Sep 182011
 

Διάβασα με ενδιαφέρον την παρακάτω ανάρτηση του Βασίλη Ιωακειμίδη για το ρόλο της κοινωνικής εργασίας και των κοινωνικών λειτουργών στη σημερινή κατάσταση. Συμφωνώ με την ανάγκη της κοινωνικής εργασίας να στηρίξει την ενδυνάμωση των ευάλωτων ομάδων στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Κατανοητή και η παρότρυνση για μη πληρωμή των έκτακτων φόρων και εισφορών. Άλλωστε για πολλά από τα μέλη των ευάλωτων και περιθωριοποιημένων ομάδων, αυτό δεν είναι πολιτική επιλογή αλλά αντικειμενική οικονομική πραγματικότητα.

Και η κοινωνική αλλαγή όμως έχει κόστος! Μπορείς να πεις ‘δεν πληρώνω τα χαράτσια σας’, είτε από πολιτική ιδεολογία είτε από ανάγκη. Αλλά, κάτι θα πληρώσεις για να επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή. Είμαστε έτοιμοι για αυτό το εναλλακτικό κόστος;

Θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουμε όλες μας τις προτεραιότητες. Θα χρειαστεί να αποδεχτούμε ένα μακρύ μέλλον μεγαλύτερης φτώχειας από την παρούσα, και για περισσότερους ανθρώπους. Θα χρειαστεί να αντέξουμε την έκρηξη της κοινωνικής βίας που αυτό θα φέρει. Να δημιουργήσουμε δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, να πάρουμε πρωτοβουλίες και ευθύνη για πράγματα που μέχρι τώρα (καλώς) θεωρούσαμε ευθύνη του κράτους. Το κοινωνικό κράτος διαλύεται μπροστά στα μάτια μας. Σκόπιμα ή όχι, ας το κρίνουν οι ιστορικοί του μέλλοντος.

Θα χρειαστεί να αναλάβουμε όλοι τις προσωπικές και επαγγελματικές μας ευθύνες και να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, χωρίς τις πελατειακές σχέσεις και την κατάχρηση ισχύος που έγινε δεύτερη φύση για μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Να στηρίξουμε με κάθε τρόπο την αλληλεξάρτηση και τη δημιουργία κοινότητας, αποποιούμενοι προνόμια που θεωρούσαμε δεδομένα (ή και κεκτημένα). Να καταλάβουμε ότι η οικονομική ανασφάλεια είναι πλέον πραγματικότητα των πολλών και όχι αδικία για τους λίγους. Να ζήσουμε σε οικονομική φτώχια, χωρίς να χάσουμε την ανθρωπιά μας, χωρίς να αυξάνουμε την περιθωριοποίηση των ήδη περιθωριοποιημένων. Να δούμε πως εμείς οι ίδιοι έχουμε καθημερινή και συνεχή ευθύνη να ζούμε και να φερόμαστε με τον τρόπο που θέλουμε να μας φέρονται και οι άλλοι. Ο σεβασμός, η επίγνωση, η ευθύνη, να είναι και προσωπικές μας απαιτήσεις από τον εαυτό μας, όχι μόνο από τους άλλους.

Αυτό, και πολλά άλλα είναι το χαράτσι της κοινωνικής αλλαγής. Πιθανά να αξίζει να το πληρώσουμε (μαζί ή χωρίς το άλλο – του κράτους – που μάλλον δεν το γλυτώνουμε). Έτσι κι αλλιώς, θέλουμε δεν θέλουμε, κάποιο χαράτσι μας αντιστοιχεί.

 

Κοινωνική Εργασία και Κοινωνική Ανυπακοή (ή αλλιώς, δεν πληρώνω τα χαράτσια σας!)

Εκ μέρους του Δικτύου Δράσης Κοινωνικών Λειτουργών, Βασίλης Ιωακειμίδης

Η δουλειά μας είναι να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να κινηθούν, να δράσουν, να συμμετέχουν. Εν ολίγοις να αναπτύξουμε και να αξιοποιήσουμε την απαραίτητη δύναμη που θα μας οδηγήσει σε αποτελεσματική σύγκρουση με τα κυρίαρχα πρότυπα ώστε να τα αλλάξουμε. Όταν αυτοί που έχουν τη δύναμη γυρνούν και σου κολλούν την ετικέτα του «ταραχοποιού»… έχουν απόλυτο δίκαιο. Γιατί περιγράφει με μια λέξη τη δράση μας- να προκαλέσουμε κινητοποίηση με σκοπό τη σύγκρουση και κοινωνική αλλαγή

Με αυτά τα λόγια ο Saul Alinski περιέγραφε τη δεκαετία του 1970 την κατεύθυνση και λειτουργία τις ριζοσπαστικής κοινοτικής εργασίας σε συνθήκες βαθιάς ανισότητας και καταπίεσης των πιο αδύναμων και ευάλωτων ομάδων. Για τον Alinski σε συνθήκες κατάφωρης αδικίας και εκμετάλλευσης το ζήτημα της υπακοής ή μη των εκμεταλλευτικών κανόνων (ή νόμων) παύει να αποτελεί δίλημμα (το γνωστό ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;). Ο ριζοσπάστης κοινωνικός λειτουργός ή κοινοτικός οργανωτής έχει ξεκάθαρα την υποχρέωση να αποκαλύψει τις μορφές αδικίας που βιώνει η κοινότητά και να οργανώσει την πορεία σύγκρουσης με τις δομές ή αντιλήψεις που συντηρούν και αναπαράγουν την αδικία. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δράσης είναι διπλό. Από τη μια επιδιώκεται συνειδητά η κοινωνική αλλαγή, αξιοποιώντας συγκεκριμένη μεθοδολογία και τακτική σύγκρουσης. Από την άλλη, τα μέλη της κοινότητας –ακόμα και αν προσωρινά δεν επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή- διαπαιδαγωγούνται διεκδικώντας τα δικαιώματά τους. Το τοίχος αδιαφορίας, σιωπής, φόβου και έλλειψης εμπιστοσύνης σπάζει. Πολλές φορές χρειάζεται ένας κοινωνικός λειτουργός- «ταραχοποιός» για να επιταχύνει την πορεία αυτή της δυναμικής διεκδίκησης.

Σχεδόν 40 χρόνια μετά από την καταγραφή των μεθόδων του Alinksi, η Ελληνική κυβέρνηση αξιοποιεί συνθήκες κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικής βίας που ξεπερνούν ακόμα και τις πλέον άγριες περιγραφές νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας που έχει βιώσει ο Δυτικός κόσμος. Μαζικές απολύσεις, τεράστια ανεργία, σχολεία και νοσοκομεία σε υπολειτουργία. Ακόμα χειρότερα, στο στόχαστρο της κρατικής αυτής βίας έχουν μπει συστηματικά οι πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Οι ομάδες τις οποίες η κοινωνική εργασία εξ ‘ορισμού και εκ φύσης υποχρεώνεται να προστατεύει και να υπερασπίζεται. Οι άνεργοι, οι ψυχικά ασθενείς, ΆμΕΑ, εξαρτημένοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι και άτομα που βιώνουν (ή καλύτερα επιβιώνουν) σε συνθήκες φτώχειας αποτελούν το εύκολο θύμα της κρατικής βίας. Δεν περνάει μέρα που οι εφημερίδες να μην αναφερθούν σε κοινωνικές δομές που κλείνουν, από το Βοήθεια στο Σπίτι, μέχρι μονάδες ‘Ψυχαργώς’ και ειδικά σχολεία. Αυτόν τον κοινωνικό κανιβαλισμό βεβαίως οι κοινωνικοί λειτουργοί τον βιώνουν καθημερινά λόγω εργασίας. Πολλοί από εμάς απλά παρατηρούν με δέος, αμηχανία και αμηχανία, άλλοι με φόβο και πανικό. Όλο και περισσότεροι όμως προσπαθούν να οργανώσουν αυτό που ο Alinski περιέγραψε ως κοινωνική εργασία της σύγκρουσης, να γίνουν «ταραχοποιοί» με στόχο την κοινωνική αλλαγή.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δυο δεδομένα παρουσιάζονται, με σχετική σαφήνεια, μπροστά στους κοινωνικούς λειτουργούς. Το πρώτο αφορά το γεγονός πως η πολιτική που εφαρμόζεται δεν είναι απλά βίαιη αλλά δε διαθέτει και καμία ηθική νομιμοποίηση στην κοινωνία. Η υποχρεωτική εξώθηση των ευάλωτων ομάδων στα όρια της επιβίωσης είναι προδήλως αναντίστοιχη όχι μόνο με τις αρχές της κοινωνικής εργασίας αλλά ακόμα και με βασικές πρόνοιες των Ευρωπαϊκού πολιτισμού και των συνταγματικών αρχών.

Στη όμως συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει το εξής συνακόλουθο ζήτημα,’ τι γίνεται όταν η στρατηγική επιλογή για τον στραγγαλισμό των λαϊκών στρωμάτων ενδύεται το ένδυμα της τυπικής νομιμότητας (βλέπε κεφαλικός φόρος, η έκτακτο τέλος);’ Φαινομενικά τίθεται το δίλημμα υπακοή στην τυπική νομιμότητα ή στις δεοντολογικές, ηθικές και πολιτικές αρχές του επαγγέλματος. Αν και θεωρητικά το συγκεκριμένο ζήτημα χρήζει εκτεταμένης ανάλυσης, η περίπτωση της Ελλάδας στις παρούσες συνθήκες είναι μάλλον ξεκάθαρη. Όταν ένας νόμος συνθλίβει την κοινωνία, όταν ακόμα περισσότερο όταν οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του νόμου (αυτό και αν είναι πρωτοφανές!!) αναγνωρίζουν ότι η πολιτική τους είναι άδικη, τότε οι κοινωνικοί λειτουργοί έχουν την ηθική και πολιτική υποχρέωση της αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με τον άδικο αυτό νόμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η οργανωμένη κοινωνική ανυπακοή αναδεικνύεται ως μια πολύ αποτελεσματική δράση στης κοινωνικής εργασίας με στόχο την υπεράσπιση των πλέον ευάλωτων ομάδων άλλα και του ίδιου του επαγγέλματος. Ο κορυφαίος ιστορικός και ακαδημαϊκός Howard Zinn περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός πως η κοινωνική ανυπακοή δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη δημοκρατία αλλά πολλές φορές αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την υπεράσπισή της. Ιστορικά έχουν καταγραφεί πάρα πολλά παραδείγματα αποτελεσματικής αξιοποίησης των μεθόδων κοινωνικής ανυπακοής με κορυφαία βεβαίως αυτά του Γκάντι στην Ινδία, του Μαντέλα στη Νότια Αφρική και του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ στις ΗΠΑ. Φυσικά όταν οι τρείς τους πρωτοστάτησαν οργανώνοντας κοινωνική ανυπακοή ενάντια στην καταπίεση, χωρίς εξαίρεση κατηγορήθηκαν ως “ταραχοποιοί και τρομοκράτες”. Τώρα πια και αφού ο αγώνας τους υπήρξε νικηφόρος, η δράση τους καταγράφεται ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού στον αγώνα για ισότητα. Επομένως δε χρειάζεται να έχουμε αυταπάτες, η πορεία της σύγκρουσης δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα αλλά είναι η μοναδική δίκαιη.

Διαθέτει όμως η κοινωνική εργασία στην Ελλάδα τις μεθόδους ή τη θεωρία που θα της επέτρεπαν να συγκρουστεί με τον τρόπο που περιέγραψε ο Alinski; Εδώ θα πρέπει να είμαστε αμείλικτοι. Η μεθοδολογία και παράδοση της Ελληνικής κοινωνικής εργασίας όπως έχει διαμορφωθεί δεκαετίες τώρα από τους επίσημους φορείς την καθιστά φαινομενικά ανίκανη να αντιδράσει στις συνθήκες οξυμένης κοινωνικής σύγκρουσης. Παρόλα αυτά οι πρωτόγνωρες συνθήκες απαιτούν και πρωτόγνωρες (για το επάγγελμα τουλάχιστον) δράσεις. Έστω και αν δεν το έχουν ξανακάνει σε μαζική κλίμακα, καλούνται σήμερα οι κοινωνικοί λειτουργοί να ξεπεράσουν μεθοδολογικά και πολιτικά πολλές από τις στείρες και βαθιά συντηρητικές «θεωρίες» με τις οποίες έχουν γαλουχηθεί. Οφείλουν να συμμαχήσουν με την κοινωνία και με αυτοπεποίθηση και φαντασία να αναζητήσουν νέες μορφές δράσεις. Να συντελέσουν στη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής εργασίας πολιτικά δραστηριοποιημένης, κοινωνικά ευαίσθητης και μαχητικά τοποθετημένης στο πλευρό των αδυνάτων.

 Leave a Reply

(required)

(required)