Άρθρο του 2019 της Νάνσυ Παπαθανασίου στην ΕφΣυν. Με τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο ΚΕ.Θ.Ε.Α. αξίζει μια υπενθύμιση.
Η κοινοτική προσέγγιση στο στόχαστρο
Το θέμα με την πρόταση της κυβέρνησης δεν είναι αν θα διοριστούν στο Δ.Σ. του ΚΕΘΕΑ οι άριστοι ή η αποζημίωση που θα λαμβάνουν. Είναι ότι καταργεί ουσιαστικά τον κοινοτικό προσανατολισμό του ΚΕΘΕΑ, το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο ενδυνάμωσης, επαναφέροντας την κοινότητα σε μια θέση ανίσχυρη, μακριά από τη λήψη αποφάσεων.
Το ΚΕΘΕΑ ανακοίνωσε ότι επιχειρείται η κατάργηση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα του, με τον διορισμό του Δ.Σ. του από το υπουργείο Υγείας.
Μέχρι τώρα το Δ.Σ. του ΚΕΘΕΑ είναι άμισθο, εκλεγόταν από τη Γενική Συνέλευση, αποτελείται από εννέα αιρετά και τρία αναπληρωματικά μέλη και συμμετέχουν σε αυτό και δύο μη αιρετά μέλη (από το Εθνικό Συμβούλιο Δημόσιας Υγείας και το το Δ.Σ. του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής αντίστοιχα).
Το ΚΕΘΕΑ έχει χτίσει έναν τομέα επιστημονικής εξειδίκευσης που βασίζεται στο κοινοτικό μοντέλο δουλειάς από και με την κοινότητα στην οποία απευθύνεται, σε μια έκταση που είναι πρωτόγνωρη στην Ελλάδα.
Η πράξη αυτή επεκτείνεται και στη σύνθεση της Γενικής Συνέλευσης· ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της οργανωτικής δομής του ΚΕΘΕΑ είναι η πρόσβαση στις γενικές συνελεύσεις των μελών των θεραπευτικών προγραμμάτων που είναι στη φάση της επανένταξης.
Αναγνωρίζεται δηλαδή το δικαίωμα όσων λαμβάνουν τις υπηρεσίες του ΚΕΘΕΑ να συμμετέχουν ισότιμα στις συλλογικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν την εκλογή του Δ.Σ., μαζί με τους εργαζόμενους και τους εκπροσώπους των οικογενειών.
Η φιλοσοφία πίσω από αυτή τη στάση συνάδει απόλυτα με τη δυνατότητα που δίνει το ΚΕΘΕΑ σε πρώην χρήστες και χρήστριες να γίνουν θεραπευτές και θεραπεύτριες, να ενταχθούν δηλαδή ισότιμα στο επαγγελματικό και επιστημονικό προσωπικό, μετά την ολοκλήρωση της επανένταξης, να συμμετάσχουν στη χάραξη των στόχων και της πολιτικής του οργανισμού.
Η πρακτική αυτή αναγνωρίζει την αξία του προσωπικού βιώματος και ως δυνάμει επιστημονικού εργαλείου και δίνει έμπρακτα τη δυνατότητα στα άτομα που έχουν υπάρξει χρήστες και χρήστριες να μετακινηθούν στον ρόλο του επαγγελματία. Με δυο λόγια, κάνει πράξη την επανένταξη την οποία διεκδικεί.
Το θέμα με την πρόταση της κυβέρνησης δεν είναι αν θα διοριστούν στο Δ.Σ. του ΚΕΘΕΑ οι άριστοι ή η αποζημίωση που θα λαμβάνουν. Είναι ότι καταργεί ουσιαστικά τον κοινοτικό προσανατολισμό του ΚΕΘΕΑ, το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο ενδυνάμωσης, επαναφέροντας την κοινότητα σε μια θέση ανίσχυρη, μακριά από τη λήψη αποφάσεων.
Ταυτόχρονα, είναι και ένα ηχηρό μήνυμα ότι ο τοίχος ανάμεσα σε όσους βρίσκονται σε θέση ισχύος (επιστημονικής, κοινωνικής, πολιτικής ή όποιας άλλης) και σε όσους βρίσκονται σε θέση «ωφελούμενου» δεν πρέπει να γκρεμίζεται· το μόνο αποδεκτό είναι ένα μοντέλο «φιλανθρωπίας» και «αυθεντίας», που στην ουσία του είναι βαθιά εξουσιαστικό. Είναι όμως και απόλυτα συνεπές με την επιθυμία για διατήρηση μιας κοινωνικής ιεραρχίας που καθιστά αδύνατη την ισοτιμία.
Οσοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας εργαζόμαστε βασισμένοι και βασισμένες στις αρχές της κοινοτικής συμπεριληπτικής προσέγγισης στην παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υγείας χρειάζεται να διαφυλάξουμε παραδείγματα όπως αυτό του ΚΕΘΕΑ και, επικεντρωμένοι σε έναν κοινοτικό τρόπο δουλειάς, να προσπαθούμε να βελτιώνουμε πρακτικές και να αίρουμε αποκλεισμούς και διακρίσεις εντός των οργανισμών μας.
Με αυτήν την έννοια, το ΚΕΘΕΑ μπορεί να έχει πολλά πράγματα ακόμη να βελτιώσει και να διορθώσει στην ήδη μακρά πορεία του, βήματα που μόνο στηρίζοντας τον ανεξάρτητο χαρακτήρα του μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα γίνουν.