Την Παρασκευή 5/10 έγινε η Ανοιχτή Διεργασία Ομάδας του Οκτωβρίου. Αυτές οι συναντήσεις είναι ανοιχτές σε όποιον και όποια επιθυμεί να συμμετάσχει. Ως ομάδα εξερευνούμε σε μεγαλύτερο βάθος το θέμα που αποφασίζει η ομάδα. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος στο Processwork Hub, άλλοι παλιοί γνώριμοι αυτών των συναντήσεων, άλλοι νέα μέλη της ομάδας.
Τα θέματα που αναδύθηκαν σε αυτήν τη συνάντηση ήταν:
- Πως να βρεις νόημα στη ζωή.
- Η φασαρία και ο συνωστισμός του κόσμου και πως βρίσκω το ζωτικό μου χώρο.
- Βία, αδυναμία παρέμβασης αλλά και πως παρεμβαίνεις χωρίς να γίνει βίαιος.
- Οργή και θλίψη για το θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου.
- Θλίψη και πάγωμα.
Τι κάνουμε για όλα αυτά; Πως προχωράμε;
Η συναισθηματική φόρτιση για τη δολοφονία του Ζάκ Κωστόπουλου ήταν μεγάλη και η ομάδα συναίνεσε να είναι αυτό το θέμα της διεργασίας. Ακούστηκαν πολλές απόψεις. Για η βία των ανθρώπων, για τη βία του συστήματος, για την απάθεια, για το φόβο, για το πότε ξεπερνιέται το όριο και αν το ξεπερνάμε κι εμείς, για την ανάγκη να βάλουμε το όριο αλλά και τι μας σταματάει να παρέμβουμε και να πούμε stop στην παραβίαση του ορίου, και τελικά να προστατεύσουμε και να προστατευτούμε.
Μιλήσαμε για το φόβο, το φόβο του διαφορετικού, το φόβο που νιώθεις όταν χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου, για τα δεδομένα που αλλάζουν και δεν ξέρεις που να σταθείς, για το φόβο να χαθούν τα προνόμια. Μιλήσαμε για τα συναισθήματα που έχουμε για τους «δικούς μας» ανθρώπους αλλά και για την αδιαφορία για τον «άλλον».
Πολλές και διαφορετικές απόψεις από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους.
Πολικότητες επανέρχονταν στη συζήτησή μας διαρκώς. Η βία από τη μια, και η αντίθεση σε αυτήν από την άλλη, το πάγωμα, η απουσία αντίδρασης και η ανάγκη για δράση. Συζήτηση με ένταση, σκόρπιες, αντιθετικές απόψεις που δεν μπορούσαν να μπουν σε διάλογο και να σχετιστούν μεταξύ τους…
Ώσπου, ένα μέλος της ομάδας, σε φιλική σχέση με τον Ζακ, μας σταμάτησε…
Δεν άντεχε να ακούει άλλο. Είχε μόλις χάσει ένα φίλο. Πενθούσε και δεν άντεχε μια τόσο «θεωρητική» συζήτηση. Για την ακρίβεια, δεν ήθελε να ακούει καμία συζήτηση. Ωστόσο, αυτό που έγινε, είχε δημιουργήσει τόσες αντιδράσεις, που οι άνθρωποι θέλησαν να συνεχίζουν να το κουβεντιάζουν. Αυτό το μέλος της ομάδας μίλησε για το πως στη δική του κοινότητα, με τους φίλους, είναι όλα διαφορετικά. Και εδώ, στην ευρύτερη κοινωνία, έρχεται και ακούει όλα «αυτά».
Ο άνθρωπος αυτός, ήταν ο φυσικός καταλύτης και ο συντονιστής της διεργασίας. Μετά την παρέμβασή του, το δωμάτιο ησύχασε. Μας έκανε να καταλάβουμε, ότι μια θεωρητική συζήτηση, χωρίς σύνδεση, χωρίς συναίσθημα και με απόψεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προσβλητικές, ήταν κάτι βίαιο.
Χωρίς να το θέλει κανείς μας, γίναμε βίαιοι απέναντί του. Ευτυχώς, βρήκε το κουράγιο, σταμάτησε αυτήν τη βία και τελικά την άλλαξε. Έτσι, αρχίσαμε να μιλάμε για συναισθήματα, για ντροπή, θλίψη, ενοχή, αίσθημα ευθύνης. Γίναμε πιο προσωπικοί. Μοιραστήκαμε στιγμές που ήμασταν αποδέκτες βίας αλλά και το συναίσθημά μας για αυτό. Μοιραστήκαμε στιγμές που εμείς γίναμε βίαιοι και τη ντροπή που υπάρχει πίσω ή μετά από αυτό. Παραδεχτήκαμε ότι παγώνουμε τον πόνο και τα συναισθήματά μας και μένουμε απαθείς χωρίς αντίδραση. Παραδεχτήκαμε το ποσό λίγο τελικά μιλάμε για αυτές τις εμπειρίες. Ποσό δύσκολο είναι.
Πόσο φοβόμαστε ότι αν μιλήσουμε, το «μίασμα» θα είμαστε εμείς.
Αυτή η μοιρασιά, η δυνατότητα και ικανότητα να μιλήσουμε για τις πιο δύσκολες, σκληρές στιγμές μας, είναι πάρα πολύ σημαντική. Όταν επιτρέπουμε στη σιωπή να κυριαρχήσει, όχι μόνο παγώνουμε ως προς τις δικές μας εμπειρίες, αλλά συντηρούμε και μια κουλτούρα απουσίας διαλόγου για όλα αυτά τα πράγματα. Όσο απουσιάζει ο διάλογος και η σχέση που δημιουργεί, τόσο περισσότερο φοβόμαστε να παρέμβουμε και μένουμε απροστάτευτοι απέναντι στη δική μας βία αλλά και τη βία των άλλων.