May 022012
 

“Να αφανίσουμε τον φασισμό και να εμφανίσουμε τον άνθρωπο”

της Βασιλικής Κατριβάνου

(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή, 29-4-2012)

Aνησυχώντας βαθιά για την άνοδο της Χρυσής Αυγής, την πιθανότητα να μπει στη Βουλή και την έξαρση της φασιστικής βίας, σκέφτομαι ξανά τη δουλειά που έχω κάνει με μαθητές θαυμαστές του Χίτλερ και τη βασική μου αγωνία: Μπορούμε να αφανίσουμε τον φασισμό και να εμφανίσουμε τον άνθρωπο;

Σαν μέλος αντιρατσιστικών και αντιφασιστικών πρωτοβουλιών, η φασιστική ιδεολογία και βία με εξοργίζει, ενώ σε υπαρξιακό επίπεδο μου δημιουργεί κύματα έντονου θυμού, απέχθειας και απόγνωσης. Θέλω να την αντιπαλέψω ιδεολογικά με κάθε τρόπο και ουσιαστικά επιζητώ την εξάλειψή της.

Συγχρόνως, δουλεύω ως ψυχοθεραπεύτρια σε σχολεία της Ελλάδας και του εξωτερικού για την πρόληψη της ενδοσχολικής βίας. Έτσι έχω συναντήσει μαθητές και μαθήτριες που έχουν τον Φύρερ ως μοντέλο και ίνδαλμά τους. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, ο ρόλος μου αλλάζει: δεν μπορώ να είμαι εχθρός του μαθητή που εκφράζει φασιστικές αντιλήψεις. Αποτελεί μεγάλο εκπαιδευτικό δίλημμα για μένα πώς θα μπορέσω να ξεπεράσω τη δικιά μου απέχθεια για την ιδεολογία που εκφράζει, να καταλάβω τι τον κινητοποιεί και ποιες ανάγκες του καλύπτει, να του προσφέρω γνωστικά στοιχεία και να ενισχύσω την ενδυνάμωσή του καταπολεμώντας έτσι τις φασιστικές απόψεις.

Αναλογιζόμενη τα περισσότερα περιστατικά με τα οποία έχω δουλέψει, συνειδητοποιώ ότι βασικό στοιχείο που αποζητούσαν οι νέοι και οι νέες, μέσα από την ταύτιση με ένα ναζιστικό πρότυπο, ήταν η αίσθηση της δύναμης. Βίωναν δηλαδή μια αίσθηση αδυναμίας που προσδιοριζόταν ταξικά, κοινωνικά αλλά και στις διάφορες σχέσεις και καθημερινές συναλλαγές τους.

Όταν δούλευα μαζί τους πάνω στο ζήτημα της δύναμης που αποζητούσαν, τους ρωτούσα πώς θα τη χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους, στην καθημερινότητα και τις σχέσεις τους. Οι απαντήσεις, προς έκπληξή μου, δεν είχαν να κάνουν πλέον με πράξεις βίας, αλλά για το πώς θα αντιμετώπιζαν, π.χ., τις δυσκολίες στη σχέση τους με τη μάνα τους, πώς θα υπεράσπιζαν τη θέση τους απέναντι στους καθηγητές τους, πώς θα οργάνωναν καλύτερα τη ζωή τους. Η ανάγκη τους αφορούσε τη συμμετοχή τους σε μια συλλογικότητα που τους αποδέχεται και τους αγκαλιάζει, σαν απάντηση στη μοναξιά, την απαξίωση και αίσθηση περιθωριοποίησης που βίωναν. Ταυτόχρονα, αναζητούσαν ένα όραμα, την αίσθηση περηφάνιας, ανεξαρτησίας και ταυτότητας.

Έχω δει παιδιά που εκφράζονται εναντίον των μεταναστών, στην πράξη να συνεργάζονται σε προγράμματα με μετανάστες συμμαθητές τους δεύτερης γενιάς. Με τρόπο αντιφατικό, μπορούν να ξεχωρίζουν τη φιλία και τις προσωπικές τους σχέσεις με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριες τους από τις γενικότερες ρατσιστικές τους απόψεις. Η κατάδειξη αυτής της αντίφασης δημιουργεί ανοίγματα για παραπέρα διάλογο και προβληματισμό.

Κάποιες φορές, πιάνω τον εαυτό μου όχι μόνο να αντιμάχεται την φασιστική ιδεολογία αλλά και να επιθυμεί τη βίαιη εξαφάνιση αυτών που την εκφράζουν. Τότε, μου έρχονται στο μυαλό τα πρόσωπα των μαθητών που δουλεύω μαζί τους: με ταρακουνούν, και επιζητώ με αγωνία πώς μπορούμε να πετύχουμε την αποδυνάμωση και ήττα του φασισμού, και συγχρόνως την ουσιαστική χειραφέτηση των νέων που καταφεύγουν σ’ αυτόν. Και σκέφτομαι ότι η μάχη κατά του φασισμού που δίνουμε καθημερινά είναι πολυεπίπεδη.

 Leave a Reply

(required)

(required)