δεν τραυματίζει μόνο τα άτομα με HIV. Έχει κόστος για τον καθένα. Όταν η ασθένεια και αδυναμία προβάλλονται σε έναν άλλο άνθρωπο, η ικανότητά μας να είμαστε συμπονετικοί μετατρέπεται σε οίκτο. Οι άνθρωποι τυφλώνονται στο πώς μπορούν να μάθουν από την ψυχολογία του HIV.

Ως αναλυτής ονείρων, φαντάζομαι μερικές φορές μια κοινότητα ανθρώπων που έρχονται στο γραφείο μου με το εξής όνειρο: Υπάρχουν δύο ομάδες των ανθρώπων. Ορισμένα έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα και είναι ανοιχτοί στο να αισθάνονται – αλλά ανυπεράσπιστοι απέναντι ακόμα και στον πιο μαλακό αεράκι. Άλλοι, είναι λιγότερο ευαίσθητοι και αποφεύγουν τους ανθρώπους της πρώτης ομάδας, μη θέλοντας να κολλήσουν την ασθένεια τους. Ζητούν την ερμηνεία μου, και λέω, “Η πρώτη ομάδα χρειάζεται περισσότερη προστασία και φροντίδα για την ευάλωτη θέση της. Η δεύτερη ομάδα χρειάζεται περισσότερη επαφή με τη ζωή και δεκτικότητα στους πόνους και τις απολαύσεις της. Με τον τρόπο αυτό η κοινότητα μπορεί να θεραπευτεί”.

Dec 042012
 

Το ΟΧΙ των παιδιών στη ρατσιστική βία

του Γιώργου Μόσχου (Συνήγορος του Παιδιού)

Το να είσαι παιδί στην Ελλάδα του σήμερα είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Τορπιλίζεσαι από παντού από μηνύματα ανασφάλειας, αγωνίας, απειλών και βίας.

Βλέπεις διαρκώς τριγύρω σου εικόνες από ανθρώπους που ταλαιπωρούνται, που διαμαρτύρονται, που είναι θυμωμένοι και πολλούς που ξεσπάν στο διπλανό τους, ψάχνοντας να βρουν έναν εχθρό, υπεύθυνο για όσα άσχημα συμβαίνουν στην κοινωνία μας. Μέσα σε όλα αυτά, όλο και περισσότεροι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, γίνονται θύματα βίας επειδή κατάγονται από μια ξένη χώρα ή επειδή έχουν διαφορετικό χρώμα δέρματος ή εμφάνιση. Και αυτό, γιατί κάποιοι υποστηρίζουν ότι «αν διώξουμε τους ξένους, οι υπόλοιποι θα επιβιώσουμε καλύτερα».

Αλίμονο όμως, αν για κάθε πρόβλημα, διώχναμε αυτόν που είναι διαφορετικός. Δεν θα χωρούσε στην κοινωνία μας ούτε ποικιλία, ούτε ανταλλαγή, ούτε ανθρωπιά.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα καθιερώθηκαν παγκοσμίως για να υπερασπίσουμε τη δυνατότητα να υπάρχουμε όλοι μαζί και να σεβόμαστε ο καθένας τη διαφορετικότητα, την προσωπικότητα και τις ανάγκες του άλλου. Και ειδικότερα, τα δικαιώματα του παιδιού ανακηρύχθηκαν ως προτεραιότητα των κοινωνιών, για να καταλάβουμε όλοι ότι η παιδική ηλικία είναι περισσότερο ευαίσθητη αλλά και εξ ίσου σημαντική από την άποψη της συμμετοχής των παιδιών στην διαμόρφωση των αποφάσεων που αφορούν τα ίδια τα παιδιά και τον κόσμο στον οποίο ζουν.

Σήμερα, που η Ελλάδα περνάει αυτή την φοβερή κρίση οικονομίας και αξιών, θα πρέπει τα παιδιά να προστατευθούν με κάθε τρόπο από την κοινωνική αναταραχή και τις πρακτικές που οδηγούν σε διαχωρισμούς, διαμάχες και άσκηση κάθε μορφής βίας, ιδίως μάλιστα ρατσιστικής. Πρακτικές, που εξαπλώνονται και ανάμεσα σε παιδιά και εφήβους, όπως πληροφορείται από πρώτο χέρι ο Συνήγορος του Παιδιού, μέσα από τις υποθέσεις που χειρίζεται και τις επαφές του με μαθητές, εκπαιδευτικούς και γονείς.

Απέναντι σε αυτά τα φαινόμενα, ο Συνήγορος αντιτάσσει μια άλλη λογική. Τονίζει ότι η παιδική ηλικία θα πρέπει να πάρει την αξία και την προτεραιότητα που της αξίζει και να αναπτύξει την δική της υγιή δυναμική έκφρασης και αντίστασης σε όσα λάθη της κληρονομούνται από τις προηγούμενες γενιές και σε όσες ιδέες διαδίδονται για να χωρίζουν τους ανθρώπους και όχι να τους φέρνουν κοντύτερα μεταξύ τους.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, τα σχολεία μας χρειάζεται να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις, στα συναισθήματα, τις ανάγκες και τις αγωνίες των παιδιών. Να γίνουν αγωγοί βιωματικής μάθησης για την ειρηνική συνύπαρξη και τον σεβασμό των δικαιωμάτων. Να δοθεί δυνατότητα στα ίδια τα παιδιά να ανακαλύψουν και να χαρούν τον πλούτο της συνάντησης, της σύνθεσης, της δημιουργίας, της ανταλλαγής και της από κοινού διεκδίκησης αλλαγών. Να μιλήσουν, να καταλάβουν και να συναισθανθούν τον πόνο που προκαλείται σε έναν άνθρωπο που γίνεται θύμα βίας, που βασανίζεται, που αποκλείεται και περιθωριοποιείται. Και ακόμα, να εκπαιδευτούν ώστε να λειτουργούν ως μεσολαβητές και συμφιλιωτές στις εντάσεις και τις βίαιες ενέργειες μεταξύ των συνομηλίκων τους.

Η ρατσιστική βία, που δυστυχώς εξαπλώνεται στις μέρες μας, δεν πρέπει απλά να τύχει μιας «καταδίκης» που μπορεί να παρασέρνει μαζί της και τα υποκείμενα, όσους δηλαδή την εξασκούν, ιδίως όταν αυτοί είναι παιδιά, που εμπλέκονται στη δίνη της βίας από ενηλίκους, κόμματα ή ατυχείς συγκυρίες. Η ρατσιστική βία πρέπει να βγει από τη ζωή μας με θετικές δράσεις. Μέσα από μια καθημερινή εμπειρία συνάντησης, συνεργασίας και αλληλοτροφοδότησης με τον διπλανό, τον διαφορετικό, τον άλλο. Μέσα από μια έμπρακτη αναγνώριση και εμπέδωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του παιδιού.

Σας προτείνω, σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία να αντισταθούμε, όχι τόσο φωνάζοντας, όσο νοιώθοντας και ακούγοντας περισσότερο, μπαίνοντας στη θέση του άλλου.

Να ακούσουμε τι έχει να μας πει η ίδια η φύση της παιδικής ηλικίας, πριν διαφθαρεί από τις σκοπιμότητες και τους υπολογισμούς της ωρίμανσης της.

Να ακούσουμε το ΟΧΙ των παιδιών στη ρατσιστική βία, που πηγάζει από το ΝΑΙ στην επιθυμία της ζωής και της άδολης, χαρούμενης και ειρηνικής ύπαρξης και συνύπαρξης.

Nov 162012
 

Πηγή: www.lifo.gr

Τα ‘χουμε παίξει, είναι πασιφανές

του Θοδωρή Αντωνόπουλου

Άγχη, φοβίες, καταθλιπτικά συμπτώματα, ακόμα και αυτοχειρίες έχουν την τιμητική τους στη μνημονιακή Αθήνα. Με σαφείς πολιτικοκοινωνικές αντιστοιχίες, εννοείται. Πού θα πάει όλο αυτό; Το αφήνουμε να μας πάρει κι άλλο από κάτω ή το παίρνουμε αλλιώς, υιοθετώντας μια «ψυχολογία της αντίστασης»;

Ζεις σε μια πόλη που, λόγω κρίσης, μέσα σε μια τριετία γέρασε λες μισό αιώνα. Μια πόλη κατσούφικη, υποτονική, γκρινιάρα τη μέρα, ανοίκεια, απειλητική, «έρημη χώρα» τη νύχτα. Με αισθητά υποβαθμισμένες παροχές, υποδομές, προοπτικές, δυνατότητες. Είσαι άνεργος, απολυμένος, δουλεύεις κακοπληρωμένος ή κι απλήρωτος. Βλέπεις καθημερινά εκεί έξω ανθρώπους ζορισμένους, ταλαίπωρους, γονατισμένους. Μαγαζιά με λουκέτα, σπίτια που απειλούνται με κατάσχεση, φίλους, γνωστούς, γείτονες να παραπονιούνται πως δεν την παλεύουν. Αρπάζεσαι εύκολα, γίνεσαι καχύποπτος, εχθρικός.

Εκεί έξω γίνονται ακόμα πράγματα, όμως με τι κέφι να τα παρακολουθήσεις, όταν η ανέχεια κι η ανασφάλεια σε πολιορκούν; «Έχω σιχαθεί την πολιτική, τις θρησκείες, τις ιδεολογίες, τον εαυτό μου, την κοινωνία ολόκληρη… Η πίεση φοβερή, κάθε μέρα στη δουλειά νομίζω ότι είναι η τελευταία, ξυπνάω συχνά με πονοκέφαλο», θα πει ο Κώστας Ι., ιδιωτικός υπάλληλος. «Πού να βγω, με τι λεφτά και, κυρίως, με τι κέφι; Σε κάνα φιλικό σπίτι το πολύ», προσθέτει η Άννα Π., άνεργη πρώην γραφίστρια. Εν τέλει, κλείνεσαι στο σπίτι σου και καταφεύγεις στο ράδιο, στην τηλεόραση, στο pc.

Όμως οι ειδήσεις είναι πάντα εκεί, ακόμα κι αν δεν τις αναζητάς. Ειδήσεις κι εξελίξεις ικανές να τσακίσουν κάποια στιγμή ένα ήδη καταρρακωμένο ηθικό: «Απλώς τα ‘χω παίξει, τι άλλο να σου πω», έλεγε φίλη που πρόσφατα απολύθηκε, ενώ τα δάνεια τρέχουν. Αν έχεις επιπλέον να φροντίσεις οικογένεια, μικρά παιδιά, αρρώστους, ανήμπορους, ηλικιωμένους κ.λπ., σίγουρα θα χρειαστείς πολύ ψυχικό σθένος, πολύ τσαγανό για τις δύσκολες μέρες που έρχονται. Το ‘χεις;

Η μεσογειακή, ηλιόλουστη, εύχαρις, παρά τα τόσα μείον της, Αθήνα των ποιητών, των ρομαντικών και του συλλογικού φαντασιακού δεν είναι ακριβώς η πόλη που εγγυάται μια κακή ψυχολογία. Κι όμως, τα ποσοστά κατάθλιψης και αυτοκτονικών τάσεων τριπλασιάστηκαν μέσα στην τριετία 2009-11, με την πλειονότητα να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την κρίση, καθώς το άγχος, η αγωνία και η οικονομική δυσπραγία σπρώχνουν μεγάλη μερίδα πολιτών στην απόγνωση. Άνθρωποι πνιγμένοι στα χρέη, απολυμένοι, γυναίκες, άνεργοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι οι πιο «ευαίσθητες» κατηγορίες.

Τα αιτήματα συμπολιτών μας με σοβαρά οικονομικά προβλήματα προς τις υποστηρικτικές μονάδες την ίδια περίοδο αυξήθηκαν κατά 20%-30%, όπως επισημάνθηκε στο 38ο Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο που έγινε τον Μάιο στην Αθήνα. Παιδιά και έφηβοι συχνά μοιράζονται ή υφίστανται την πίεση και το άγχος των γονιών.

Οι εισαγωγές στην Ψυχιατρική Κλινική του Ευαγγελισμού υπερδιπλασιάστηκαν φέτος, αύξηση που ο διευθυντής της Κώστας Αλεξανδρόπουλος αποδίδει κυρίως «στην καταθλιπτική διάθεση που προκαλεί η οικονομική κατάσταση». Στο Δαφνί εξετάστηκαν φέτος πάνω από 36.000 άτομα, αριθμός-ρεκόρ, ενώ οι δύο στους δέκα που επισκέφτηκαν τα Επείγοντα είναι ηλικίας 18-30 ετών. Οι αυτοκτονίες, πάλι, ανέβηκαν μέσα σε ένα εξάμηνο 40% συγκριτικά με πέρσι. Για το 2013 οι προβλέψεις είναι ακόμα πιο δυσοίωνες, εφόσον ήδη μετράμε ένα τρίτο μνημόνιο, το ασφυκτικότερο όλων, με την ανεργία-τέρας να έχει ξεπεράσει φέτος ήδη από τον Ιούλιο το 25% (κοντά 1,5 εκατ. ψυχές), έχοντας πολύ υψηλότερα ποσοστά στις νεότρες ηλικίες, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία.

Με τη διάθεση να σέρνεται, εύκολα καταφεύγεις στις ουσίες, στο πιοτό, στα ψυχοφάρμακα (35% πάνω από το 2006), κι αν δεν βρεις γερά κρατήματα, ίσως φλερτάρεις και με το αδιανόητο: «Μολονότι έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών διεθνώς, ο ρυθμός ανόδου τους είναι από τους υψηλότερους. Προσωπικά, δεν θεωρώ κάθε αυτοκτονία καθαρά ψυχοπαθολογικό γεγονός. Ορισμένες περιπτώσεις φέτος συνδύαζαν αδιέξοδο και απελπισία, που, ταυτόχρονα, έδιναν κάποιο πολιτικό μήνυμα (π.χ. του Δημήτρη Χριστούλα, του αυτόχειρα του Απριλίου στο Σύνταγμα, καθώς και του 44χρονου Αθηναίου δασκάλου Σάββα Μετοικίδη, που απαγχονίστηκε στο πατρικό του, στη Σταυρούπολη). Δείτε επίσης την πρόσφατη αυτοκτονία του 60χρονου Βορειοελλαδίτη που αυτοκτόνησε όταν του έκοψαν την αναπηρική σύνταξη. Τα χαρακτηριστικά της μοιάζουν με αυτά της συντριπτικής πλειονότητας των αυτοκτονιών «εξαιτίας του μνημονίου». Ήταν το μόνο μέσο αυτή η γλίσχρα σύνταξη για να ζει αυτός και η οικογένειά του. Δεν γύρισε σπίτι. Τηλεφώνησε ότι “αισθάνομαι άχρηστος, δεν έχω πια τίποτα να προσφέρω”. Είναι μια συγκεκριμένη ενέργεια, το κόψιμο της σύνταξης, που οδήγησε σε μια “υποκινούμενη αυτοκτονία”, ουσιαστικά δολοφονία. Επιμένω στον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό γι’ αυτές τις αυτοκτονίες. Κάθε άνοδος της ανεργίας κατά 3% αυξάνει τις αυτοκτονίες 5% και τους θανάτους από αλκοόλ κατά 30%. Δεν πρέπει να ψυχιατρικοποιούμε καμιά έκφραση της ανθρώπινης οδύνης αλλά να προσπαθούμε να διαβάσουμε το μήνυμα, όπως κι αν μεταδίδεται. Μόνο έτσι μπορούμε πραγματικά να κατανοήσουμε και αντίστοιχα να “απαντήσουμε”, αντί να διαχειριζόμαστε ή να καταστέλλουμε με ψυχοφάρμακα ή/και εγκλεισμό», λέει ο Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου, ψυχίατρος του ΨΝΑ Αττικής και του ΚΨΥ Αγίων Αναργύρων. «Η κρίση, εν τέλει, ακουμπά στην απώλεια της προσωπικής ταυτότητας και του ίδιου του νοήματος της ζωής», συμπληρώνει.

Η κατάσταση φυσικά χειροτερεύει όσο δεν διαφαίνεται καμιά ικανή προοπτική βελτίωσης. Η διάλυση κάθε βεβαιότητας (εργασία, ασφάλιση, πρόνοια) συν η αίσθηση απουσίας του όποιου μέλλοντος δύσκολα αντέχονται, εφόσον δεν υπάρχει χειρότερο από το να σε εγκαταλείπει ακόμα κι η ελπίδα. Σε έναν συμβατικό πόλεμο έχεις τουλάχιστον να πιστέψεις στη νίκη, οι σύγχρονοι οικονομικοί πόλεμοι συχνά δεν σου παραχωρούν ούτε αυτή την πολυτέλεια!

Η οικονομική κρίση αποτελεί την κύρια αιτία εμφάνισης συμπτωμάτων κατάθλιψης παγκοσμίως, σύμφωνα με στοιχεία της ΠΟΥ, απειλώντας να γίνει μέχρι το 2020 η δεύτερη αιτία ανικανότητας για εργασία διεθνώς. Η επιδείνωση της υγείας, ψυχικής και σωματικής (η πρώτη, άλλωστε, προϋποθέτει καταρχάς τη δεύτερη), σε συνδυασμό με την υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και την αύξηση του κόστους περίθαλψης, παρατηρήθηκε σχεδόν παντού απ’ όπου πέρασε το ΔΝΤ. Στην Αργεντινή, όπου ο μισός πληθυσμός έμεινε δίχως ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τη δεκαετία 1991-2001, οι επισκέψεις σε ψυχολόγους λόγω κατάθλιψης αυξήθηκαν κατά 40% (επιστημονική επιθεώρηση «Plos», 2008).

Είμαστε, άραγε, έτοιμοι εδώ ν’ αντιμετωπίσουμε την έκτακτη ζήτηση; «Παρά τη δήλωση της υφυπουργού Υγείας ότι δεν προβλέπονταν περικοπές στην ψυχική υγεία, ο φετινός προϋπολογισμός μειώθηκε στο μισό. Κι ενώ ανάγκες και αιτήματα πολλαπλασιάζονται, οι εργαζόμενοι δουλεύουμε απλήρωτοι πολλούς μήνες τώρα ώστε να διατηρούνται οι παρεχόμενες υπηρεσίες και να μη δημιουργηθούν πάλι μικρά άσυλα, αντί για δομές αποασυλοποίησης… Οι εξελίξεις μας ανάγκασαν να βγούμε από τον μικρόκοσμό μας και να οργανωθούμε. Ανακαλύπτοντας τη συλλογική δύναμη γινόμαστε, εξάλλου, συνεπείς με τον θεραπευτικό μας ρόλο», θα πει ο Απόστολος Σαμπαζιώτης, μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Εργαζομένων ΣΕΨΑΕΚΟ.

Ο φόβος, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα επιδεινώνουν την κατάσταση ανθρώπων ήδη επιρρεπών στην κατάθλιψη και άλλες ψυχικές δυσλειτουργίες. Ακόμα και φύσει ανοικτοί, αισιόδοξοι άνθρωποι είναι πιθανό να εμφανίσουν τέτοια συμπτώματα, όπως θα σας βεβαιώσει και κάποιος που λόγω επαγγελματικής διαστροφής παρακολουθεί ειδήσεις καθημερινά!

Όμως, τι, θα τη βγάζουμε στο εξής με Joy Division και κατασταλτικά; «Όχι βέβαια… Η κρίση είναι επίσης μια ευκαιρία να ζήσει κανείς την αλλαγή του, να δει πού θα τον πάει η προσωπική του διαδρομή. Το αν θα επιλέξω να ανακαλύψω δυνάμεις που αγνοούσα ή να κλειστώ στον εαυτό μου εξαρτάται από την ιστορία μου, την τύχη, τις συνήθειές μου κ.λπ. Οι συλλογικότητες, η αίσθηση κοινότητας, η σχέση με τον άλλο γενικότερα φαίνεται να ανταποκρίνονται στην ανάγκη μας για έναν τόπο όπου μπορούμε να μοιραστούμε εμπειρίες, συναισθήματα, φόβους, αγωνίες, όνειρα», συμπληρώνει ο νεαρός ψυχολόγος κι εγώ θυμάμαι τον Ρίλκε που έγραφε για τον εν τέλει θεραπευτικό αλλά και παιδαγωγικό ρόλο της ψυχής, όσον αφορά τις δυσκολίες και τις ασθένειες, σωματικές και ψυχικές.

Την κρίση ως ατομική αλλά και συλλογική πρόκληση προτείνει ν’ αντιμετωπίσουμε και ο «πρεσβύτερος» Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου: «Όπως έχει παρατηρηθεί σε αντίστοιχες ιστορικές καταστάσεις βαθιάς κοινωνικής κρίσης, τρόμου, πείνας, καταπίεσης κ.λπ., όπως ο Β’ Παγκόσμιος, είναι περισσότερο ο φόβος, παρά οι ίδιες οι βάρβαρες συνθήκες ή τα μέτρα, που μουδιάζει και παραλύει τους ανθρώπους. Ψυχολογία της αντίστασης σημαίνει ότι αποδέχομαι μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, όχι για να υποταχθώ σε αυτήν αλλά για να συγκρουστώ μαζί της και να την ανατρέψω».

Βάζω στ’ ακουστικά New Order, Blue Monday. Βγαίνω έξω. Αναζητώ τους φίλους, τη «φυλή» μου. Με λένε Θοδωρή και αποφασίζω ότι είμαι εντάξει.

Oct 292012
 

«Μεταμοντέρνος» ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας

του Κώστα Δουζίνα

Δεν είναι λοιπόν η Χρυσή Αυγή αντισυστημική, αλλά η τελευταία γραμμή άμυνας του συστήματος. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι νεαροί οπαδοί δεν πρέπει να ξεγράφονται ως σκληροπυρηνικοί φασίστες. Μπορεί να είναι ευάλωτοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη βοήθεια για να καταλάβουν την ιστορία και την θέση τους.

Είναι αλήθεια ότι σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται άνοδος των ρατσιστικών κομμάτων και ιδεολογιών. Το νέο-ναζιστικό κόμμα Jobbik στην Ουγγαρία μετακινήθηκε από το 2% στις εκλογές του 2006 στο 17% το 2012. Το Κόμμα Ελευθερίας του Geerd de Wilder στην Ολλανδία από το 6% το 2006 πήγε στο 16% το 2010 και το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο από το 11% το 2007 στο 18% το 2012. Και φυσικά η Χρυσή Αυγή. Την ίδια περίοδο η ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται πάνω από το 10%, με την ανεργία των νέων στο 22%. Η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη στη λίστα, με 55%. Η κρίση και η λιτότητα εξοντώνουν μια ολόκληρη γενιά, διαπράττοντας μια γενοκτονία ή γενιακτονία, για την οποία η συνομοταξία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δε φαίνεται να νοιάζεται πολύ.

Η καταστροφή του κοινωνικών υποδομών μέσω της λιτότητας είναι μια συνήθης αιτία της ανόδου του φασισμού και του ρατσισμού. Ωστόσο, ιστορικές και πολιτικές διαφορές οδηγούν σε διαφορετικές μορφές του. Η υψηλή ανεργία στην Ισπανία δεν έχει οδηγήσει σε άνοδο του φασισμού, ενώ η σταθερή εργασία στην Γαλλία από την άλλη πλευρά συμπίπτει με την άνοδο του Εθνικού Μετώπου. Στην Ολλανδία, τη Γαλλία και τη Βρετανία, η ακροδεξιά στοχοποιεί τους Μουσουλμάνους και την ισλαμική θρησκεία. Στην Ουγγαρία, όπου υπάρχει μικρή μετανάστευση, στοχοποιεί τους Εβραίους, τους Ρομά και τους ομοφυλόφιλους, ενώ στην Ελλάδα τους μετανάστες και τους ομοφυλόφιλους. Τα κοινά χαρακτηριστικά όλων παραμένουν η επιλογή ενός αδύναμου και ευάλωτου «Άλλου», ο οποίος τότε παρουσιάζεται ως η αιτία όλων των κακών. Αλλά, σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους, όταν ο αντισημιτισμός, ένωνε την ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας είναι «μεταμοντέρνος»: έχει μια πληθώρα στόχων, που μεταβάλλονται από τόπο σε τόπο ακόμη και εντός της ίδια χώρας.

Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το μοτίβο του αποδιοπομπαίου τράγου μετακινήθηκε από τους Ασιάτες το ‘60 και το ‘70, στους λεγόμενους «ψευδο-πρόσφυγες» του’ 90 και στους «παράνομους» μετανάστες («λαθρομετανάστες») και πρόσφατα στους μουσουλμάνους. Ο σύγχρονος ρατσισμός είναι δικτυωμένος, οριζόντιος και ευκίνητος. Δίνει έμφαση στην κοινή συμπεριφορά, παρά στην κοινή άποψη ή λογική. Ο Νορβηγός δολοφόνος Μπρέιβικ μπορεί να αποτελεί μια ακραία περίπτωση, αλλά στους ασυνάρτητους συνειρμούς του και στις ανατριχιαστικές δολοφονίες του, συμβολίζει αυτό το πεδίο.

Η ποικιλία ανά τις χώρες συνδέεται επίσης με τις πολιτικές στρατηγικές των αστικών κομμάτων. Ένα κατάλοιπο ιστορικού ρατσισμού ενυπάρχει σε όλες της ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, συνήθως ενσωματώνεται από τα αστικά δεξιά κόμματα. Αυτό τελευταία έχει μεταβληθεί, και ρατσιστικές δηλώσεις και ενέργειες πολιτικών έχουν συντελέσει στην άνοδο της ακροδεξιάς. Ο Βίκτορ Ορμπάν, ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας έχει επιτεθεί στους Ρομά και στους ομοφυλόφιλους, και έχει δημιουργήσει το κλίμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το Jobbik. Οι πολιτικές του Σαρκοζί εναντίον των Ρομά και του Ισλάμ έχουν δώσει μεγάλη ώθηση στο Εθνικό Μέτωπο. Με παρόμοιο τρόπο, η Νέα Δημοκρατία επιτίθεται στους μετανάστες και στις οροθετικές και δημιουργεί μια πολιτική ατζέντα για την Χρυσή Αυγή. Αυτά είναι τα άμεσα αποτελέσματα της μετακίνησης της πολιτικής σε μια τεχνοκρατική διακυβέρνηση και των πολιτικών ελίτ σε έναν ακραίο κυνισμό και μηδενισμό. Η ηθική παρακμή του συστήματος εξουσίας είναι ένα από τα χειρότερα χαρακτηριστικά της «μεταδημοκρατικής κατάστασης». Κι αυτό ακριβώς το ηθικό κενό των ελίτ που αποκαλύπτεται κάθε μέρα προσπαθεί να καλύψει ο φασισμός με τον εθνικισμό, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, δηλαδή τις πιο επιθετικές μορφές ανηθικότητας.

Αν στραφούμε τώρα στην επιχειρηματολογία που επιστρατεύει ο ρατσισμός και ο φασισμός για να προσηλυτίσουν τους οπαδούς τους, μπορούμε να ανιχνεύσουμε δύο ψυχολογικές στρατηγικές σε λειτουργία. Η πρώτη είναι η πίστη ότι «Άλλος» υφαρπάζει την απόλαυσή μας. Καίτοι φτωχοί και διωκόμενοι, αυτοί οι «Άλλοι» έχουν καλύτερη μουσική και φαγητό, ισχυρές κοινότητες και καλό σεξ, αξιαγάπητα παιδιά και διασκέδαση, αυτού του είδους τα πράγματα που «εμείς» έχουμε χάσει. Μνησικακία, φθόνος και μίσος είναι τα αποτελέσματα. Η εχθρικότατα απέναντι σε αυτούς τους «κατώτερους» άλλους είναι μια στρατηγική άμυνας και μια συμπτωματική αντιστροφή του αισθήματος ότι «εμείς», οι γηγενείς και οι καθαροί, είμαστε στην πραγματικότητα κατώτεροι.

Η δεύτερη στρατηγική είναι σχεδόν η αντίθετη, μια ακραία προσπάθεια «εκλογίκευσης» της κρίσης. Βασισμένη στην πίστη ότι τίποτα δεν υπάρχει χωρίς κάποιο λόγο, προσπαθεί να ανακαλύψει μια κοινή αιτία για όλα τα κακά που μας συμβαίνουν. Η πληθώρα προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε ως άτομα ή συλλογικότητες, οι οικονομικές δυσκολίες, η πολιτική ανικανότητα, η κοινωνική παρακμή, οι οικογενειακές δυσλειτουργίες και η ηθική κατάρρευση ερμηνεύονται ως εάν να έχουν όλα μια κοινή αιτία. Φυσικά τα αίτια της κρίσης είναι πολλά, ποικίλα και συχνά μη συσχετιζόμενα. Αλλά η στρατηγική της «εκλογίκευσης» υποστηρίζει ότι ο «Άλλος», ο «διαφορετικός» , ο «ξένος» βρίσκεται πίσω από τα προβλήματα, τα συνδέει όλα και προσφέρει μια εξήγηση για το σύνολο των δεινών μας. Μια σατανική παρουσία είναι υπεύθυνη για όλα όσα πάνε στραβά. Εδώ ο «Άλλος» λειτουργεί ως συνδετικό στοιχείο το οποίο συνέχει και συνθέτει όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του πάζλ, δημιουργώντας το πανόραμα της καταστροφής.

Αλλά υπάρχει ένας επιπλέον παράγοντας ιδιαιτέρως σημαντικός στη στρατολόγηση των νέων. Νεαροί άνδρες νιώθουν αυξανόμενα αποξενωμένοι και απειλούμενοι από την αβεβαιότητα, την έλλειψη ευκαιριών , μια ζωή στα όρια. Η οικογένεια μεγαλώνει τα αγόρια, τους «πρίγκιπες» και «κανακάρηδες», λέγοντάς τους ότι το μέλλον και ο κόσμος είναι δικός τους. Αλλά τώρα πια οι νέες γυναίκες τα καταφέρνουν καλύτερα στις σπουδές και οι παραδοσιακοί ρόλοι του «φύλου» στην εργασία και στην οικογένεια έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Μια αίσθηση ανεπάρκειας ακόμη και ένας μίσος προς τον ίδιο του τον εαυτό βρίσκει εκτόνωση σε βίαιες ταινίες και φαντασιώσεις, σε φονικά ηλεκτρονικά και διαδικτυακά παιχνίδια. Αυτή ακριβώς την εύθραυστη ταυτότητα εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιές οργανώσεις. Πολλοί νέοι άνδρες που μπορεί να οργανώνονται στη Χρυσή Αυγή δεν είναι κατ’ ανάγκη φασίστες ή ακραίοι εθνικιστές, δεν ξέρουν τίποτε για τον Ναζισμό, τον Χίτλερ, την κατοχή και την αντίσταση. Πράγματι δεν είναι ιδιαιτέρως ιδεολογική η θέση τους στην αρχή. Μπορεί να γίνονται εκ των υστέρων υπό την καθοδήγηση γηραιότερων και ιδεολογικά στρατευμένων στελεχών. Η Χρυσή Αυγή προσφέρει στους νέους άνδρες μια κοινότητα (ρητορικά και ενεργητικά) βίαιων ανδρών με αναγνωρίσιμους στόχους. Αυτό βοηθάει στην απόκρυψη του ενδημικού αυτό-μίσους πίσω από τη «συντροφική αγωνιστικότητα» και τις επιθέσεις εναντίον ανθρώπων οι οποίοι, τους λένε, έχουν ακόμη χαμηλότερο κοινωνικό status.

Η προβολή του Κασσιδιάρη και των άλλων «παλικαριών» είναι ακριβώς το αποτέλεσμα μια τέτοιας κουλτούρας ατομικής απογοήτευσης και πολιτισμικής βίας. Η υφέρπουσα κοινωνική βία που εμφανιζόταν στο παρελθόν με την εγκληματικότητα, τον χουλιγκανισμό και τις φαντασιώσεις βρίσκει τώρα ένα νόμιμο, προβεβλημένο, κοινοβουλευτικό ένδυμα. Έτσι ενώνονται γύρω από τον φασισμό οι «παραδοσιακοί» φασίστες που μέχρι πρόσφατα αναγκάζονταν να εκφράζονται από τα δεξιά «αστικά» κόμματα και οι λατρευτές της βίας που μπορεί να μην έχουν καμιά ιδεολογία. Είναι εκρηκτικό μείγμα που προσελκύει, προσωρινά ελπίζω, κάποιους απελπισμένους και καταστραμμένους της κρίσης. Όπως ξέρουμε βέβαια και από την ιστορία και από την Ελλάδα, οι φασίστες είναι τα τάγματα εφόδου του καπιταλισμού, η ακραία μορφή υπεράσπισης του όταν αισθάνεται απειλούμενος. Δεν είναι λοιπόν η Χρυσή Αυγή αντισυστημική, αλλά η τελευταία γραμμή άμυνας του συστήματος. Αυτό φυσικά σημαίνει ότι νεαροί οπαδοί δεν πρέπει να ξεγράφονται ως σκληροπυρηνικοί φασίστες. Μπορεί να είναι ευάλωτοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη βοήθεια για να καταλάβουν την ιστορία και την θέση τους.

Πηγή: 1againstracism.gr

Oct 172012
 

Πηγή: A User’s Guide to Power

When the attack is political… and personal

by Julie Diamond

It’s one thing to have your policies criticized. To be condemned by your political opponents. To be second guessed by pundits. But it’s another to have pornographic or racist cartoons and bumper stickers, as well as fabricated stories about you circulating freely in the media and on the internet.

That’s what both the Prime Minister of Australia, Julia Gillard, and President Barack Obama are putting up with. In Gillard’s case, even though Australians are used to a bare-knuckle style of Parliamentary debate, the vulgar, misogynist attack on Gillard goes way beyond even the most salacious rant. And the racist attacks on Obama, as well as challenges to his nationality, education, and religion are far out of line from simple political disagreement.

Both Gillard and Obama are firsts. They broke through a glass ceiling, And in both cases, right after their election, their countries basked in a post-election glow that quickly dissipated in the wake of reactionary and vicious attacks.

Can they defend themselves?

Gillard just did in a video clip going viral here in America, reported in a New Yorker article entitled, What Obama Could Learn from Julia Gillard’s Speech on Australian Misogyny?

But the title belies the fact that that at least 50% of the Australian public is comprised of women. To defend yourself, knowing you are also defending a sizeable segment of the population is different from defending yourself as a part of a smaller minority. And while conversations about gender and race are difficult, in America, real conversations about race are almost nonexistent.

Barack Obama is a Jackie Robinson for the 21st century. There’s nothing for him to do but be the best he can be.

Or is there?

What can one do when the attack is not only personal, but an attack on one’s social or racial or gender group?

This is not just about Obama or Gillard. It’s about everyone. We all have a social identity and stepping up in the public eye, in our current cultural climate means our social identity is fair game. If we actually make it past the stigma and get elected, or in the workplace, rise to a place of prominence, then we have to endure attacks, bullying, and in some cases, sabotage.

So what can we do when we are attacked not just for our policies, but for our social identity? There is nothing simple about this. There is no solution to this, no five easy steps for managing it. One reason it’s not so simple is because it’s a collective responsibility, not just the individual being attacked. It’s a cultural problem and requires a cultural solution. Here are some attitudes and frameworks I find helpful.

  • When you are a member of a marginalized group, you are a symbol and a trigger for a cultural conversation. This means it takes a special kind of person to be a ‘first.’ Not everyone has it in them. Nor should everyone. Deciding to put yourself in the spotlight, open to abuse, should be very carefully considered. Because it doesn’t just hurt feelings, it takes a toll on bodies and health. Being the target of abuse, no matter how high up you are, can be lethal.
  • Attacks are part of a conversation trying to and needing to happen. Culture evolves through conflict and painful as it is, it’s how culture changes. This means it doesn’t have to do with us personally. And that awareness alone can be protective. In some way allowing for the conversation to happen, or helping it go beyond vilification and surface stereotypes can help it move forward, and move off of you, and onto the issues needing to be discussed. During the 2008 campaign Obama’s speech, A More Perfect Union, in response to controversial remarks made by his former pastor, the Reverend Jeremiah Wright is such an example of moving the conversation forward, and off of the person.
  • Culture changes only when tolerance levels change. Tolerance doesn’t mean open-mindedness or acceptance. Tolerance means endurance. When we tough it out, we send the message that we can take it. We’re not affected. But unless people see the pain and suffering societal sadism causes, it keeps going. Bullying is now a conversation because, unfortunately, of suicide. Perhaps it’s not possible for leaders to show they suffer from attacks. Our society might not be able to appreciate that. But strength and power, while necessary for setting boundaries, sometimes needs to be complemented by an awareness of the impact of the attack. We need to humanize ourselves by recognizing and even showing the toll these attacks take in order for cultural tolerance levels to shift.
Oct 152012
 

Πηγή: Mad in America

Behavior Modification and an Authoritarian Society

What a fascinating thing! Total control of a living organism! —psychologist B.F. Skinner

The corporatization of society requires a population that accepts control by authorities, and so when psychologists and psychiatrists began providing techniques that could control people, the corporatocracy embraced mental health professionals.

In psychologist B.F. Skinner’s best-selling book Beyond Freedom and Dignity (1971), he argued that freedom and dignity are illusions that hinder the science of behavior modification, which he claimed could create a better-organized and happier society.

During the height of Skinner’s fame in the 1970s, it was obvious to anti-authoritarians such as Noam Chomsky (“The Case Against B.F. Skinner”) and Lewis Mumord that Skinner’s worldview—a society ruled by benevolent control freaks—was antithetical to democracy. In Skinner’s novel Walden Two (1948), his behaviorist hero states, “We do not take history seriously”; to which Mumford retorted, “And no wonder: if man knew no history, the Skinners would govern the world, as Skinner himself has modestly proposed in his behaviorist utopia.”

As a psychology student during that era, I remember being embarrassed by the silence of most psychologists about the political ramifications of Skinner and behavior modification.

In the mid-1970s, as an intern on a locked ward in a state psychiatric hospital, I first experienced one of behavior modification’s staple techniques, the “token economy.” And that’s where I also discovered that anti-authoritarians try their best to resist behavior modification. George was a severely depressed anti-authoritarian who refused to talk to staff but, for some reason, chose me to shoot pool with. My boss, a clinical psychologist, spotted my interaction with George, and told me that I should give him a token—a cigarette—to reward his “prosocial behavior.” I fought it, trying to explain that I was 20 and George was 50, and this would be humiliating. But my boss subtly threatened to kick me off the ward. So, I asked George what I should do.

George, fighting the zombifying effects of his heavy medication, grinned and said, “We’ll win. Let me have the cigarette.” In full view of staff, George took the cigarette and then placed it into the shirt pocket of another patient, and then looked at the staff shaking his head in contempt.

Unlike Skinner, George was not “beyond freedom and dignity.” Anti-authoritarians such as George—who don’t take seriously the rewards and punishments of control-freak authorities—deprive authoritarian ideologies such as behavior modification from total domination.

Behavior Modification Techniques Excite Authoritarians

If you have taken introductory psychology, you probably have heard of Ivan Pavlov’s “classical conditioning” and B.F. Skinner’s “operant conditioning.”

An example of Pavlov’s classical conditioning? A dog hears a bell at the same time he receives food; then the bell is sounded without the food and still elicits a salivating dog. Pair a scantily-clad attractive woman with some crappy beer, and condition men to sexually salivate to the sight of the crappy beer and buy it. The advertising industry has been utilizing classical conditioning for quite some time.

Skinner’s operant conditioning? Rewards, like money, are “positive reinforcements”; the removal of rewards are “negative reinforcements”; and punishments, such as electric shocks, are labeled in fact as “punishments.” Operant conditioning pervades the classroom, the workplace, and mental health treatment.

Skinner was heavily influenced by the book Behaviorism (1924) by John B. Watson. Watson achieved some fame in the early 1900s by advocating a mechanical, rigid, affectionless manner in child rearing. He confidently asserted that he could take any healthy infant and, given complete control of the infant’s world, train him for any profession. When Watson was in his early forties, he quit university life and began a new career in advertising at J. Walter Thompson.

Behaviorism and consumerism, two ideologies which achieved tremendous power in the twentieth century, are cut from the same cloth. The shopper, the student, the worker, and the voter are all seen by consumerism and behaviorism the same way: passive, conditionable objects.

Who are Easiest to Manipulate?

The corporatocracy is an authoritarian system requiring unquestioning obedience to authority. Those who rise to power in the corporatocracy are control freaks, addicted to the buzz of power over other human beings, and so it is natural for such authorities to have become excited by behavior modification.

Alfie Kohn, in Punished by Rewards (1993), documents with copious research how behavior modification works best on dependent, powerless, infantilized, bored, and institutionalized people. And so for authorities who get a buzz from controlling others, this creates a terrifying incentive to construct a society that creates dependent, powerless, infantilized, bored, and institutionalized people.

Many of the most successful applications of behavior modification have involved laboratory animals, children, or institutionalized adults. According to management theorists Richard Hackman and Greg Oldham in Work Redesign (1980), “Individuals in each of these groups are necessarily dependent on powerful others for many of the things they most want and need, and their behavior usually can be shaped with relative ease.”

Similarly, researcher Paul Thorne reports in the journal International Management (“Fitting Rewards,” 1990) that in order to get people to behave in a particular way, they must be “needy enough so that rewards reinforce the desired behavior.”

It is also easiest to condition people who dislike what they are doing. Rewards work best for those who are alienated from their work, according to researcher Morton Deutsch (Distributive Justice, 1985). This helps explain why attention deficit hyperactivity disorder (ADHD)-labeled kids perform as well as so-called “normals” on boring schoolwork when paid for it (see Thomas Armstrong’s The Myth of the A.D.D. Child, 1995). Correlatively, Kohn offers research showing that rewards are least effective when people are doing something that isn’t boring.

In a review of the literature on the harmful effects of rewards, researcher Kenneth McGraw concluded that rewards will have a detrimental effect on performance under two conditions: “first, when the task is interesting enough for the subjects that the offer of incentives is a superfluous source of motivation; second, when the solution to the task is open-ended enough that the steps leading to a solution are not immediately obvious.”

Kohn also reports that at least ten studies show rewards work best on simplistic and predictable tasks. How about more demanding ones? In research on preschoolers (working for toys), older children (working for grades) and adults (working for money), all avoided challenging tasks. The bigger the reward, the easier the task that is chosen; while without rewards, human beings are more likely to accept a challenge.

So, there is an insidious incentive for control-freaks in society—be they psychologists, teachers, advertisers, managers, or other authorities who use behavior modification. Specifically, for controllers to experience the most control and gain a “power buzz,” their subjects need to be infantilized, dependent, alienated, and bored.

The Anti-Democratic Nature of Behavior Modification

Behavior modification is fundamentally a means of controlling people and thus for Kohn, “by its nature inimical to democracy, critical questioning, and the free exchange of ideas among equal participants.”

For Skinner, all behavior is externally controlled, and we don’t truly have freedom and choice. Behaviorists see freedom, choice, and intrinsic motivations as illusory, or what Skinner called “phantoms.” Back in the 1970s, Noam Chomsky exposed Skinner’s unscientific view of science, specifically Skinner’s view that science should be prohibited from examining internal states and intrinsic forces.

In democracy, citizens are free to think for themselves and explore, and are motivated by very real—not phantom—intrinsic forces, including curiosity and a desire for justice, community, and solidarity.

What is also scary about behaviorists is that their external controls can destroy intrinsic forces of our humanity that are necessary for a democratic society.

Researcher Mark Lepper was able to diminish young children’s intrinsic joy of drawing with Magic Markers by awarding them personalized certificates for coloring with a Magic Marker. Even a single, one-time reward for doing something enjoyable can kill interest in it for weeks.

Behavior modification can also destroy our intrinsic desire for compassion, which is necessary for a democratic society. Kohn offers several studies showing “children whose parents believe in using rewards to motivate them are less cooperative and generous [children] than their peers.” Children of mothers who relied on tangible rewards were less likely than other children to care and share at home.

How, in a democratic society, do children become ethical and caring adults? They need a history of being cared about, taken seriously, and respected, which they can model and reciprocate.

Today, the mental health profession has gone beyond behavioral technologies of control. It now diagnoses noncompliant toddlers with attention deficit hyperactivity disorder, oppositional defiant disorder, and pediatric bipolar disorder and attempts to control them with heavily sedating drugs. While Big Pharma directly profits from drug prescribing, the entire corporatocracy benefits from the mental health profession’s legitimization of conditioning and controlling.

Bruce E. Levine, a practicing clinical psychologist, writes and speaks about how society, culture, politics and psychology intersect. His latest book is Get Up, Stand Up: Uniting Populists, Energizing the Defeated, and Battling the Corporate Elite. His Web site is www.brucelevine.net

Oct 032012
 

Ο Bruce Levine, Ph.D., μιλά για τη σχέση της ψυχολογίας με τις δομές εξουσίας. Μια σχέση διαχρονική και επικίνδυνη. Αξίζει μια ανάγνωση, μάλλον πολλές αναγνώσεις.

Πηγή: Mad in America

How Psychologists Meet the Needs of the “Power Structure”: A Talk at the Psychologists for Social Responsibility Conference

By the 1980s, as a clinical psychology graduate student, it had become apparent to me that the psychology profession was increasingly about meeting the needs of the “power structure” to maintain the status quo so as to gain social position, prestige, and other rewards for psychologists.

The Backward March of Psychologists

The academic psychology that I entered as a psychology major in the 1970s was by no means perfect. There was a dominating force of manipulative, control-freak behaviorists who appeared to get their rocks off conditioning people as if they were rats in a maze. However, there was also a significant force of people such as Erich Fromm who believed that an authoritarian and undemocratic society results in alienation, and that this was a source of emotional problems. Fromm was concerned about mental health professionals helping people to adjust to a society with no mind to how dehumanizing that society had become. Back then, Fromm was not a marginalized figure; his ideas were taken seriously as he had best sellers such as The Art of Loving, and he appeared on national television.

However, by the time that I received my Ph.D. in 1985—from an American Psychological Association approved clinical psychology program—people with ideas such as Fromm’s were at the far margins. By then, the focus was the competition as to what treatment could get patients back on the assembly line quickest. The competition winners that emerged, owing much more to public relations than science, were cognitive-behavioral therapy in psychology and biochemical psychiatry in psychiatry. By the mid-1980s, psychiatry was beginning to become annexed by pharmaceutical companies and forming what we now have, a “psychiatric-pharmaceutical industrial complex.” And increasingly marginalized was the idea that treatment that consisted of manipulating and medicating alienated people to adjust to this crazy rat race and thus maintain the status quo was a political act, a problematic one for people who cared about democracy.

My “Tactical Withdrawal” from Mainstream Psychology

After graduating, it seemed clear to me that academic clinical psychology and psychiatry departments, hospitals, and the mainstream clinical institutional worlds were going to depress, damage, and enrage me more than I was going to make a dent in reforming them, so I made a “tactical withdrawal” into private practice. Only several years later, in the late 1990s, did I begin to go public—writing articles and books, giving media interviews and talks about the problems in the mental health profession.

A major motivation for my going public was that I was embarrassed by the direction of my profession, and I wanted to separate myself from it. I remember thinking, half seriously, that when all these kids who were having a difficult time fitting into dehumanizing environments and who were getting increasingly drugged—first with psychostimulants and then with antidepressants and antipsychotics—grew up and figured out what had happened to them, they would get pretty enraged; and if ever there was a revolution and it resembled the French Revolution, then instead of kings, queens, and priests’ heads being placed in guillotines, it would be shrinks’ heads; and I thought that if I spoke out, maybe I might get spared.

Over the years, I discovered a handful of other psychologists and even a few courageous psychiatrists who were also speaking out against mainstream psychology and psychiatry, and most of them have paid a severe professional price of marginalization. I also came across psychologist authors who were not routinely discussed by mainstream mental health professionals but whom I respected. One such psychologist author/activist was Ignacio Martin-Baró.

Martin-Baró was a social psychologist and priest in El Salvador who popularized the term “liberation psychology” and who was ultimately assassinated by a U.S. trained Salvadoran death squad in 1989. Most U.S. psychologists are unaware of him, though he is known to many of you here at this Psychologists for Social Responsibility conference.

One observation by Martin-Baró about U.S. psychology was that “in order to get social position and rank, it negotiated how it would contribute to the needs of the established power structure.” We can see that in many ways. I want to start with the most visible evidence of this at the tip of the iceberg, but I also want to talk about the more submerged part of this iceberg that may even be more troubling for democracy and democratic movements.

Meeting the Needs of the Power Structure: The Tip of the Iceberg

On the obvious level, we can see psychologists meeting the needs of the power structure for social position and rank in the recent policies of the American Psychological Association (APA). For several years, the APA not only condoned but actually applauded psychologists’ assistance in interrogation/torture in Guantánamo and elsewhere. When it was discovered that psychologists were working with the U.S. military and the CIA to develop brutal interrogation methods, the APA assembled a task force in 2005 to examine the issue and concluded that psychologists were playing a “valuable and ethical role” in assisting the military. And in 2007, an APA Council of Representatives retained this policy by voting overwhelmingly to reject a measure that would have banned APA members from participating in abusive interrogation of detainees. It took until 2008 for APA members to vote for prohibiting consultations in interrogations.

Also at the tip of this iceberg of how psychologists have met the needs of the power structure are the efforts of perhaps the most famous academic psychologist in the U.S., who is also a former president of the APA, a man who once did some worthwhile work with learned helplessness. Of course, I’m talking about Martin Seligman, who more recently has consulted with the U.S. army’s Comprehensive Soldier Fitness program—this for not only social position and rank but for several million dollars for his University of Pennsylvania Positive Psychology Center, according to the Philadelphia Inquirer, which quoted Seligman saying, “We’re after creating an indomitable military.”

To give you an example of how positive psychology is used in this Comprehensive Soldier Fitness program, in one role play, a sergeant is asked to take his exhausted men on one more difficult mission, and the sergeant is initially angry saying that “It’s not fair”; but in the role play, he’s “rehabilitated” to reframe the order as a compliment, concluding, “Maybe he’s hitting us because he knows we’re more reliable.”

This kind of “positive reframing” and the use of psychology and psychiatry to manipulate and medicate people— one in six U.S. armed service members are taking at least one psychiatric drug, many in combat zones —so as to adjust to dehumanizing environments has concerned many critical thinkers for quite some time, from Aldous Huxley in Brave New World, to Erich Fromm in The Sane Society, to more recently, Barbara Ehrenreich in Bright-Sided.

The Submerged Iceberg: How Psychologists Subvert Democratic Movements

I want to turn now to the more submerged, less visible but more ubiquitous ways that psychologists are meeting the needs of the power structure and subverting democracy and democratic movements.

One major area that concerns me is the everyday pathologizing and diseasing of anti-authoritarians. This is quite scary because anti-authoritarians are absolutely vital for democracy and democratic movements. I want to talk about how this is being done, but first let me define authoritarianism and anti-authoritarianism

Authoritarianism is unquestioning obedience to authority. Authoritarians in control demand unquestioning obedience, and authoritarian subordinates give them that unquestioning obedience. In contrast, anti-authoritarians question the legitimacy of an authority before taking it seriously. Does the authority know what it’s talking about or not? Does it tell the truth or lie? Does it care about the people who are taking it seriously or is it exploitative? And if anti-authoritarians assess an authority to be illegitimate, they then challenge and resist it.

So, of course anti-authoritarians are essential for democracy and democratic movements. And by pathologizing and “treating” anti-authoritarians, psychologists and other mental health professionals are taking them off “democracy battlefields.”

I began to think about this problem of psychologists pathologizing anti-authoritarians when I was in graduate school in the early 1980s. Prior to that, in 1970s—when mental health professionals were moving forward instead of backward—psychiatry, in response to the pressure of gay activists, had removed homosexuality as a mental illness from their diagnostic bible, the DSM. But 1980 was a sad year—Erich Fromm died, Ronald Reagan became president, and the DSM III was published in 1980, my second year of graduate school.

The DSM III was a huge expansion of psychiatric disorders, with many more child and adolescent diagnoses, and I immediately noticed that the DSM III was pathologizing stubbornness, rebellion, and anti-authoritarianism. Some of these new diagnoses subtly pathologized rebellion, but one diagnosis was in-your-face obvious pathologizing of rebellion—“oppositional defiant disorder” (ODD).

For those of you who are not clinicians, ODD kids are not doing anything illegal. ODD kids are not the kids who once were labeled “juvenile delinquents”—that’s “conduct disorder.” No, the official symptoms of ODD include “often actively defies or refuses to comply with adult requests or rules” and “often argues with adults.”

When I discovered ODD, I told some of my professors that I was already a little embarrassed by the profession but now I’m really embarrassed—didn’t psychologists realize that just about every great American activist from Saul Alinsky to Harriet Tubman, to many great artists and scientists, to scientist-activists such as Albert Einstein would have been diagnosed with ODD? In response, they diagnosed me as having “issues with authority.” I definitely do have issues with authorities who don’t know what the hell they are talking about—this another reason that I withdraw from the mainstream mental health professional world.

Anti-Authoritarians Kept Off Democracy Battlefields

So, I went into private practice, and I have received many referrals for these teenagers diagnosed with ODD from colleagues who are uncomfortable with these kids. As I worked with these kids, I found that not only did I like most of them but I also respected the vast majority of them, as they have real courage. They don’t comply with authorities whom they consider to be illegitimate, and most of the time, I concur with their assessment. If they do respect an authority, they aren’t obnoxious, and usually they clamor for adults whom they can respect and who genuinely respect them. Not only are these kids not mentally ill, many of them are what I consider to be the hope of the nation.

Over the years, I have worked not only with ODD teens but also with adults diagnosed with depression, anxiety disorder, and substance abuse, and with psychiatric survivors who have been previously diagnosed with various psychoses. What’s impossible for me to ignore is how many of these individuals diagnosed with mental disorders are essentially anti-authoritarians. It began to be increasingly clear to me that this was potentially a large army of anti-authoritarian activists that mental health professionals are keeping off democracy battlefields by convincing them that their depression, anxiety, and anger are solely a result of their mental illnesses and not, in part, a result of their pain over being in dehumanizing environments.

Earlier this year, I wrote a piece for AlterNet called Would We Have Drugged Up Einstein?” about why anti-authoritarians are diagnosed with mental illness, and it was picked up by several other Internet zines. I received a huge response, including many emails from people who have been diagnosed with depression and anxiety disorder who positively resonated with this particular sentence: “Often a major pain of their lives that fuels their anxiety and/or depression is fear that their contempt for illegitimate authorities will cause them to be financially and socially marginalized, but they fear that compliance with such illegitimate authorities will cause them existential death.”

So, over the years, I have become increasingly confident that there is huge group, a potential army of anti-authoritarian activists who are being pacified by the mental health profession and taken off democracy battlefields. And this, I think, is one important reason why the number of Americans actively involved in democratic movements is so low.

Of course this is not the only reason for political passivity in the United States, as there are many spokes on the U.S. political passivity wheel. The decimation of labor unions disempowering working people, as 35% of working people in the 1950s were in unions, compared to 12% today and only 7% among non-public employees. Increased workplace surveillance to go along with government surveillance which pacifies people. Social isolation—25% of Americans don’t have a single confidante in their lives—preventing even the possibility of solidarity. Staggering student-loan debt, which breaks young people’s spirit of resistance. Extremist consumerism that weaken us. And so forth. But the pacifying spoke in the wheel that I feel the greatest obligation to talk about most loudly is how our mental health profession is taking anti-authoritarians off democracy battlefields.

Psychologists’ Unavoidable Political Choice

If you look at the history of top-down hierarchical civilization, the reality is that there have always been power structures. There has been the ruling power structure of the combination of the monarchy and the church. And today in the U.S. and many other nations, the ruling power structure is the corporatocracy—giant corporations, the wealthy elite, and their politician collaborators.

All power structures throughout history have sought to use groups of people, especially among so-called professionals, who will control the population from rebelling against injustices. Power structures have used clergy—that’s why clergy who cared about social justice and who were embarrassed by their profession created “liberation theology.” Power structures have certainly used police and armies, as has been done throughout American history to try to break the U.S. labor movement. And the U.S. power structure now uses mental health professionals to manipulate and medicate people to adapt and adjust and thereby maintain the status quo, regardless of how insane the status quo has become.

So, mental health professionals have a choice. They can meet the needs of the power structure by only focusing on adjusting and adapting to what I think is an increasingly insane U.S. society. By insane I mean multiple senseless wars that Americans don’t even know why we are fighting. By insane I mean prisons-for-profit corporations such as Correction Corporation of America buying prisons from states and demanding in return a 90% occupancy guarantee—this actually occurred recently in my state of Ohio. And so on.

Or mental health professionals can act very differently. Clinicians can recognize that many among their clientele diagnosed with depression, anxiety disorder, and substance abuse are not essentially biochemicaly ill but are essentially anti-authoritarians. Not all of them are anti-authoritarians but many of them are. And that self-destructive behaviors are fueled by a variety of pains, one such pain is the direct and indirect impact of illegitimate authorities at all kinds of levels in people’s lives. And pained anti-authoritarians can be exposed to the idea that throughout history many people, famous and not-so-famous, from Buddha to Malcolm X, have transformed their pain and their self-destructive behaviors to constructive behaviors through art, spirituality, and also activism.

And once anti-authoritarians have their pain and their anti-authoritarianism validated and feel more whole, they are likely to become less on the defensive and more secure. That’s when the real fun begins, as we can move to the next level—we can learn to get along with one another. When anti-authoritarians regain the energy to do battle with the corporatocracy and learn to get along with one another, watch out—we might actually achieve something closer to democracy in the United States.

Bruce E. Levine, a practicing clinical psychologist, writes and speaks about how society, culture, politics and psychology intersect. His latest book is Get Up, Stand Up: Uniting Populists, Energizing the Defeated, and Battling the Corporate Elite. His Web site is www.brucelevine.net. This article is also being simultaneously published in the October Z Magazine.

Sep 232012
 

Ένα ενδιαφέρον άρθρο στο Βήμα Science σήμερα. Δεν περιγράφει όλους τους νέους όμως. Γνωρίζω πολλούς, πάρα πολλούς, που παραμένουν στη γενιά του ‘εμείς’. Παρ’ όλα αυτά, περιγράφει μια υπαρκτή πραγματικότητα.

 

Πηγή: Το Βήμα (αναδημοσίευση από το New Scientist)

Η Γενιά του Εγώ

της Laura Spinney

Οταν ήταν παιδιά τους έλεγαν ότι είναι οι καλύτεροι. Σήμερα παίρνουν αντικαταθλιπτικά γιατί αισθάνονται ότι δεν ανταποκρίνονται στην εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους. Ποιoς φταίει;

Εδώ και μερικές δεκαετίες τα παιδιά του δυτικού κόσμου μεγαλώνουν με κανακέματα και επαίνους και διαρκείς τονωτικές ενέσεις του Εγώ τους σε μια καλών προθέσεων προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής τους. Πού οδήγησε αυτό; Στην εμφάνιση μιας γενιάς που αν και επισήμως ονομάζεται Γενιά Υ (ως διάδοχος της Γενιάς Χ), τώρα διεκδικεί τον καθόλου κολακευτικό τίτλο της «Γενιάς του Εγώ». Οι εκπρόσωποί της εμφανίζονται εγωκεντρικοί και νάρκισσοι, έχουν υπερτιμημένη άποψη για τον εαυτό τους και διακατέχονται από υπερβολικά υψηλές και έξω από τις δυνατότητές τους προσδοκίες, με αποτέλεσμα να «λυγίζουν» ευκολότερα κάτω από τις δυσκολίες της πραγματικής ζωής και να ρέπουν περισσότερο προς την κατάθλιψη. Το να σπεύσουμε να τους κατηγορήσουμε είναι εύκολο. Είναι όμως πολύ πιο εποικοδομητικό να κάνουμε μια γερή κριτική και να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που έχουμε υιοθετήσει ως «καλύτερο» για την ανατροφή των παιδιών μας. Οι ειδικοί έχουν ήδη μπει στη διαδικασία και οι προτάσεις τους είναι πραγματικά ενδιαφέρουσες.

«Τους νέους σήμερα συνεχίζουν να τους παραχαϊδεύουν για πολύ καιρό, ενώ θα έπρεπε πολύ νωρίτερα να έχουν αρχίσει να μαθαίνουν ότι δεν είναι τέλειοι». Αυτό ήταν το συμπέρασμα του HS, ενός μπλόγκερ που σχολίαζε ένα άρθρο των «New York Times» το οποίο οίκτιρε την κατάσταση της σημερινής νεολαίας. Το πρόβλημα με τα παιδιά, συνέχιζε, είναι ότι έχουν μια «παραφουσκωμένη» άποψη για τον εαυτό τους επειδή έχουν μεγαλώσει έτσι ώστε να πιστεύουν πως καθετί που κάνουν είναι αξιόλογο και σημαντικό. Δεν επρόκειτο για κάποιον γερογκρινιάρη αλλά για έναν νεαρό που έγραφε για την ίδια του τη γενιά, εκείνους που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και στο 2000 και έχουν ονομαστεί Γενιά Υ ή Γενιά του Εγώ.

Οπως καταλαβαίνει κανείς από το όνομά της, η Γενιά του Εγώ έχει προσελκύσει ήδη τα πυρά. Οι εκπρόσωποί της κατηγορούνται ότι είναι κακομαθημένοι, αλαζονικοί και νάρκισσοι, ότι έχουν μια αδικαιολόγητη αίσθηση πως δικαιωματικά όλα τους ανήκουν. Οι καθηγητές παραπονούνται ότι οι σημερινοί φοιτητές απαιτούν μόνιμη προσοχή. Οι εργοδότες δυσκολεύονται να καταπιούν τα υπερδιογκωμένα εγώ των νεαρών υπαλλήλων τους, ενώ οι ψυχοθεραπευτές λένε ότι βλέπουν μια νέα γενιά ασθενών οι οποίοι έχουν κατάθλιψη επειδή δεν μπορούν να φθάσουν στο ύψος των υπερβολικών προσδοκιών τους. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι το φταίξιμο βρίσκεται στους γονείς, στους δασκάλους και στους άλλους ενηλίκους οι οποίοι υπερέβαλαν στο να μεγεθύνουν την άποψη που έχουν τα παιδιά για τον εαυτό τους από τα πρώτα τους χρόνια.

Οι κατηγορίες αυτές δεν βαρύνουν μόνο τη Γενιά Υ αλλά και μια ολόκληρη φιλοσοφία για την ανατροφή των παιδιών, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 και εξακολουθεί να ισχύει ακόμη. Αν είναι βάσιμες, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την άποψη ότι η ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των παιδιών είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουμε το ότι θα εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις δυνατότητές τους. Τι λένε λοιπόν τα στοιχεία; Είναι η σημερινή νεολαία πραγματικά πιο εγωιστική από τις παλαιότερες γενιές; Αν είναι έτσι, αποτελεί αυτό πρόβλημα; Και αν η σύγχρονη δυτική κουλτούρα της οικοδόμησης αυτοεκτίμησης είναι ένοχη, τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό;

Παραφουσκωμένο Εγώ

Ενας από τους πλέον ένθερμους επικριτές της σημερινής νεολαίας είναι η Τζιν Τουένγκι, ψυχολόγος στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και συγγραφέας τού «Generation Me». Για να βρούμε αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του υπερδιογκωμένου Εγώ της Γενιάς Υ αρκεί, όπως λέει, να κοιτάξουμε την ετήσια μελέτη των αμερικανών πρωτοετών φοιτητών που περιλαμβάνει 9 εκατ. φοιτητές κολεγίου. Αποκαλύπτει ότι το 52% των συμμετεχόντων του 2009 θεωρούσε πως είχε επίπεδα κοινωνικής αυτοπεποίθησης υψηλότερα από εκείνα του μέσου γενικού πληθυσμού σε σχέση με το 30% των φοιτητών που δήλωνε το ίδιο στη μελέτη του 1966. Οι σημερινοί φοιτητές επίσης αξιολογούν τη νοητική τους αυτοπεποίθηση, τις δεξιότητές τους στο να μιλούν δημόσια καθώς και τις ηγετικές τους ικανότητες περίπου κατά 50% υψηλότερα από ό,τι οι ομόλογοί τους του 1966.

Η υπερβολική σημασία της αυτοεκτίμησης για τη Γενιά Υ σκιαγραφήθηκε σε ένα πείραμα το 2010. Μια ομάδα με επικεφαλής τον Μπραντ Μπούσμαν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους διαπίστωσε ότι οι φοιτητές έδιναν στην ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους – π.χ., το να πάρουν μεγαλύτερο βαθμό ή να δεχθούν μια φιλοφρόνηση – μεγαλύτερη αξία από ό,τι στις ανταμοιβές που κινητοποιούν την ανθρωπότητα από τις απαρχές της ύπαρξής της, όπως το να φάει κάποιος το αγαπημένο του φαγητό ή το να επιδοθεί σε σεξουαλική δραστηριότητα. Οι φοιτητές επίσης αξιολογούσαν αυτή την επιβράβευση υψηλότερα από το να κερδίσουν χρήματα, να πιουν αλκοόλ ή να δουν τον καλύτερό τους φίλο. Διερευνώντας περισσότερο οι επιστήμονες ζήτησαν από τους φοιτητές να αξιολογήσουν το πόσο ήθελαν καθεμιά από αυτές τις ανταμοιβές καθώς και την ευχαρίστηση που λάμβαναν από αυτές. Το να θέλει κάποιος κάτι περισσότερο από ό,τι του αρέσει θεωρείται ένδειξη εθισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις η ανταμοιβή «τούς άρεσε» περισσότερο από ό,τι «την ήθελαν», αλλά η διαφορά ανάμεσα στα δύο ήταν μικρότερη σε ανταμοιβές που πρόσφεραν ενίσχυση της αυτοπεποίθησης.

Γεγονός ή προκατάληψη;

Η εικόνα δεν είναι ωστόσο τόσο απλή. Ο Μαρκ Λίρι, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ του Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνας, προειδοποιεί ότι τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν είναι τόσο ελιτίστικα όσο ήταν τη δεκαετία του 1960 και άρα το δημογραφικό προφίλ των φοιτητών έχει αλλάξει καθιστώντας τις παλαιότερες και τις σημερινές ομάδες φοιτητών μη απόλυτα συγκρίσιμες. «Δεν γνωρίζουμε αν αυτή είναι μια πραγματική αλλαγή ή αν έχει να κάνει με μια αλλαγή των ανθρώπων που εξετάζονται» λέει.

Πράγματι, η Κάλι Τρεζνιέφσκι του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις ανέλυσε μια μελέτη 400.000 μαθητών γυμνασίου που διεξάγεται τα τελευταία 30 χρόνια, από το 1976, και δεν βρήκε στοιχεία για αύξηση του εγωισμού σε αυτή την ελαφρώς νεαρότερη ομάδα. «Οι βαθμολογίες στην αυτοεκτίμησση δεν έχουν αλλάξει καθόλου» λέει. Υποπτεύεται ότι ορισμένοι ψυχολόγοι, κυρίως μιας μεγαλύτερης ηλικίας, διακατέχονται από μια πανάρχαια προκατάληψη. «Επικρίνουμε την επόμενη γενιά. Αυτό ακριβώς κάνουμε» τονίζει. Είναι πιθανόν, υποστηρίζει, όλοι και όχι μόνο η Γενιά Υ, να έχουμε σταδιακά γίνει πιο εγωκεντρικοί – καθώς όμως τα στοιχεία είναι περιορισμένα στις άλλες ηλικιακές ομάδες, είναι δύσκολο να εξετάσει αυτή την ιδέα της.

Η «Γενναιόδωρη Γενιά»;

Ακόμη πιο επιφυλακτικός είναι ο Τζέφρι Αρνέτ, ψυχολόγος ο οποίος μελετά την εφηβεία στο Πανεπιστήμιο Κλαρκ της Μασαχουσέτης. Επισημαίνει ότι σήμερα οι νέοι προσφέρουν εθελοντική δουλειά σε φιλανθρωπικά έργα σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ και ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις κοινωνικές ανισότητες από ό,τι ενδιαφέρονταν οι γονείς τους. Φθάνει μάλιστα ως το σημείο να ονομάζει τη Γενιά Υ «Γενναιόδωρη Γενιά».

Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι έχει σημειωθεί μια πραγματική αύξηση της αυτοεκτίμησης – τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το φαινόμενο έχει μελετηθεί περισσότερο. Το ερώτημα του αν αυτό αποτελεί πρόβλημα παραμένει ανοιχτό. Οταν ο αμερικανός ψυχολόγος Γουίλιαμ Τζέιμς επινόησε τον όρο «αυτοεκτίμηση» τη δεκαετία του 1890, τον είχε προσδιορίσει ως τον λόγο των επιτυχιών ενός ατόμου προς τις «φιλοδοξίες» ή τους στόχους του. Με άλλα λόγια, η αυτοεκτίμηση είναι ένα υποκειμενικό μέτρο της αξίας του καθενός που αυξάνεται καθώς επιτυγχάνει τους στόχους του. Αυτό ταιριάζει με τον ορισμό που δίνει το λεξικό: «Ο σεβασμός ή η ευνοϊκή άποψη κάποιου για τον εαυτό του». Τι το κακό μπορεί να υπάρχει σε αυτό;

Ματαιοδοξία και ναρκισσισμός

Στις ημέρες μας, παρ’ όλα αυτά, η αυτοεκτίμηση έχει αποκτήσει ένα δεύτερο νόημα: «Μια αδικαιολόγητα καλή γνώμη κάποιου για τον εαυτό του, ματαιοδοξία». Αυτός είναι ο ορισμός που ταιριάζει καλύτερα στη Γενιά Υ, σύμφωνα με την κυρία Τουένγκι. Και αυτή είναι η πηγή του προβλήματος. Κατ’ αρχάς, τα παραφουσκωμένα εγώ δημιουργούν σε πολλά νεαρά άτομα μη ρεαλιστικές προσδοκίες και η ανικανότητά τους να τις εκπληρώσουν μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη. Δεν είναι σύμπτωση, λέει, ότι το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών στην Ατλάντα της Τζόρτζια ανέφερε τον περασμένο Οκτώβριο πως ένας στους εννέα Αμερικανούς άνω των 12 ετών παίρνει αυτή τη στιγμή αντικαταθλιπτικά – αριθμός τετραπλάσιος από το αντίστοιχο ποσοστό στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Η κυρία Τουένγκι βλέπει ένα άλλο δείγμα επικίνδυνα διογκωμένης αυτοεκτίμησης στα αυξανόμενα επίπεδα του ναρκισσισμού. Διαπίστωσε ότι διπλάσιοι φοιτητές είχαν υψηλά επίπεδα ναρκισσισμού το 2006 σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι νάρκισσοι τείνουν να μην ανέχονται την κριτική και έχουν ροπή προς την εξαπάτηση και την επιθετικότητα. «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έρχονται στο γραφείο σου και κάνουν ολόκληρο καβγά για έναν βαθμό» λέει. Επίσης ανησυχούν περισσότερο για την εξωτερική τους εμφάνιση και, όπως τονίζει, οι Αμερικανοί καταφεύγουν στην πλαστική χειρουργική σε μεγαλύτερους αριθμούς από ποτέ. Στο τελευταίο της βιβλίο, «The Narcissism Epidemic», το οποίο έχει γράψει μαζί με τον Γ. Κιθ Κάμπελ (Free Press, 2009), αφηγείται ανέκδοτα για ανθρώπους που προσέλαβαν δήθεν παπαράτσι για να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι είναι διάσημοι ή αγόρασαν τεράστια σπίτια με δάνεια ως απόδειξη του αμερικανικού παραφουσκωμένου εγώ.

Εγώ και στη… μουσική

«Το έχουμε παρακάνει με τον ατομισμό» λέει η κυρία Τουένγκι και αυτό αντανακλάται και στην ποπ κουλτούρα. Μαζί με τον ψυχολόγο Νέιθαν Ντε Βαλ και άλλους ερευνητές κατέγραψαν μια αύξηση της χρήσης της λέξης «εγώ» στους στίχους των αμερικανικών ποπ επιτυχιών από το 1980 ως το 2007. Ταυτοχρόνως η συχνότητα λέξεων που σχετίζονται με άλλους ανθρώπους, με την κοινωνική αλληλεπίδραση και τα θετικά συναισθήματα έχει μειωθεί. Η κυρία Τουένγκι θεωρεί υπεύθυνους τέσσερις παράγοντες: τις αλλαγές στη συμπεριφορά των γονέων, τη λατρεία της διασημότητας, το Διαδίκτυο και τον εύκολο δανεισμό. «Ολοι αυτοί οι παράγοντες επιτρέπουν στους ανθρώπους να έχουν μια διογκωμένη αίσθηση του εαυτού τους, στην οποία το φαίνεσθαι της επίδοσης είναι πιο σημαντικό από αυτή καθαυτή την επίδοση» λέει.

Αλλοι κατηγορούν το κίνημα της αυτοεκτίμησης που ξεκίνησε στην Καλιφόρνια τη δεκαετία του 1980. Δυστυχώς, λέει ο κ. Λίρι, το κίνημα γεννήθηκε από μια παρανόηση. Μελέτες είχαν δείξει έναν συσχετισμό ανάμεσα στην υψηλή αυτοεκτίμηση και στις θετικές εξελίξεις στη ζωή. «Ο κόσμος βιάστηκε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αυτοεκτίμηση ήταν η αιτία αυτών των άλλων πραγμάτων αλλά δεν είναι» λέει. Υστερα από τρεις δεκαετίες και πολλά προγράμματα ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης επικρατεί η άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος να αναθρέψει κάποιος τα παιδιά του είναι να οικοδομήσει την αυτοεκτίμησή τους μέσα από συνεχείς επαίνους και θετικές αναδράσεις. Τα στοιχεία είναι όμως είναι ασαφή, στην καλύτερη περίπτωση.

Μειωμένη αντοχή στις δυσκολίες

Το 2003 μια ομάδα με επικεφαλής τον Ρόι Μπαουμάιστερ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Φλόριδας στο Ταλαχάσι διεξήγαγε μια μετα-ανάλυση των προηγούμενων ερευνών. Η εικόνα που αναδείχθηκε ήταν σύνθετη. Διαπίστωσαν ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση σχετιζόταν γενικά με πιο χαρούμενη διάθεση και ανάληψη πρωτοβουλίας, ενώ η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδεόταν με κατάθλιψη. Παρ’ όλα αυτά, αντίθετα με το αναμενόμενο, τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση καταθλίβονταν περισσότερο σε στιγμές στρες, ενώ εκείνα που είχαν χαμηλή αυτοεκτίμηση έδειχναν μεγαλύτερη αντοχή όταν έρχονταν αντιμέτωπα με τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Φάνηκε επίσης ότι η προσπάθεια ενίσχυσης της αυτοεκτίμησης των μαθητών δεν βελτίωνε τις επιδόσεις τους στα μαθήματα και μπορούσε μερικές φορές να είναι αντιπαραγωγική. Η υψηλή αυτοεκτίμηση φάνηκε να προστατεύει τα κορίτσια από τα νταηλίκια, δεν εμπόδιζε όμως τα παιδιά να καπνίσουν, να πιουν, να πάρουν ναρκωτικά ή να κάνουν σεξ – αντιθέτως, τα ωθούσε στο να δοκιμάσουν αυτά τα πράγματα. Οι καλές επιδόσεις στην εργασία σχετίζονταν μερικές φορές με την υψηλή αυτοεκτίμηση, ο συσχετισμός όμως ήταν ευμετάβλητος και η σχέση της αιτιότητας ασαφής. Η αυτοεκτίμηση δεν μπορούσε να προβλέψει ούτε την ποιότητα ούτε τη διάρκεια των σχέσεων. Η γενική εικόνα ήταν τόσο συγκεχυμένη ώστε ο κ. Μπαουμάιστερ και η ομάδα του θεώρησαν ότι δεν μπορούν να εγκρίνουν προγράμματα για την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης.

Σήμερα οι ψυχολόγοι συμφωνούν στο ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση αποτελεί συχνότερα τη συνέπεια θετικών γεγονότων στη ζωή παρά την αιτία τους – ένα μήνυμα το οποίο ακόμη δεν έχει περάσει σε γονείς και δασκάλους. Ο κ. Λίρι φθάνει ως το σημείο να διαβεβαιώνει ότι η αυτοεκτίμηση που ενισχύεται με τεχνητό τρόπο, χωρίς αναφορά σε επιτεύγματα, δεν έχει καμία εγγενή αξία. Εν τω μεταξύ ο εκπαιδευτικός ψυχολόγος Χέρμπερτ Μαρς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υποστηρίζει ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε την αυτοεκτίμηση ως ένα τμήμα της ευρύτερης έννοιας ενός πράγματος που ονομάζεται αυτοαντίληψη και το οποίο περιλαμβάνει επίσης τις απόψεις που έχει κάποιος για την εθνοτική και μορφωτική του ταυτότητα, καθώς και για το φύλο του. Πιστεύει ότι η καλή αυτοαντίληψη και η υψηλή εκπαιδευτική απόδοση αποτελούν την αιτία και το αποτέλεσμα η μια της άλλης. «Αυτό είναι που κάνει τόσο δύσκολη τη δουλειά των δασκάλων» λέει. «Δεν πρέπει μόνο να διδάξουν δεξιότητες, πρέπει επίσης να οικοδομήσουν την πίστη των παιδιών στον εαυτό τους και μετά να συνδέσουν αυτά τα δύο».

Πιο σημαντικός ο αυτοέλεγχος

Ο κ. Μπαουμάιστερ υποστηρίζει ότι, αντί να «χτίζουμε» το εγώ των παιδιών, θα πρέπει να οικοδομήσουμε τον αυτοέλεγχό τους. Στο καινούργιο βιβλίο του «Willpower: Rediscovering Our Greatest Strength» (Allen Lane, 2012) παρουσιάζει στοιχεία υπέρ του ότι η δύναμη της θέλησης και όχι η αυτοεκτίμηση είναι το απαραίτητο συστατικό για μια επιτυχημένη ζωή. Υποστηρίζει ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και να επιμένουν σε δύσκολα έργα ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν τους στόχους τους, κάτι το οποίο θα ενισχύσει με φυσικό τρόπο την αυτοεκτίμησή τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της αυτοπειθαρχίας ενθαρρύνοντας τα παιδιά να αποκτήσουν καλές συνήθειες. Και αντί να τους παρέχουν διαρκή και επομένως ανούσιο έπαινο, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα πραγματικά επιτεύγματα. Αν η προσέγγιση του κ. Μπαουμάιστερ φαίνεται υπερβολικά αυστηρή, ο κ. Λίρι είναι πιο πραγματιστής. Το μήνυμα που θα πρέπει να στέλνουν οι γονείς στα παιδιά τους, λέει, είναι ότι τα αγαπούν ακόμη και αν δεν είναι τέλεια και ότι μπορούν να βελτιωθούν. «Δώστε τους ειλικρινή πληροφόρηση» επισημαίνει. «Και πάνω από όλα, μη λέτε στο παιδί σας ότι είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου γιατί κανένα δεν είναι».

Στροφή προς τους άλλους

Η υπερβολική αυτοεκτίμηση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, το ίδιο όμως ισχύει και για τη χαμηλή αυτοεκτίμηση. Στην εφηβεία τα παιδιά γίνονται ευάλωτα καθώς ο «συμπαγής» εγωκεντρισμός που έχουν στα πρώτα τους χρόνια αρχίζει γρήγορα να αποκτά ρωγμές. Στα κορίτσια η πτώση της αυτοεκτίμησης είναι μεγαλύτερη από ό,τι στα αγόρια, και στα δυο φύλα όμως η αλλαγή είναι μόνιμη. Επίσης σε αυτές τις ηλικίες η αυτοεκτίμηση μπορεί να είναι υψηλή αλλά ταυτόχρονα ασταθής, να καταποντίζεται με την πρώτη κριτική.

Οι γονείς φυσικά θέλουν να προστατεύσουν το παιδί τους σε αυτή την κρίσιμη ηλικία, όμως το να το στολίζουν με αβάσιμους επαίνους δεν είναι η λύση. Μια καλύτερη τακτική είναι να ενθαρρύνουν τα παιδιά να σκέφτονται τους άλλους. Μια από τις πολλές μελέτες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση έγινε από την Τζένιφερ Κρόκερ και την Εϊμι Κανεβέλο του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο στο Κολόμπους, σε περίπου 200 ζεύγη φοιτητών. Διαπίστωσαν ότι όσοι προσπάθησαν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμησή τους βάζοντας τον ή την συγκάτοικό τους να τους αναγνωρίσει τα καλά σημεία τους απέτυχαν: τόσο η αυτοεκτίμηση των ίδιων όσο και η γνώμη των συγκατοίκων τους για εκείνους μειώθηκαν μέσα στους τρεις μήνες που διήρκεσε το πείραμα. «Εκείνο που πραγματικά λειτούργησε ήταν το να δείχνουν έμπρακτα ότι ενδιαφέρονται πραγματικά για τον συγκάτοικό τους» λέει η κυρία Κρόκερ.