Dec 182013
 

Η Ηλέκτρα Αναγνωστοπούλου γράφει στο Ψυχή, Λόγος, Επικοινωνία, για το προσωπικό, το συλλογικό και την αμφίδρομη σχέση τους…

mewe

Όνειρο: πώς το προσωπικό είναι συλλογικό κι αμφίδρομα

Ονειρεύτηκα πως έπρεπε να κάνω μια ομιλία για τις ψυχικές παθήσεις στην εποχή μας. Μιλούσα σ’ ένα μεγάλο προαύλιο – σαν προαύλιο σχολείου – μόνο που αντί για μαθητές, ήταν εκεί όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους εργάζομαι: οι λήπτες των υπηρεσιών αλλά και οι συνάδελφοι. Δεν ήξερα τι να τους πω. Ούτε ήξερα ποιος (άνθρωπος, επίσημος φορέας ή συγκυρία) με είχε εξουσιοδοτήσει να τους μιλήσω ως «ειδικός».

Ένιωθα μια δυσφορία, σαν τον κόμπο στο στομάχι όταν ως μαθήτρια πήγαινα να δώσω εξετάσεις, γνωρίζοντας πως «πρέπει» να αντεπεξέλθω αλλά διερωτώμενη το «γιατί», «για ποιον» και το «πώς». Άρχισα να μιλάω χωρίς να ξέρω αν με ακούει κανείς. Δεν είχε σημασία αν το ακροατήριο περπατούσε, κουβέντιαζε ή κοιτούσε αλλού. Εγώ τους έβλεπα όλους θολά, σαν να ‘χε πέσει ομίχλη κι «έπρεπε» να πω αυτά που με βασάνιζαν, χωρίς να ξέρω πια ποιος ήταν ο αρχικός «στόχος».

Άρχισα να μιλάω για τα προσωπικά μας βάσανα, αυτά που μας θλίβουν, μας καταθλίβουν, μας αγχώνουν, μας πανικοβάλλουν, μας εξοργίζουν, μας οπλίζουν με τυφλή επιθετικότητα ή αυτοκαταστροφή. Και για τα βάσανα του διπλανού μας, του συντρόφου μας, του παιδιού μας, του γονιού μας, του φίλου μας, του συναδέλφου μας, που δεν είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους αλλά δεν είναι και ίδια. Και για το πώς σχετιζόμαστε ο ένας με τον άλλο μέσα από αυτά τα «βάσανα».

Κι έτσι καθώς μιλούσα γι’ αυτό, άρχισαν να μπερδεύονται οι κτητικές αντωνυμίες των «βασάνων», δεν ήταν πια «τα βάσανά μου», ή «τα δικά τους», ήταν «τα δικά μας» αλλά και κάτι πιο πέρα από αυτό… Έψαχνα να βρω ένα καινούριο παράγωγο, με πολλά συνθετικά μιας πολύμορφης έννοιας, που ίσως να μην υπάρχει ακόμα στη γλώσσα μας. «Είναι κοινωνικό το ζήτημα» άκουγα μια φωνή από τη θολούρα στο προαύλιο. «Ναι αλλά είναι και προσωπικό» κάποια άλλη φωνή. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ο δυισμός και το ψευδοδίλλημα της μιας ή της άλλης «αντικειμενικότητας» δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου.

Θυμήθηκα τον αγαπημένο μας καθηγητή Χημείας στο Λύκειο. Ζωντάνεψε στη μνήμη μου η ατμόσφαιρα στην τάξη όταν μας μιλούσε ενθουσιώδης για τα φαινόμενα της φύσης και της ζωής. Έλεγε πως η χημική ισορροπία είναι η διαλεκτική της ζωής. Εξηγούσε γιατί η χημική ισορροπία δεν υπονοεί την στατική ισορροπία, αλλά είναι ακριβώς μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας στην οποία φτάνουν κάποιες χημικές αντιδράσεις μέσα από αμφίδρομη πάλη σε συγκεκριμένες – ή αλλιώς κατάλληλες – συνθήκες. Βασική αρχή: ότι η ποιοτική και ποσοτική σύσταση των αντιδρώντων (δηλαδή των στοιχείων στη μια πλευρά της χημικής αντίδρασης) και των προϊόντων (των στοιχείων στην άλλη πλευρά) παραμένει σταθερή. Ενώ λοιπόν τα μόρια αλλάζουν, παραμένουν ωστόσο τα ίδια αριθμητικά, κι έτσι αυτό που μοιάζει να είναι το ίδιο, στην πραγματικότητα αλλάζει διαρκώς και αμφίδρομα.

Δεν είναι το ίδιο βέβαια οι χημικές ενώσεις και οι άνθρωποι. Ούτε είναι το ζητούμενο να εξηγήσουμε τις ανθρώπινες υποκειμενικότητες βάσει «αντικειμενικών» αξιωμάτων. Το σημαντικότερο εξάλλου δεν ήταν η επιστημονική θεωρία της χημικής ισορροπίας, αλλά ο τρόπος που ο καθηγητής εκείνος μας προσέγγιζε χτίζοντας μιαν ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και ισοτιμίας. Αυτό το βίωμα έδινε νόημα στην οποιαδήποτε χημική ισορροπία ή ανισορροπία. Αυτό το βίωμα κουβαλούσα κι εγώ μέσα μου.

Συνειδητοποίησα ότι η δική μου αμηχανία μπροστά στο θολό τοπίο των ανθρώπων του προαυλίου πήγαζε από την έλλειψη ενός τέτοιου βιώματος. Στο θολό τοπίο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιος είναι ποιος, ποιοι συγκρούονται, ποιοι συνενώνονται, ποιοι πονάνε, ποιοι εξουσιάζουν, ποιοι εξεγείρονται, ποιοι συνθλίβονται, ποιοι βασανίζονται, ποιοι ελπίζουν. Ήξερα όμως πως σχετίζονται μεταξύ τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με δική τους βούληση – ή και άθελά τους – φτάνοντας πότε πότε σε κάποια δυναμική ισορροπία, χάνοντάς τη πάλι και αναζητώντας τη ξανά. Ξαφνικά κατάλαβα πως οι άνθρωποι που είχα μπροστά μου με αυτόν τον τρόπο προχωράνε από το παρόν προαύλιο σ’ έναν άλλο χώρο (γνωστό ή άγνωστο). Δεν χρειαζόταν να δώσω καμιά απάντηση και καμιά ομιλία. Απλά να μείνω στο προαύλιο και να – επιλέξω πώς να – σχετιστώ μαζί τους.

Ηλέκτρα Αναγνωστοπούλου, εξελικτική ψυχολόγος

 Leave a Reply

(required)

(required)